Υποθέτω ότι το τέρμα του Θεού είναι εκεί όπου η φτώχεια δεν αφήνει περιθώρια για ακκισμούς και θεωρητικές αγωνίες για το μέλλον. Πιάνεις τον πάτο στο βαρέλι όταν πλέον είναι μάταιο και να μιλάς ακόμα, γιατί οι λέξεις σου στεγνώνουν στο λαρύγγι. Το τελευταίο σκαλοπάτι βρίσκεται, φαντάζομαι, σ’ εκείνο το σημείο όπου η ζωή έχει πάψει να είναι μια κατασκευή και ξεγυμνώνοντας κανείς τον εαυτό του φτάνει στα ριζικά στοιχεία της ύπαρξής του.
«Αυτό είμαι» λες. Το μπάλωμα στο παντελόνι είναι πραγματικό – όχι μόδα των Dolce&Cabana. Η στέρηση κι η πείνα είναι αληθινή– όχι δίαιτα του bodyline. Κι ο ποδαρόδρομος είναι το μόνο μέσο να μετακινείσαι – δεν έχεις στο γκαράζ παρκαρισμένη τη Mercedes και περπατάς για τη χοληστερίνη. «Αυτό είμαι – λες– και τώρα πια πρέπει να δω τι μπορώ να κάνω με μια τσάπα, μιαν ελιά, τρεις ρίζες ντοματιές». Σαν άνθρωπος της πράξης, δίχως ψευδαισθήσεις.
Τότε, φαντάζομαι, αρχίζει να σε τρώει το σκουλήκι μέσα σου κι η αγωνία για τους άλλους· που τους βλέπεις καθημερινά και αγνοείς πώς ζούνε. Κι αυτή η έγνοια δεν είναι εικονική, αλλά επηρεάζει την καθημερινότητά σου, τη ζωή σου. Την αλλάζει και την αλλοιώνει. Και σε σπρώχνει λίγο-λίγο να ξεκολλάς τα επιχρίσματα και τα σοβάτια της, να αφαιρείς τις φλούδες μία-μία και να ψάχνεις τον καρπό της.
Έχουμε φτάσει άραγε σ’ αυτόν τον πάτο; Κάποιοι, ναι. Οι περισσότεροι σκεφτόμαστε ακόμα πώς να γλυτώσουμε οι ίδιοι. Δείτε τους υπουργούς: τον Ρουπακιώτη, τον Στυλιανίδη, τον Παναγιωτόπουλο· ή, τους εκκλησιαστικούς ταγούς. Όλοι τους προστατεύουν το σινάφι τους κι αφήνουν να πληρώνουν τα σπασμένα μισθωτοί και οι συνταξιούχοι – τα μόνιμα υποζύγια.
Αναρωτιέμαι, μήπως θα έπρεπε άραγε να φτάσουμε οπωσδήποτε σ’ αυτόν τον πάτο της φτώχειας και της εξαθλίωσης; Οι πάντες. Και ν’ αρχίσουμε απ’ το μηδέν. Δεν ξέρω· πιθανόν. Κανένας δεν γνωρίζει ποιο είναι το οριακό σημείο της δοκιμασίας του ανθρώπου, πολύ περισσότερο ενός λαού. Μέχρι πού φτάνουνε οι αντοχές του. Κι αλίμονο, μόνο μετά από εθνικές τραγωδίες το μαθαίνουμε, πράγμα που απεύχεται κανείς και δεν τολμάει να το ξεστομίσει καν. Όμως αυτή θα ήταν, υποθέτω, η εθνική μας κάθαρση.
Ίσως τότε και εκεί (στον πυθμένα, στο τέρμα του Θεού) μπορεί να ξαναβρίσκαμε την πατρογονική εκείνη έννοια της λιτότητας και τη συνειδητή απόρριψη του περιττού (στη γλώσσα, στην τέχνη, στην καθημερινή ζωή: πληθωρισμένα λόγια, κολακείες κι υποσχέσεις, λέξεις κενές χωρίς μεδούλι, στίχοι ξεχειλωμένοι τραγουδιών και πλαδαρά αισθήματα).
Η λιτότητα, για την οποία κάνω λόγο, δεν έχει σχέση με τον καταναγκασμό των αγορών ούτε με τους ενοχικούς κανόνες του προτεσταντικού βορρά. Σχετίζεται απόλυτα με την αίσθηση του μέτρου, με την άρνηση της υπερβολής. Ούτε το πάθος μειώνει της ζωής ούτε την έντασή της. Ίσα- ίσα, συνυφαίνεται με την γενναιοδωρία και τον πλούτο της ψυχής.
Ο λιτός βίος δεν είναι ταξικό χαρακτηριστικό (των λαϊκών στρωμάτων ή του προλεταριάτου) αλλά απόρροια αγωγής και βιωμάτων, στάση ζωής ενός ανθρώπου ή λαού : πραγματικά αρχοντικού, πριν αλωθεί από το νεοπλουτισμό, πριν παραδοθεί στην ξιπασιά και την επίδειξη. Αυτή την δωρική λιτότητα, το μέτρο αυτό το ελληνικό ευελπιστώ ότι θα ξαναβρούμε ως λαός· ακόμα και μέσα απ’ τα δεινά μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News