Η μουσική μάς ενώνει, έτσι λένε και έτσι είναι. Καμιά φορά, βέβαια, κάνει το αντίθετο, αλλά δεν φταίει η μουσική γι’ αυτό. Φταίμε εμείς και ο τρόπος που τη διαχειριζόμαστε.
Στις 12 Ιουνίου ανοίγουν τα ηχεία στην εστίαση. Μας έλειψαν και η μουσική και η εστίαση, δεν το συζητώ. Οταν, μάλιστα, ανακοινώθηκε ότι τα μαγαζιά εστίασης θ’ ανοίξουν αρχικά χωρίς μουσική (ένα μέτρο που, όπως είπαν, αποφασίστηκε για υγειονομικούς λόγους) σηκώθηκε ένα κύμα χιουμοριστικής αντίδρασης, σχετικά με το πώς θα τα περνάμε στις εξόδους μας, άνευ μελωδικών ήχων.
Ε, λοιπόν, μια χαρά τα περάσαμε. Μη σας πω, ανέλπιστα καλά. Σχεδόν δεν παρατηρήσαμε ότι λείπει το μουσικό κομμάτι.
Δεν λέω ότι δεν μας έλειψε, ότι δεν επιθυμούμε να ξαναντυθεί η έξοδός μας με νότες. Αντιθέτως. Δεν υπάρχει τίποτα πιο απολαυστικό, από το να κάθεσαι κάπου να φας ή να πιεις το ποτό και τον καφέ σου, με την ιδανική μουσική υπόκρουση. Εκείνη που ταιριάζει στην περίσταση, που δένει αρμονικά με το περιβάλλον και που δεν έχει σκοπό να ξεκουφάνει τους παρευρισκόμενους.
Μεγάλο πράγμα η διαχείριση της μουσικής στην εστίαση. Οι επιλογές μπορούν να απογειώσουν την εμπειρία σε ένα μαγαζί ή να την καταστρέψουν. Πολύ συχνά, συμβαίνει το δεύτερο και μπορώ να το περιγράψω σε δεκάδες παραδείγματα: καντίνες σε υπέροχες παραλίες, με μπιτ από μεγάφωνα της κακιάς ώρας, που σου τρυπάει τα τύμπανα ανελέητα, συνεχόμενα, ολοκληρωτικά. Μαγαζιά με κασέτες που τις βάζουν σε λούπα μέχρι να νιώσεις ότι παίζεις στο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Ή, ακόμα, με εντελώς αταίριαστες, με το ύφος του μαγαζιού, μουσικές επιλογές. Να πας, ας πούμε, σε ταβερνάκι, και να έχουν βάλει ντίσκο.
Και βέβαια, το πιο συχνό. Καφετέριες και μπαράκια με μουσική σε ένταση που μετατρέπει την επικοινωνία της παρέας σε αποστολή για γερά νεύρα. Κι αν έχω επιστρέψει σπίτι, ύστερα από έξοδο, με λαιμό γρατσουνισμένο από την υπεράνθρωπη προσπάθεια να μιλήσω με τους άλλους.
Κι αν έχω επαναλάβει κάτι δεκατρείς φορές, κι αν έχω συλλαβίσει, κι αν μου έχει έρθει λάθος παραγγελία από το γκαρσόνι που δεν κατάφερε κι εκείνο, το έρμο, ν’ ακούσει τι ήθελα. Μέχρι και στην παντομίμα έχω καταφύγει για να συνεννοηθώ μέσα σε κάποια μαγαζιά.
Αναρωτιόμαστε μετά, γιατί όλοι έξω κοιτάμε τα κινητά, αντί να μιλάμε. Μα, γιατί, πολλές φορές δεν μπορούμε να μιλήσουμε! Μας πολεμούν τα ηχεία. Δεν εννοώ, φυσικά, τις πίστες και τα κλαμπ. Εκεί πας και ξέρεις τι σε περιμένει. Μπαίνεις με δική σου ευθύνη, γνωρίζοντας ότι θα ξεκουφαθείς. Στα υπόλοιπα, όμως, δεν θες να σου συμβεί κάτι τέτοιο.
Να τι δεν μας έλειψε, λοιπόν, σ’ αυτό το διάστημα που η μουσική έλειπε, εκεί έξω. Η κακή διαχείρισή της. Ενα φαινόμενο που, δυστυχώς, βασανίζει τα αφτιά μας, γιατί είναι συχνό στις ελληνικές επιχειρήσεις εστίασης. Το κλείσιμο των ηχείων τους μας έκανε να καταλάβουμε ότι η βαβούρα των διπλανών, σκέτη, είναι προτιμότερη από μια βαβούρα που μπλέκεται με κακές μουσικές επιλογές και, μάλιστα, σε ενοχλητική ένταση.
Καλό θα ήταν να το δουν και οι μαγαζάτορες, και τώρα που η μουσική επιστρέφει, να προσπαθήσουν να βρίσκουν πιο προσεγμένες λύσεις.
Η σωστή ηχητική επένδυση ενός χώρου είναι σημαντική για την εμπειρία που έχουν οι άνθρωποι που θα τον επισκεφτούν και λειτουργεί πάντα προς το συμφέρον του εκάστοτε μαγαζιού.
Θέλουμε τη μουσική να μας ενώνει και στην εστίαση, όχι να μας χωρίζει.
ΥΓ. Για να μην πω και το άλλο, το μουσικό μπέρδεμα από τα ηχεία μαγαζιών, τα οποία βρίσκονται κοντά το ένα στο άλλο. Αυτό, αν έχεις πιει και λίγο, μπορεί να σε αποτελειώσει. Η Κόλαση μια τέτοια μουσική υπόκρουση πρέπει να έχει, σίγουρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News