Στη Σκόπελο υπήρχε παλιά ένα μαγαζάκι στέκι, η «Ηλιόπιττα». Εκεί η Μαρία Τσέκου ξεδίπλωνε όλη την αγάπη και το μεράκι της για την μαγειρική κι εμείς απολαμβάναμε καθημερινά φρέσκες, λαχταριστές, πεντανόστιμες, μοναδικές πιτούλες με ό,τι λαχανικό μπορούσε να βρει η καλή μαγείρισσα και το οποίο μέχρι τότε δεν είχαμε φανταστεί ότι μπορούσε να τυλιχτεί σε φύλλο. Χωρίς Ηλιόπιττα δεν άρχιζε η μέρα μας, ούτε ξεκινάγαμε για την παραλία χωρίς προμήθειες από το εργαστήριο της Μαρίας.
Τα χρόνια πέρασαν, η Μαρία έφυγε από τη Σκόπελο και μετέφερε το εργαστήριό της στη Ραφήνα. Εφυγα κι εγώ, χαθήκαμε. Με μεγάλη χαρά, όμως, την ξαναβρήκα στους Bostanistas. Οι ωραίες συνταγές της είναι από τις πιο παλιές της ιστοσελίδας μας και μάλιστα από τις πιο αγαπητές. Κάπως έτσι επικοινωνήσαμε πάλι, συναντηθήκαμε, είπαμε τα νέα μας, μου είπε τα σχέδιά της.
Το περασμένο καλοκαίρι χαθήκαμε ξανά αλλά δεν έδωσα σημασία, ούτε πήγε το μυαλό μου στο κακό. Δεν ήξερα ότι έμενε στο Μάτι, στη Ραφήνα και στον Μαραθώνα την είχα τοποθετήσει. Ελεγα ότι θα πνίγεται στη δουλειά (καλό αυτό, σκεφτόμουν), είχε και κάποια προβλήματα υγείας η μητέρα της, νάτη η εξήγηση. Παρόλα αυτά ένιωθα ενοχές αφού όλο και ανέβαλα το τηλεφώνημα για να μάθω τι κάνει.
Χθες το βράδυ μού τηλεφώνησε εκείνη. Όπως πάντα ευγενική και χαμηλόφωνη, χωρίς εντάσεις, μου είπε ότι δεν ήταν σε θέση να επικοινωνήσει μαζί μας όλο αυτό τον καιρό γιατί δεν την άφηνε το δράμα που είχε ζήσει το περασμένο καλοκαίρι. Σώθηκαν από θαύμα με τον άντρα της περνώντας με τη μηχανή τους μέσα από τις φλόγες που κατάπιαν το Μάτι, βρέθηκαν στη θάλασσα, τους περιμάζεψε μια βάρκα.
Τη μηχανή τους τη βρήκαν αργότερα καμένη, όπως και ολόκληρη τη γειτονιά τους. Εχασαν φίλους, γείτονες. Το δικό τους σπίτι δεν καταστράφηκε ολοσχερώς αλλά έπαθε ζημιές κυρίως έξω (κήπος δεν υπάρχει πια) αλλά και μέσα, είναι ακατοίκητο όπως μπορεί κανείς να φανταστεί. Και η όποια αποκατάσταση καθυστερεί, η γραφειοκρατία δεν βοηθάει. Ευτυχώς φιλοξενούνται σε φίλους, μου είπε, και πηγαινοέρχονται.
Ψυχολογικά, και με την βοήθεια των δικών της, η Μαρία έχει αρχίσει να συνέρχεται. Σήκωσε τα μανίκια, δουλεύει, πηγαινοέρχεται στην πατρίδα της τη Μεσσηνία, κατεβαίνει κάθε τόσο στην Αθήνα. Συμφωνήσαμε να βρεθούμε, να τα πούμε και από κοντά, μου είπε ότι θέλει να μου φέρει και μια πίτα από αυτές που αγαπώ. Και τότε έσπασα, ράγισε η καρδιά μου και κλαίω συνέχεια από εκείνη τη στιγμή. Για σκεφτείτε το. Μια γυναίκα, που επέζησε από την φρικτή πυρκαγιά, εκείνη που εξαφάνισε την «αυλή της Αθήνας» πέρσι το καλοκαίρι, θέλει να μου φτιάξει μια πίτα από αυτές που αγαπώ για να με ευχαριστήσει.
Αυτή είναι η πλευρά του ψυχικού πλούτου, της ευγένειας, της φιλίας, της προσφοράς ακόμη και σε στιγμές απώλειας, αδυναμίας και ανέχειας, αυτή που εξυψώνει την ανθρώπινη φύση και βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την ύβρι. Αλλά δεν θέλω να αναφερθώ εδώ σε ανθρώπους αλαζόνες που ξεχνούν τη θνητή τους φύση. Τους γνωρίζουμε πια και η απαξίωση είναι το μόνο που τους πρέπει.
Προτιμώ να θυμηθώ μια φράση από τον πρόλογο της Μαρίας Τσέκου στην «Κολοκυθόπιτα γλυκιά: ποτέ μη λες ποτέ», τη συνταγή της στο Bostanistas, και με αυτή να κλείσω:
«Το κολοκύθι, για πολλούς, είναι συνώνυμο του άνοστου και του βαρετού και έτσι ακούς σχόλια του τύπου “ κολοκύθια με τη ρίγανη” και διάφορα παρόμοια. Πριν λίγο καιρό ένας φίλος μού εξηγούσε ότι ποτέ δεν έχει φάει κολοκύθι και ούτε πρόκειται να δοκιμάσει. Δεν ήξερε όμως τι είχα ετοιμάσει για αυτόν. Κολοκυθόπιτα γλυκιά, σιροπιασμένη… του άρεσε πολύ, αλλά δεν πίστευε ότι αυτό ήταν το κατακαημένο κολοκύθι, που κατηγορούσε για ανοστιά πριν λίγη ώρα. Γι’ αυτό ποτέ μη λες ποτέ, δεν ξέρεις τι μπορεί να σου κάτσει».
Ταιριάζει σε όλους, ακόμη και στους αλαζόνες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News