Παρακολουθώντας τον Νίκο Χαρδαλιά στη συνέντευξη Τύπου για τις πυρκαγιές –να παραθέτει στοιχεία, να απαντάει στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις των δημοσιογράφων, να εξηγεί με εικόνες, να επιστρατεύει το συναίσθημα, το δασκαλίστικο ύφος των εποχών των ενημερώσεων της Covid-19, ακόμα και το θεατράλε– σκέφτηκα πόσο επικοινωνιακά λάθος ήταν που τις προηγούμενες ημέρες απήγγειλε απλώς ένα ποίημα με αντίπαλο μόνο την κάμερα (μέχρι που διαμαρτυρήθηκε ακόμα και η ΕΣΗΕΑ). Αλλά κυρίως δεν μπόρεσα να μη θυμηθώ μια άλλη συνέντευξη Τύπου, μετά από έναν άλλο πύρινο εφιάλτη, πριν από τρία χρόνια.
Θυμήθηκα να μας δείχνουν σε έναν παιδικό «δορυφορικό» χάρτη φωτίτσες για να στοιχειοθετηθεί το δήθεν σχέδιο εμπρησμών –μάλιστα πρώτος τον λόγο είχε πάρει ο επικεφαλής του αλήστου μνήμης ΕΛΔΟ.
Θυμήθηκα τον Νίκο Παππά να γυρνάει πίσω για να δει ποιος δημοσιογράφος κάνει τις ενοχλητικές ερωτήσεις.
Θυμήθηκα τον Δημήτρη Τζανακόπουλο να απαριθμεί τις ενέργειες του Πρωθυπουργού –που «είχε δώσει εντολή στον υπουργό Αμυνας (τον ανεπανάληπτο Πάνο Καμμένο), ο οποίος επικοινώνησε με σύμμαχες χώρες και ζήτησε στοιχεία τόσο από δορυφόρους» και «στον υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής (τον Παππά) να ενεργοποιήσει τον ΕΛΔΟ, ο οποίος με τη σειρά του πήρε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία από ευρωπαϊκά και διεθνή δορυφορικά συστήματα».
Θυμήθηκα ότι όλα αυτά δεν είχαν γίνει το βράδυ της φρίκης στο Μάτι, όπου κάποιοι έκαναν τους ανήξερους, κάποιοι ήταν σε σοκ ή κάποιοι δήθεν ντρέπονταν που ήταν ανοιχτές οι κάμερες, κατά το αφήγημα του Αλέξη Τσίπρα· είχαν γίνει τρεις ολόκληρες ημέρες μετά, στις 26 Ιουλίου 2018, όταν πια όλοι ήξεραν τι είχε συμβεί, πόσοι άνθρωποι είχαν βρει εφιαλτικό θάνατο. Και έλεγαν ατάραχοι διάφορα περί εμπρησμών, για να αποκαλυφθεί μετά ότι τη φωτιά την έβαλε τελικά ένας ηλικιωμένος στο Νταού Πεντέλης που θεώρησε λογικό να κάψει ξύλα μπροστά στο σπίτι του ημέρα που φύσαγε.
Θυμήθηκα, εν ολίγοις, την επαναλαμβανόμενη πολιτική φαιδρότητα εκείνων των ημερών, την απουσία ενσυναίσθησης που μάλιστα είχε τη σφραγίδα μιας επίσημης συνέντευξης Τύπου των καθ’ ύλην αρμόδιων κυβερνητικών στελεχών –άλλωστε ο Νίκος Τόσκας τότε είχε πει το περίφημο: «ψάχνω να βρω μεγάλα λάθη και δεν βρίσκω».
Ομως αυτή η μνήμη είναι προνόμιο των πολιτών, άντε και σχολιογράφων σαν την αφεντιά μου. Το Μάτι με τους 102 νεκρούς και οι πολιτικές αθλιότητες που επακολούθησαν, δεν πρέπει να είναι δικαιολογία για τη σημερινή κυβέρνηση.
Διότι το είδαμε ξανά αυτές τις ημέρες. Οι συνειρμοί είναι μεν αναπόφευκτοι, αλλά κατέληξαν να γίνουν ένα εύκολο πολιτικό καταφύγιο τού τύπου: ναι, εντάξει, στην Εύβοια ξέφυγε το πράγμα, αλλά «αυτοί» έκαψαν 102 ανθρώπους και έπαιζαν και θέατρο. Ακόμα και ο κ. Χαρδαλιάς δεν απέφυγε τον πειρασμό να υπενθυμίσει ότι «αυτή τη φορά οι απώλειες είναι απο την πλευρά των μαχητών και όχι των πολιτών».
Ομως, πολιτικά, το να επικαλείσαι και να ανασύρεις αντανακλαστικά τη φρίκη της 23ης Ιουλίου 2018 και τα όσα έγιναν μετά είναι πλέον λάθος.
Είναι λάθος για τρεις λόγους:
Πρώτον, επειδή, πολιτικά, η αθλιότητα αυτής της τραγωδίας στο Μάτι εξοφλήθηκε. Εγιναν εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ καταψηφίστηκε και ο Καμμένος, που έλεγε ότι έφταιγαν οι καμένοι που είχαν αυθαίρετα, δεν τόλμησε καν να κατέβει υποψήφιος. Δύο χρόνια μετά και αφού υπήρξαν τα αναμενόμενα επετειακά ενθύμια κάθε Ιούλιο, με νέες φρικτές αποκαλύψεις για τη φαιδρή διαχείριση από τους τότε κυβερνώντες, δεν μπορείς να ελπίζεις σε κάτι παραπάνω.
Δεύτερον, επειδή ο Ελληνας μπορεί να μην ξεχνάει εύκολα, αλλά υπάρχει μια κρίσιμη μάζα που δεν ετεροπροσδιορίζεται πολιτικά από μια τραυματική μνήμη από την οποία μάλιστα υπάρχει όλο και μεγαλύτερη χρονική απόσταση. Δεν είναι πια τόσο εύκολο να θυμηθείς τον Τζανακόπουλο σε εκείνη τη γελοία συνέντευξη Τύπου που έλεγαν ότι τα έκαναν όλα σωστά. Πιο εύκολα θα τον θυμηθείς σαν ευτυχισμένο μπαμπά με την Εφη Αχτσιόγλου. Τον Παππά, που έψαχνε αγριεμένος να βρει τους ενοχλητικούς, τον σκεφτόμαστε τώρα με κάτι Λιβανέζους και τον Καλογρίτσα. Ναι, δεν το ξεχνάει ο κόσμος το Μάτι, δεν πρέπει ποτέ να το ξεχάσει, ούτε άλλωστε το έχει ξεχάσει ο Τσίπρας και γι’ αυτό, αν θέλετε, είναι εγκρατής τώρα. Αλλά αυτό αφορά περισσότερο τους (ευσυνείδητους) πολίτες και όχι τους πολιτικούς που πρέπει να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα τού τώρα. «Η κυβέρνηση έβαλε πολύ χαμηλά τον πήχη, συγκρινόμενη με την κυβέρνηση Τσίπρα στο Μάτι και θεωρώντας ικανοποιητικό ότι δεν είχαμε ανθρώπινες απώλειες» είπαν από το ΚΙΝΑΛ, ενδεικτικό του πώς ορισμένα πράγματα τα βλέπουν πλέον κάποιοι –θεωρούμενοι και σοβαροί– διαφορετικά.
Και τρίτον, και επίσης σημαντικό. Σε πολλά πράγματα και κυρίως στην πολιτική σκέψη, ισχύει ο αφορισμός του Μακιαβέλι: «Οι άνθρωποι ξεχνούν ευκολότερα τον θάνατο του πατέρα τους παρά την απώλεια της περιουσίας τους». Οσο και αν φαίνεται κυνικό, μπορείς να καταφέρεις να ξεχάσεις την απώλεια ενός αγαπημένου σου προσώπου με τα χρόνια. Ιδίως αν είσαι τρίτος, που κάποια στιγμή έκανες την προβολή και έβαλες τον εαυτό σου στη θέση του πατέρα που έψαχνε τα καμένα παιδιά του στη Ραφήνα. Τώρα η προβολή άλλαξε. Είσαι εκείνος που σκέφτεται ότι μπορεί να είχες εσύ ένα σπίτι στη Βαρυμπόμπη ή στις Ροβιές, που βλέπεις τον εαυτό σου να ετοιμάζει βιαστικά ένα βαλιτσάκι με τα απαραίτητα, για να βρεις μετά το σπίτι σου –όχι μόνο τους τοίχους ή την οικοσκευή που αποζημιώνεται, αλλά τα βιβλία σου, τους δίσκους σου, τις οικογενειακές φωτογραφίες, τα παιχνίδια των παιδιών σου, τα στέφανα του γάμου σου, όσα μάζεψες μια ολόκληρη ζωή– καμένο.
Πολιτικά, το Μάτι ό,τι είχε να δώσει το έδωσε και αυτό ήδη ακούγεται χυδαίο. Η επίκλησή του, λοιπόν, μαζί με τα διαδικτυακά αφιερώματα και τις δακρύβρεχτες αναρτήσεις από υπουργούς και τον στρατό των τρολ τής από εδώ πλευράς, δεν μας οδηγούν πουθενά. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλείται το Μάτι για τις δικές της αστοχίες, η αντιπολίτευση δεν πρέπει να αναζητεί στην Εύβοια ρεβάνς για το Μάτι.
Η Εύβοια δεν είναι Μάτι. Δεν μπορεί να είναι, διότι αυτή τη φορά σώθηκαν οι κάτοικοι, οι πυροσβέστες πάλεψαν στο πεδίο, διότι δεν εστάλησαν άνθρωποι κατευθείαν να καούν, διότι οι κυβερνώντες έδειξαν τη στοιχειώδη ενσυναίσθηση.
Η Εύβοια είναι η Εύβοια. Θα μείνει στην Ιστορία ως μια νέα τραγωδία με τα δικά της χαρακτηριστικά, τα δικά της θύματα, τους δικούς της φταίχτες. Οσο κάποιοι τη συγκρίνουν με όσα συνέβησαν πριν από τρία χρόνια, δεν καταφέρνουν τίποτε άλλο παρά να υποβαθμίζουν και εκείνη την τραγωδία και αυτήν την τραγωδία, βάζοντάς τες σε μια ανίερη ζυγαριά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News