«Στη Σχολή, μέρα με τη μέρα έχασα τον ενθουσιασμό και την αγάπη που είχα για την υποκριτική».
Τα τελευταία 20 χρόνια έχω ακούσει αυτή τη φράση από τουλάχιστον χίλιους μαθητές και απόφοιτους Δραματικών Σχολών, αλλά και ηθοποιούς. Βεβαίως η κατάσταση χειροτερεύει χρόνο με τον χρόνο.
Σήμερα έχουμε περίπου 35 αναγνωρισμένες Δραματικές Σχολές και πολλά Θεατρικά Εργαστήρια. Οι σχολές αυτές ιδρύονται εύκολα από ανθρώπους οι περισσότεροι των οποίων δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις πάνω στη θεατρική παιδεία, την εκπαίδευση και τη διδασκαλία.
Διαφορετικά δεν θα είχαμε τις άθλιες καταστάσεις που βιώνουν οι σπουδαστές όπως: αφενός πενιχρή πληροφόρηση πάνω στην υποκριτική και αφετέρου φαινόμενα όπως προσβολές, ειρωνείες, σεξουαλικές παρενοχλήσεις, αδικίες, εύνοιες, κτλ. Σε πολλές τάξεις επιτρέπεται το κάπνισμα μετατρέποντάς τις σε τεκέδες, επιβάλλοντας το παθητικό κάπνισμα στους μη καπνιστές. Επίσης, υπάρχουν και καθηγητές που τρώνε ή πίνουν μπύρα την ώρα του μαθήματος.
Γι αυτές τις τριτοκοσμικές συνθήκες ευθύνονται:
1) Η έλλειψη σοβαρών νόμων και ελέγχου από την πολιτεία ως προς την ίδρυση, στελέχωση και λειτουργία των Δραματικών Σχολών.
2) Η έλλειψη σωστής θεατρικής παιδείας που δεν παρέχει γνώσεις αρκετές ώστε να μπορέσει κάποιος να πάρει τις βάσεις για να διδάξει στο μέλλον.
3) Η φιλοσοφία του καψωνιού και του στρατώνα, από ανθρώπους με ποικίλα απωθημένα (επαγγελματικά, σεξουαλικά έως και ταξικά), που προκαλεί τη δουλοπρέπεια και τον φόβο και ενεργοποιεί τα πιο ταπεινά ένστικτα των μαθητών.
Για την τεράστια αύξηση της ζήτησης προς τις σπουδές υποκριτικής, υπεύθυνη είναι κυρίως η ιδιωτική τηλεόραση που μαζί με τα πολλά τηλεοπτικά και κουτσομπολίστικα περιοδικά που την περιστοιχίζουν, προέβαλλαν, πέραν των λίγων καλών σειρών, ό,τι πιο φτηνό και ανούσιο, φτιάχνοντας δήθεν «αστέρες» και «celebrities» για να διαφημίσουν τις ως επί το πλείστον μετριότατες παραγωγές και για να γεμίσουν τις σελίδες τους. Δημιούργησαν ένα «σταρ σύστεμ» γιαλαντζί, ένα «βλαχογκλαμούρ», δίνοντας την εντύπωση πως το επάγγελμα του ηθοποιού είναι εύκολο, λαμπερό και επικερδές.
Οι σχολές άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Γεμίσαμε με απόφοιτους Δραματικών Σχολών.
Ως αποτέλεσμα, κάθε χρόνο έχουμε 400 πρεμιέρες θεατρικών έργων. Φτάσαμε στο σημείο οι μισοί Έλληνες να παίζουν και οι άλλοι μισοί να βλέπουν.
Η στελέχωση των σχολών αυτών ακολουθεί συνήθως τη συνταγή του casting των τηλεοπτικών σειρών όπου ο ιδιοκτήτης της σχολής για να προσελκύσει μαθητές, προσπαθεί να προσλάβει ως καθηγητές ή ως «guest star» καθηγητές, «επώνυμους» ηθοποιούς, σκηνοθέτες, θεωρητικούς, ασχέτως εάν οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν ιδέα περί διδασκαλίας και παιδαγωγικής.
Από την άλλη πλευρά, επειδή μια σχολή για να επιβιώσει οικονομικά χρειάζεται απαραιτήτως έναν συγκεκριμένο αριθμό μαθητών, ο πήχης της ποιότητας επιλογής των υποψηφίων πέφτει συχνά πολύ χαμηλά, διότι προηγείται ο οικονομικός παράγοντας.
Παράλληλα, το υπουργείο Πολιτισμού αντί να βελτιώσει την κατάσταση, ταλαιπωρεί ακόμη περισσότερο τους υποψήφιους των Δραματικών Σχολών με τις επιπλέον «εξετάσεις του υπουργείου» η διαφάνεια και η χρησιμότητα των οποίων αμφισβητείται από πολλούς. Εξαιτίας των εξετάσεων αυτών πολλές Σχολές έχουν δημιουργήσει ειδικά προπαρασκευαστικά τμήματα με καθόλου ευκαταφρόνητα δίδακτρα. Το απίστευτο είναι ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων του υπουργείου που πιστοποιούν την ικανότητα του υποψηφίου να σπουδάσει σε Δραματική Σχολή, ανακοινώνονται πολύ αργότερα από την έναρξη της σχολικής χρονιάς όταν ο σπουδαστής βρίσκεται ήδη στη σχολή και σπουδάζει! Αλλά και στην περίπτωση αποτυχίας στις εξετάσεις αυτές ο υποψήφιος μπορεί κάλλιστα να γίνει δεκτός σε κάποια σχολή και να αποφοιτήσει από αυτήν! Δηλαδή οι τάξεις των σχολών απαρτίζονται από επιτυχημένους και αποτυχημένους των εξετάσεων του υπουργείου. Και όλα αυτά τα τραγελαφικά για ένα επάγγελμα που ούτε οι σπουδές ούτε το δίπλωμα αποτελούν προϋπόθεση για την εξάσκησή του! Αντί να βασανίζει τον κόσμο το υπουργείο με αναποτελεσματικές διαδικασίες ελέγχου των σχολών, ας φροντίσει τουλάχιστον να προστατεύσει το επάγγελμα του ηθοποιού με τη δημιουργία ενός φορέα που θα ελέγχει τα συμβόλαια και τη συνέπεια των πληρωμών της κάθε θεατρικής παραγωγής. Αυτό θα υποχρεώσει τους παραγωγούς, αφού θα πληρώνουν έτσι κι αλλιώς, να προσλαμβάνουν τους καταλληλότερους και όχι τους «βολικούς».
Όμως ένα υπουργείο που χρησιμοποιείται συνήθως ως τράνζιτ υπουργών δεν μπορεί να χαράξει σοβαρή πολιτική με όραμα, πρόγραμμα και αποτελεσματικότητα. Βέβαια, και επί της πολύχρονης θητείας της Μελίνας Μερκούρη δεν έγινε τίποτε το σοβαρό, είτε από άγνοια είτε από αδιαφορία είτε και από τα δυο.
Την ίδια στιγμή αναρωτιέται κανείς πού βρέθηκαν ξαφνικά τόσοι καλοί καθηγητές υποκριτικής για να στελεχώσουν 35 σχολές.
Πολλοί λίγοι ποδοσφαιριστές καριέρας τολμούν να γίνουν προπονητές. Αντιθέτως πολλοί ηθοποιοί σχεδόν αμέσως μετά την αποφοίτησή τους από τη σχολή αισθάνονται έτοιμοι να δώσουν τα «φώτα» τους, πόσο μάλιστα εάν έχουν παίξει στην τηλεόραση ή στο θέατρο. Επιπλέον υπάρχουν ορισμένοι που θεωρούν τη συμμετοχή τους σε δυο τρεις παραστάσεις αρχαίου δράματος αρκετή για να διδάξουν πώς παίζεται το αρχαίο δράμα.
Το κερασάκι στην τούρτα βάζουν και οι διάφοροι ηθοποιοί που πήγαν για μερικές εβδομάδες ή μήνες στο εξωτερικό σε κάποιο σεμινάριο ή σε καλοκαιρινά μαθήματα κάποιας σχολής, οι οποίοι επιστρέφοντας στην Ελλάδα και με το «σπρώξιμο» απληροφόρητων ή ανεύθυνων δημοσιογράφων παρουσιάζονται ως ειδικοί πάνω στη Stella Adler, στον Meisner, στον Michael Chekhov, στον Strasberg, στον Grotowski, κτλ. Δηλαδή μέσα σε λίγες εβδομάδες αυτές οι «ιδιοφυΐες του θεάτρου» έμαθαν τη φιλοσοφία και την πρακτική των μεγάλων δασκάλων και σχολών που χρειάζονται πολλά χρόνια μελέτης και πρακτικής για να κατανοηθούν σε βαθμό που να μπορεί κάποιος να τις διδάξει. Είμαστε η μόνη χώρα παγκοσμίως που σε σχέση με τον πληθυσμό της έχει τόσες πολλές Δραματικές Σχολές, αμέτρητους δασκάλους υποκριτικής και αμέτρητους σκηνοθέτες.
Κατά κοινή ομολογία μαθητών, καθηγητών και ηθοποιών το επίπεδο σπουδών υποκριτικής στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλό. Οι ασχετοσύνες και οι ανακρίβειες που ακούγονται στις περισσότερες τάξεις υποκριτικής φτάνουν στα όρια του μη πιστευτού.
Αυτό είναι φυσικό επακόλουθο όταν η πλειονότητα των καθηγητών έχει περιορισμένη γνώση της υποκριτικής διαδικασίας και των περίπλοκων λειτουργιών του υποκριτικού οργάνου.
Χωρίς καμία μεθοδολογία, διδάσκουν εμπειρικά απ’ ό,τι έπαιξαν οι ίδιοι, ό,τι άκουσαν, ό,τι είδαν, ό,τι ξεφύλλισαν, ό,τι κατάλαβαν.
Αντί να ενδιαφέρονται για την ατομικότητα της έκφρασης του μαθητή και να την ενθαρρύνουν, τον οδηγούν προς τη στείρα και μηχανική αποστήθιση του κειμένου, προς γενικές και αόριστες δράσεις και αντιδράσεις του ρόλου επί σκηνής ή ακόμη και προς την πιστή αντιγραφή του παιξίματος που του επιδεικνύουν οι ίδιοι.
Αντί να επικεντρώνονται στα ιδιαίτερα υποκριτικά προβλήματα του κάθε μαθητή και στο πώς αυτά θα ξεπεραστούν, ενδιαφέρονται μόνο για το πώς θα παρουσιαστεί η σκηνή. Δηλαδή δεν λειτουργούν ως εκπαιδευτές αλλά ως παραγωγοί και σκηνοθέτες που ανεβάζουν παράσταση.
Αν και γνωρίζουν ελάχιστα ή λανθασμένα τις διδασκαλίες, τις θεωρίες και τα ευρήματα των μεγάλων δασκάλων παγκοσμίως, τις επικαλούνται με άνεση λέγοντας αυθαίρετα πράγματα, στηριζόμενοι σε ανεκδοτολογίες και παραπληροφόρηση προκαλώντας σύγχυση και διαιωνίζοντας την ημιμάθεια.
Τα αποτελέσματα της κακής εκπαίδευσης τα βλέπουμε συχνότατα στις ερμηνείες ακόμη και πολύ γνωστών ηθοποιών.
Οφείλω εδώ να τονίσω πως οι Έλληνες ηθοποιοί δεν υστερούν καθόλου σε ταλέντο και ευαισθησία από τους ξένους συναδέλφους τους. Αυτό που λείπει είναι η σωστή εκπαίδευση και καθοδήγηση του ταλέντου τους ώστε να αποδώσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους.
Τελικά, οι καθηγητές που έχουν κάτι συγκροτημένο να πουν είναι ελάχιστοι.
Έτσι το βάρος για κάτι καλύτερο πέφτει πάνω στους ίδιους τους μαθητές. Πράγμα δύσκολο εάν αναλογιστεί κανείς πως δεν θα ήθελαν να συγκρουστούν με τους καθηγητές τους οι οποίοι με την ιδιότητα του θιασάρχη, του σκηνοθέτη ή του ηθοποιού θα είναι οι πιθανοί μελλοντικοί τους εργοδότες.
Στο εξωτερικό, όταν ο μαθητής παραπονεθεί για απαράδεκτη συμπεριφορά ή και για ανεπάρκεια, ο καθηγητής, εφόσον ευσταθεί η κατηγορία, απολύεται. Εδώ αντιθέτως παραγκωνίζεται ο μαθητής!
Στρατιές οι «ευνοούμενοι μαθητές» δασκάλων-ηθοποιών ή δασκάλων-σκηνοθετών που δουλεύουν στο ελληνικό θέατρο. Στρατιές και τα ταλέντα που έμειναν στην άκρη επειδή δεν θέλησαν να συμβιβαστούν με καταστάσεις που θίγουν την αξιοπρέπειά τους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η μόνη λύση για την αντιμετώπιση της περιορισμένης πληροφόρησης που παρέχουν οι σχολές, είναι η παράλληλα με τη σχολή προσωπική μελέτη και έρευνα του μαθητή μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία, το ίντερνετ, τα σοβαρά σεμινάρια, και για όσους είναι εφικτό την παρακολούθηση παραστάσεων στο εξωτερικό.
Αυτή η προσωπική δουλειά ίσως τονώσει και την αυτοπεποίθησή τους ώστε να αντέξουν την ψυχική κακοποίηση που ευδοκιμεί σε πολλές από τις τάξεις των Δραματικών Σχολών εξαιτίας της έλλειψης παιδαγωγικής γνώσης κι ευαισθησίας των καθηγητών. Η ατμόσφαιρα που επικρατεί σε πολλές τάξεις είναι ανταγωνιστική, εχθρική, χλευαστική, τοξική και εκφοβιστική. Δηλαδή ακριβώς η αντίθετη από αυτή που χρειάζεται ο μαθητής για να δημιουργήσει, να εκτεθεί καλλιτεχνικά, να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, να τολμήσει να ξεπεράσει τα εμπόδιά του χωρίς να φοβάται το λάθος και την αποτυχία, που είναι στοιχεία αναπόσπαστα από την εξέλιξη και την πρόοδο ενός μαθητευόμενου.
Ο συνιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας Νεμιρόβιτς Ντάντσενκο (1858-1943) έλεγε για τη διδασκαλία της υποκριτικής:
«Η διδασκαλία στις τέχνες είναι μια δουλειά που χρειάζεται μεγάλη συγκέντρωση και αφοσίωση. Να εντοπίσεις την ατομικότητα, να κρατήσεις ζωντανή τη φλόγα, να τη βοηθήσεις να αναπτυχθεί. Να βγάλεις από τη μέση τα εμπόδια, να εξευγενίσεις την αισθητική, να παλέψεις με τις κακές συνήθειες, με την ωραιοπάθεια. Να ζητήσεις, να επιμείνεις, να απαιτήσεις. Να είσαι τρυφερός προς τον μαθητή, αλλά και αυστηρός. Να κρατάς αδιάκοπα ζωντανό το ενδιαφέρον του προς το ανθρώπινο υλικό. Να του προσφέρεις τις καλύτερες ιδέες σου. Με χαρά και με φροντίδα να παρακολουθείς την παραμικρή του πρόοδο… Σε όλα αυτά βρίσκεται ο σπόρος του θεάτρου, η βαθύτερη ουσία του… Είναι απολύτως αναγκαίο αυτοί οι νέοι να έχουν συνεχή και αδιάκοπη πίστη σε αυτό που έχουν αποφασίσει να αφιερώσουν τη ζωή τους… και στον καθένα από αυτούς πρέπει να δοθεί η μέγιστη προσοχή… Μόνο μέσα από αυτούς, μέσα από τα νιάτα της Σχολής, μπορεί το θέατρο να αναγεννηθεί.».
Οι υπεύθυνοι για την κατάντια των σπουδών υποκριτικής στην Ελλάδα είναι πολλοί. Λιγότερο ή περισσότερο με τη συμμετοχή τους, την ανοχή τους και τη μετριότητά τους συνδράμουν στη διατήρηση και επισημοποίηση αθλίων και οπισθοδρομικών καταστάσεων.
*Ο Ανδρέας Μανωλικάκης είναι Πρόεδρος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Actors Studio Drama School (Master of Fine Arts) στο Pace University της Νέας Υόρκης, καθηγητής σκηνοθεσίας και υποκριτικής, δια βίου Μέλος του Actors Studio και Μέλος του Διοικητικού του Συμβουλίου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News