Η πλέον γνωστή σε όλους μας «δίκη Τοπαλούδη», καθιστά ένα ακόμη σεξουαλικής φύσεως έγκλημα, που κινδυνεύει να καταγράφει στο αρχείο των κοινωνικών συμβάντων, και να αποτελέσει, αργά ή γρήγορα, μια αμυδρή θύμηση. Εκ πρώτης όψεως, είναι ειλικρινά άξιο απορίας, το ότι για άλλη μια φορά – σε ανάλογης φύσεως υποθέσεις – η δικαστική υπόθεση πήρε το όνομα του θύματος, και όχι του θύτη. Θαρρείς είναι αμελητέος ο χαρακτηρισμός μιας πράξης φρικτής βίας. Επιπροσθέτως, είναι άξιο απορίας, το ότι στον δημόσιο διάλογο που στήθηκε επί του θέματος, υπερτέρησε η άποψη σύμφωνα με την οποία οι ένοχοι δεν επρόκειτο να τελέσουν την ποινή τους εξολοκλήρου. Προφανώς και είναι εύλογη μια κριτική της δικαστικής λειτουργίας ή ακόμη και μια αμφισβήτηση του πνεύματος των νόμων. Αλλά μια τέτοια κριτική αποκτά νόημα, όταν εντοπίζεται, και μπορεί να στηριχθεί, μια νομική αδικία. Άρα εξ ορισμού, όχι εκ των προτέρων.
Σε ό,τι αφορά στις δημοσιογραφικές ή τεχνικές λεπτομέρειες της υπόθεσης, είμαι σίγουρος πως υπάρχουν καταλληλότερες πηγές ενημέρωσης από την στήλη μου. Συνεπώς θα επιχειρήσω να θέσω κάποια ευρύτερα ερωτήματα που θεωρώ πως εγείρονται από τούτη την εγκληματική υπόθεση.
Εκτιμώ πως ανάλογες φρικτές και απάνθρωπες πράξεις βίας, που έχουν σχεδόν αποκλειστικά ως θύματα γυναίκες, οφείλονται σε δύο κοινωνικούς παθολογικούς πυλώνες. Ας σημειώσω, προτού αναπτύξω, πως υπάρχουν περιπτώσεις σεξουαλικής βίας, στις οποίες οι θύτες είναι ψυχικά ασθενείς. Ωστόσο, υπάρχει επίσης ένα κοινωνικό πλαίσιο, που ευνοεί αδιαμφισβήτητα την αναπαραγωγή παρεμφερών φαινομένων.
Δεν θα αναλύσω εκτενώς το ότι την ευθύνη της πράξης βιασμού, την έχει πλήρως και αμετακλήτως ο βιαστής. Είναι προφανέστατο. Επιθυμώ αντιθέτως να εστιάσω στα πολιτισμικά και κοινωνικά κατάλοιπα, λόγω των οποίων, κάθε τόσο τονίζουμε πως το θύμα βιασμού δεν φέρει καμία ευθύνη, λες και δεν είναι ευνόητο.
Το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρομαι, έχει κατά την άποψη μου δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά στην όλο και μικρότερη θέση του διαλόγου ανάμεσα στα δύο φύλα. Το δεύτερο, αφορά στην κραυγαλέα ελλειμματική συναισθηματική και σεξουαλική μας διαπαιδαγώγηση.
Εν γένει, η διαφορά μάς ζορίζει. Είτε είναι φύλου, είτε είναι χρώματος, είτε είναι κοινωνικής καταβολής, είτε είναι πολιτικής αντίληψης. Δυνητικά, γεννάται μια συγκρουσιακή διάθεση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους θεμελιωδών διαφορών και πεποιθήσεων. Και η συγκρουσιακή τάση τούτη, κατευνάζεται μονάχα μέσω διαλόγου και ανταλλαγών. Μέσω εμπειριών που μοιραζόμαστε, μέσω συναισθημάτων. Οι συγκρουσιακές ροπές μεταξύ των δυο φύλων, απαρτίζουν την πιο ενδόμυχη πτυχή της συζήτησης -ή διαμάχης – περί διαφορετικότητας. Η βιολογική διάκριση του «άλλου» ή της «άλλης», ανοίγει ένα κουτί της Πανδώρας, στο οποίο αναζητούμε όλες και όλοι τις υπόλοιπες διαφορές, τις αντικρουόμενες αντιλήψεις, που θα έπρεπε να συμπληρώνουν την θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στα πόδια μας. Είναι ίσως η μεγαλύτερη εξερευνητική αποστολή, που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε κατά τον σύντομό μας βίο.
Αντιλαμβάνεστε εύκολα πως, εάν αρνούμαστε τον διάλογο, εάν ψάχνουμε την εφήμερη ικανοποίηση και αφομοίωση «τεχνικών» και όχι πραγματικών αισθήσεων, η τάση σύγκρουσης αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία. Και οδηγεί σε μια προβληματική αναζωπύρωση τόσο του ματσισμού και της άλογης υπεροχής των ανδρών, όσο και του αμιγώς ομοφυλόφιλου και μισανδρικού «φεμινισμού». Σε κάθε περίπτωση δεν ευνοείται η προσπάθεια κατανόησης του άλλου φύλου. Κατ’επέκταση, επιτρέπει την ύπαρξη ενός πιο χαλαρού κοινωνικού πλαισίου, καθώς και την εμφάνιση ψυχικά ασθενών, που κινδυνεύουν να διαπράξουν σεξουαλικά εγκλήματα.
Σε ό,τι αφορά τώρα στην -εθνικής φύσεως- έλλειψη εκπαίδευσής μας, το ζήτημα είναι πολυδιάστατο. Αφενός η βαθιά συντηρητική παράδοσή μας, επικοινωνεί και επιβεβαιώνει μια παντοδυναμία του κυνηγού άντρα, και αντίστοιχα της γυναίκας που δέχεται και δεν νοείται να φλερτάρει αυτόνομα, κατά την βούλησή της.
Αφετέρου, οι εκπαιδευτικοί θεσμοί δεν έχουν αξιωθεί να εντάξουν στα σχολικά προγράμματα ένα σοβαρό μάθημα σεξουαλικής αγωγής. Ενα μάθημα όπου, τόσο το ανδρικό όσο και το γυναικείο σύστημα αναπαραγωγής, θα αναλύεται εκτενώς. Και όχι για το πώς υλοποιείται η τεκνοποίηση, αλλά για το πώς αντλούν ευχαρίστηση οι γυναίκες και οι άνδρες: άρα και πώς εν δυνάμει, μέσω των σεξουαλικών συνευρέσεων, πολλοί καταλήγουν να κάνουν παιδιά. Για να το επεξηγήσω πιο ωμά: δεν είναι δυνατόν να μαθαίνουν οι μαθητές για την λειτουργία του πέους, και οι μαθήτριες να μην προσεγγίζουν την ύπαρξη της κλειτορίδας.
Θα με ρωτήσετε εύλογα: μα καλά, φτάνει αυτό για να αποφεύγονται οι οποιεσδήποτε μέλλουσες απόπειρες βιασμού ή σεξουαλικών εγκλημάτων;
Η απάντησή μου είναι: δυστυχώς όχι.
Παραταύτα, τούτες οι κοινωνικές διαδικασίες, είναι απαραίτητες, έτσι ώστε η εξοικείωσή μας με την θεμελιώδη διαφορά που αντιμετωπίζουμε όλοι το άλλο φύλο, να αποκτά μια ουσία. Και κατ’επέκταση να είναι σε θέση, μαθητές και μαθήτριες, στον οποίων τα σπίτια συχνά αναπαράγεται μια πλήρως καταδικαστέα, παρωχημένη και άνιση σχέση ανάμεσα στους δύο γονείς, να συλλάβουν την δυνατότητα μιας άλλης προσέγγισης στη σχέση μεταξύ των δύο φύλων. Και έτσι, με την πάροδο του χρόνου, να συμβάλει το κοινωνικό σύνολο και η πολιτεία στην προσπάθεια εξάλειψης της σεξουαλικής βίας, που έχει ενίοτε ως κατάληξη την φρικτή δολοφονία της Ελένης και όλων των υπολοίπων γυναικών, των οποίων το όνομα δεν έτυχε να γνωστοποιηθεί στις ειδήσεις.
* Ο Στρατής Χωμενίδης, είναι κάτοχος Economics BA – Paris I Panthéon-Sorbonne και Political Philosophy MA – École des Hautes Études en Sciences Sociales
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News