Το ενδεχόμενο μιας ρωσικής επέμβασης στην Ουκρανία αποτελεί έναν παράγοντα έντονης διεθνούς ανησυχίας. Ακόμα και οι σχετικά λίγες πιθανότητες μιας στρατιωτικής εισβολής δημιουργούν γεωπολιτικά, αλλά και οικονομικά ρίγη διεθνώς, πρωτίστως όμως στην Ευρώπη.
Κατ’ αρχάς, έχει σημασία να υπενθυμίσουμε ότι το ουκρανικό ζήτημα δεν είναι μια πρόσφατη κρίση, καθώς εδώ και οκτώ χρόνια είναι σε εξέλιξη ένας υβριδικός πόλεμος που, πέραν της προσάρτησης της Κριμαίας, περιλαμβάνει οικονομικές κυρώσεις, ενεργειακό εκβιασμό, κυβερνοεπιθέσεις αλλά και μια διαρκή και πολυδιάστατη πίεση στην Ουκρανία, εκ μέρους της Ρωσίας. Ομως η αλήθεια είναι ότι το 2022 δεν είναι 2014. Πέραν της ίδιας της στρατιωτικής, πολιτικής και διπλωματικής προετοιμασίας στο Κίεβο, η δυτική υποστήριξη έχει ενισχύσει τόσο το ουκρανικό ηθικό όσο και την ουκρανική άμυνα, που φυσικά δεν μπορεί να συγκριθεί σε καμία περίπτωση με τη ρωσική στρατιωτική μηχανή.
Η Ρωσία, έχοντας αναπτύξει σημαντικά στρατεύματα στην περιοχή, πιέζει με μη ρεαλιστικές απαιτήσεις, δοκιμάζοντας τα όρια και την αποφασιστικότητα της Δύσης. Ισως όχι απαραίτητα για να κατακτήσει τη γειτονική της χώρα, αλλά σίγουρα για να διασφαλίσει ότι το Κίεβο δεν θα στραφεί οριστικά προς τη Δύση, κάτι που συστηματικά επιχειρείται. Εχει γίνει σαφές ότι η Μόσχα δεν θα εγκαταλείψει εύκολα την Ουκρανία. Ας μην παραγνωρίζουμε το ιστορικό γεγονός ότι η Ουκρανία αποτελούσε παραδοσιακά μέρος της ρωσικής αυτοκρατορίας πριν ενταχθεί στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Συνεπώς, η διασφάλιση του γεωπολιτικού επαναπροσανατολισμού προς την Ανατολή έχει πολλαπλή σημασία, καθώς, όπως είχε εκτιμήσει εγκαίρως ο (Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Κάρτερ) Ζμπίγκνιεφ Μπρζεζίνσκι, «η Ρωσία, χωρίς την Ουκρανία, παύει να είναι αυτοκρατορία».
Σε αυτό το πλαίσιο, η ουκρανική κρίση έδωσε το φιλί της ζωής στο ΝΑΤΟ, το οποίο ακόμα δεν έχει καταφέρει να συνέλθει από τις παρενέργειες της αμερικανικής απόσυρσης από την Ευρώπη, λόγω Τραμπ, και τις άκομψες διπλωματικές κινήσεις Μπάιντεν με την AUKUS, την τριμερή συμφωνία ασφαλείας μεταξύ ΗΠΑ, Βρετανίας και Αυστραλίας, ερήμην των άλλων ευρωπαϊκών χωρών (κυρίως της Γαλλίας). Το ΝΑΤΟ θύμισε –αν και αδύναμα– το νόημα της ύπαρξής του και οι ΗΠΑ έδειξαν ότι δεν θέλουν να εγκαταλείψουν εντελώς την Ευρώπη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ προτείνουν πολύ εύκολα (και μάλλον σχετικά ανέξοδα) κυρώσεις στη Ρωσία, καθώς οι αμερικανορωσικές οικονομικές σχέσεις αντιστοιχούν σε ένα κλάσμα της αποτίμησης των οικονομικών σχέσεων ΕΕ – Ρωσίας.
Η ΕΕ, από την πλευρά της, βρίσκεται αμήχανα στη μέση, στον ρόλο του παρατηρητή, αδύναμη να αποκτήσει έναν ουσιαστικό ρόλο, παρότι οι εξελίξεις την αφορούν άμεσα και λαμβάνουν χώρα δίπλα στα σύνορά της.
Αναδεικνύεται, έτσι, η σημασία απόκτησης της απαραίτητης στρατηγικής αυτονομίας της Ενωσης προκειμένου να βγει από το γεωπολιτικό περιθώριο. Εχει γίνει πλέον σαφές στις Βρυξέλλες ότι η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να αφεθεί στη στρατιωτική εξάρτηση από τις ΗΠΑ, ειδικά σε μια περίοδο που οι υπερατλαντικοί σύμμαχοι έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους προς την Κίνα.
Η ευρωπαϊκή θωράκιση θα πρέπει να περιλαμβάνει, πέρα από τις διαστάσεις του παραδοσιακού αμυντικού δόγματος, τόσο την αντιμετώπιση υβριδικών απειλών, όσο και επιθέσεων προπαγάνδας και παραπληροφόρησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη συζητείται το ενδεχόμενο να ενταχθεί η Ουκρανία στο πλαίσιο αμυντικής συνεργασίας PESCO, κυρίως για να ενισχυθεί η αντοχή της χώρα στις ρωσικές κυβερνοεπιθέσεις.
Σε διπλωματικό επίπεδο, η παρέλαση μεμονωμένων αρχηγών κρατών της ΕΕ στη Μόσχα, σε μια προσπάθεια εκτόνωσης, εξ ορισμού περιορίζει τη διαπραγματευτική ισχύ οποιουδήποτε καθίσει στο μακρύ τραπέζι του Βλαντίμιρ Πούτιν. Οσο ειδικό βάρος και αν έχει μεμονωμένα ο γάλλος πρόεδρος Μακρόν ή ο γερμανός καγκελάριος Σολτς, μια κοινή ευρωπαϊκή πρωτοβουλία θα μπορούσε να έχει, ή για την ακρίβεια θα έπρεπε να έχει, μεγαλύτερη σημασία.
Ομως απέχουμε πολύ από αυτό το σημείο.
Η ΕΕ έχει χάσει χρόνο και ενέργεια σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης για το μέλλον της, σε μια ατελέσφορη συζήτηση περισσότερο προφάσεων και λιγότερο ουσίας, την ώρα που ο κόσμος συνεχίζει να κινείται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς τεχνολογικά και γεωπολιτικά, χωρίς να περιμένει τα αποτελέσματα της ευρωπαϊκής υπαρξιακής αναζήτησης. Η κρίση στην Ουκρανία είναι άλλη μια απόδειξη ότι χρειάζεται η ανάληψη μιας πολιτικής πρωτοβουλίας, καθώς μέσα από τις διαδικασίες της (χρήσιμης σε άλλα πεδία) ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας δεν μπορεί να γεννηθούν παρά μόνον διαχειριστικές προσεγγίσεις που απλώς σπρώχνουν τον χρόνο.
Η ΕΕ καλείται να αποκτήσει αυθύπαρκτη γεωπολιτική οντότητα, έτοιμη να υπερασπιστεί τις αρχές και τα συμφέροντά της. Να θωρακίσει την ενεργειακή της ασφάλεια, διασφαλίζοντας νέες ενεργειακές οδεύσεις και εν τέλει μεγαλύτερη ενεργειακή αυτάρκεια. Να δημιουργήσει το άθροισμα της αποτρεπτικής της ισχύος ενάντια σε κάθε αναθεωρητικό εγχείρημα αναβίωσης παλαιών ηγεμονισμών. Να ξεπεράσει τον εσωτερικό της κατακερματισμό, καθώς αυτός εξασθενεί την όποια δυνατότητα διεθνούς παρέμβασης.
Η ευρωπαϊκή ενότητα είναι παράγοντας ισχύος. Εχει αποδειχθεί ήδη σε πολλά επίπεδα. Η ουκρανική κρίση δίνει την αφορμή να επιταχυνθούν οι διαδικασίες, να ξεπεραστούν τα γεωπολιτικά σύνδρομα του περασμένου αιώνα και η ΕΕ να αξιοποιήσει αυτή τη μοναδική ικανότητα που έχει, για να αποτελέσει μια δύναμη διασφάλισης της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή.
* Ο Παναγιώτης Κακολύρης είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικών Ιδρυμάτων, με έδρα στις Βρυξέλλες
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News