Τώρα που λέγονται φωναχτά τόσες πολλές πικρές αλήθειες για το Αφγανιστάν, ακόμη και στα συστημικά ΜΜΕ – επιτρέψτε μου να προσθέσω ακόμη μία: ο πόλεμος, από την αρχή έως το τέλος, αφορούσε την πολιτική, όχι στο Αφγανιστάν αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το Αφγανιστάν ήταν πάντα ένας αντιπερισπασμός. Σύμφωνα με την επίσημη έκθεση, τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 τις εξαπέλυσαν από την αμερικανική επικράτεια άνθρωποι που είχαν εκπαιδευτεί στη Φλόριντα. Οι περισσότεροι από τους δράστες ήταν Σαουδάραβες. Ο ηγέτης της Αλ Κάιντα μετέφερε τη βάση του στο Αφγανιστάν αφότου εγκατέλειψε το Σουδάν. Σύντομα μετέβη στο Πακιστάν, όπου παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Οι Ταλιμπάν, ηγεμόνες του Αφγανιστάν, δεν κατηγορήθηκαν για εμπλοκή στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Αλλά η εισβολή του 2001 ήταν ταχεία και φαινομενικά καθοριστική. Και έτσι σώθηκε η αμαυρωμένη προεδρία του Τζορτζ Μπους, ο οποίος παρέπαιε ακριβώς εκείνη την περίοδο εξαιτίας της αποσκίρτησης ενός γερουσιαστή που κόστισε στους Ρεπουμπλικάνους τον έλεγχο της Γερουσίας. Το ποσοστό αποδοχής του Μπους εκτινάχθηκε στο 90% ενώ στη συνέχεια μειωνόταν σταθερά, αλλά η ενίσχυση των ποσοστών του – μετά την εισβολή στο Ιράκ τον Μάρτιο του 2003 και τη σύλληψη του Σαντάμ Χουσεΐν τον Δεκέμβριο – του επέτρεψαν να επικρατήσει, οριακά, στις προεδρικές εκλογές του 2004.
Οι αμερικανοί ψηφοφόροι δεν είναι οι μόνοι που επιβραβεύουν γρήγορες, εύκολες και με χαμηλό κόστος νίκες. Αλλά δεν τους αρέσουν οι μεγάλης διάρκειας, άσκοπες συρράξεις σε μακρινά βουνά στην άλλη άκρη του κόσμου. Και, κυρίως, απεχθάνονται τις εικόνες και τους απολογισμούς των νεκρών, των τραυματιών, των τραυματισμένων και όσων πάσχουν από κατάθλιψη.
«Κληρονομιά» στον Ομπάμα
Το 2009 ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα κληρονόμησε έναν αφγανικό πόλεμο από τον οποίο δεν είχε τίποτα να κερδίσει, αλλά τον στήριξε για έναν πολιτικό λόγο: ήθελε να αντισταθμίσει την αντίθεσή του στον πόλεμο στο Ιράκ. Ο Ομπάμα δεν αποκόμισε σχεδόν κανένα όφελος από τη δολοφονία του Μπιν Λάντεν τον Μάιο του 2011. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να κρατήσει το Αφγανιστάν μακριά από τις ειδήσεις, πράγμα που σήμαινε ότι δεν έπρεπε να χάνει ενώ αναζητούσε, συγχρόνως, λαμπρές νίκες αλλού – στη Λιβύη, στη Συρία και στην Ουκρανία. Σε όλες τις περιπτώσεις η έκβαση ήταν αρνητική.
Μετά τον Ομπάμα, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εκμεταλλεύτηκε την πικρία της Αμερικής για όλους αυτούς τους μικρούς πολέμους. Αποτελεί γεγονός πως το Ισλαμικό Κράτος είχε ήδη αναδυθεί όταν ανέλαβε την προεδρία ο Τραμπ. Αλλά το ISIS ήταν ένας εύκολος στόχος, ειδικά αν κάποιος δεν είχε πρόβλημα να καταστρέψει ολόκληρες πόλεις (τη Μοσούλη και τη Ράκα) με αεροπορικές επιδρομές. Οι πόλεμοι του Τραμπ, όπως εξελίχθηκαν, δεν του προσέφεραν τίποτα πολιτικά και αυτό το γνώριζε και ο ίδιος.
Οπότε ήταν ο Τραμπ αυτός που διαπραγματεύτηκε την παράδοση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, αναβάλλοντας την τελική πράξη για τη δεύτερη θητεία του, ή μάλλον, όπως συνέβη, κληροδοτώντας την στον διάδοχό του. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, αντιμέτωπος με την εναλλακτική επιλογή μιας ακόμη κλιμάκωσης, επέλεξε να ρισκάρει και να περιορίσει τις απώλειές του. Επρόκειτο επίσης, όπως σίγουρα θα μάθουμε, για μία απόφαση που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική.
Οσον αφορά το παρόν, από το Βιετνάμ και τη Νοτιοδυτική Ασία έως τον Περσικό Κόλπο, η αμερικανική αυτοκρατορία ηττήθηκε, εγκλωβίστηκε και φθάρηκε τόσο απόλυτα όσο οι Βρετανοί και οι Γάλλοι στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πλέον, θα χρειαζόταν μια πρόκληση πολύ πιο καταστροφική από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου για να απαιτήσουν οι αμερικανοί ψηφοφόροι μία παρόμοια αντίδραση. Υποθέτοντας και ευελπιστώντας ότι δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο, είναι πλέον πιθανό το κοινό των ένθερμων υποστηρικτών του παρεμβατισμού (οι αρθρογράφοι Τόμας Φρίντμαν και Ντέιβιντ Μπρουκς και οι policymakers Σαμάνθα Πάουερ και Βικτόρια Νάλαντ μεταξύ πολλών άλλων) να εκλείψει.
Το τέλος του ΝΑΤΟ;
Ενας άλλος υπέρμαχος του παρεμβατισμού, ο Μάικλ Ρούμπιν του American Enterprise Institute, ισχυρίζεται ότι η πτώση του Αφγανιστάν αποτελεί επίσης το τέλος του ΝΑΤΟ. Εξάλλου, υποστηρίζει, ποιος εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι ΗΠΑ θα εμπλέκονταν σε πόλεμο για τη Λιθουανία; Ο Ρούμπιν έχει δίκιο σε αυτό το σημείο και αυτό είναι καλό. Τα κράτη της Βαλτικής – ανήκουν όλα στην Ευρωπαϊκή Ενωση – δεν αντιμετωπίζουν καμία πραγματική απειλή και θα τα πάνε πολύ καλά χωρίς το ΝΑΤΟ.
Οσον αφορά την Αμερική αυτή καθαυτή, έφτασε η στιγμή να αναγνωρίσουμε ότι η τεράστια και ακριβή στρατιωτική ισχύς της δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα σκοπό που να δικαιολογεί το κόστος της. Εφτασε, επίσης, η στιγμή να αποστρατεύσουμε ανθρώπινο δυναμικό, να παροπλίσουμε πλοία, να ακυρώσουμε παραγγελίες για μαχητικά και βομβαρδιστικά αεροσκάφη και να αποσυναρμολογήσουμε πυρηνικές κεφαλές και τα συστήματα που τις φέρουν. Αυτή είναι η στιγμή για να αξιοποιήσουμε αυτούς τους πόρους και να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τις πραγματικές απειλές: την κακή δημόσια υγεία, τις πεπαλαιωμένες υποδομές, την αυξανόμενη ανισότητα, την οικονομική ανασφάλεια και την κλιματική καταστροφή που απαιτεί τον πλήρη μετασχηματισμό των τομέων της ενέργειας, των μεταφορών και των κατασκευών.
Η μετασοβιετική ανασυγκρότηση
Κατά τη διάρκεια επίσκεψής μου στη Μόσχα το 2018, ένας ανώτερος αξιωματούχος της Δούμας μου είπε ότι η μετασοβιετική ανάκαμψη της Ρωσίας άρχισε με την απόφαση του 1992 περί μείωσης των στρατιωτικών δαπανών κατά 75%, απόφαση η οποία άνοιξε τον δρόμο για την εσωτερική ανασυγκρότηση, ακόμη και για τη δημιουργία μιας στρατιωτικής δύναμης ικανής να καλύπτει ουσιαστικά τις σύγχρονες ανάγκες της Ρωσίας όσον αφορά την ασφάλειά της. Μια παρόμοια στιγμή έφτασε και στις ΗΠΑ. Λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα διάθεση στην Αμερική και τις αλήθειες που αποκαλύπτονται τώρα, το να αποδεχτούμε τον κόσμο όπως είναι, ενδέχεται να αποδειχθεί μία πολιτικά έξυπνη κίνηση.
- Ο James Κ. Galbraith κατέχει την έδρα Lloyd M. Bentsen Jr. για τις κυβερνητικές/επιχειρηματικές σχέσεις στο LBJ School of Public Affairs του Πανεπιστημίου του Τέξας, στο Οστιν.
Copyright: Project Syndicate, 2021.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News