Xρειάστηκε να απαντήσω δεκάδες φορές στο ερώτημα που μου τέθηκε σε όλες τις πιθανές εκδοχές, σε όλους τους πιθανούς τόνους, με όλα τα πιθανά βλέμματα. Σαν να ξεδιπλώθηκε η ανθρωπογεωγραφία του μικρού μέρους όπου παραθερίζουμε χρόνια τώρα, στην Ερέτρια, σε όλη της την γκάμα μέσα από αυτό το «Εμβολιασμένος και κόλλησε;».
Η απάντηση στο επίμαχο ερώτημα ήταν δυστυχώς η ίδια. Ναι, ο συμβίος μου, αν και δις εμβολιασμένος με Pfizer, κόλλησε Covid-19. Και εγώ η ίδια είναι η αλήθεια δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Ωσπου τον είδα το βράδυ της 30ής Ιουλίου –και πέμπτη μέρα οικογενειακών διακοπών– να χρησιμοποιεί ένα άδειο κουτί οδοντόκρεμας για να πιάσει τα πόμολα στις πόρτες του εξοχικού, μια γκροτέσκα ευρεσιτεχνία απελπισίας. Ναι, ο Sars-Cov-2 είχε έρθει επίσκεψη και σ’ εμάς.
Δύο ώρες νωρίτερα είχε κάνει ένα self test. Ηθελε να σιγουρευτεί ότι αυτό το μικρό συνάχι που είχε –και που «έσπαγε» και σχεδόν εξαφανιζόταν όταν έμπαινε στη θάλασσα– δεν ήταν τίποτε άλλο. Το μέρος όπου παραθερίζουμε είναι μικρό και κλειστό και –αν και υπό συνθήκες σχετικής ασφάλειας– έρχεσαι σε επαφή με αρκετό κόσμο. Ο ίδιος ήταν πεπεισμένος ότι ήταν από το air condition, άλλωστε ένα self test που είχε κάνει, με το που ξεμύτισε το συνάχι, ήταν αρνητικό. Μόνο που αυτό το καινούργιο, της 30ής Ιουλίου, ήταν θετικότατο. Οπως και το αμέσως επόμενο που ακολούθησε. Οπως και το μοριακό που έκανε μεταβαίνοντας αλλόφρων στη Χαλκίδα.
Τον βλέπω που αυτοεξορίζεται στο βοηθητικό τραπέζι του μπαλκονιού, ενώ συζητάμε τα logistics. Τα παιδιά παραδίπλα, μαινόμενα που θα χάσουν 14 μέρες διακοπών και ας προσπαθούμε να τους εξηγήσουμε ότι δεν είναι το μόνο που διακυβεύεται εδώ. Nα μείνει μαζί μας στο εξοχικό αδύνατον, πώς θα συμβιώσουμε χωρίς να κολλήσουμε μέσα σε δύο δωμάτια; Ακολουθεί η λίαν αγχωτική διαδικασία ιχνηλάτησης.
Κάνουμε τα απαραίτητα τηλέφωνα σε γονείς φίλων των παιδιών εδώ στην περιοχή για να λάβουν τα μέτρα τους. Ολοι τους σαν από καιρό εξοικειωμένοι με το πανδημικό πρωτόκολλο μάς ευχαριστούν θερμά για την άμεση ενημέρωση. Σκέφτομαι ακόμα την όχι και τόσο νεαρή και λίαν έξω καρδιά γειτόνισσά μας που ακριβώς την προηγούμενη μέρα είχε σπεύσει να αγκαλιάσει τον ανυποψίαστο φορέα της οικίας μου: «Εμβολιασμένος; Και εγώ εμβολιασμένη και… αγκαλιάζω». Θυμάμαι βεβαίως και τον εαυτό μου από δίπλα που, ως υγειονομικός μπάτσος του σπιτιού, στάθηκα άτεγκτη: «Εγώ δεν αγκαλιάζω». Το βράδυ εγώ κοιμάμαι σε ένα καναπέ δίπλα από τα παιδιά, εκείνος, παρίας στο διπλανό δωμάτιο: «Αυτή τη φορά θα το κάνεις ζωντανά το ρεπορτάζ».
Το επόμενο πρωί της 31ης Ιουλίου φεύγει οδικώς για την Αθήνα. Είναι οι ημέρες που άπαντες προετοιμαζόμαστε για το «καυσωνικό επεισόδιο». Τα παιδιά που μόλις είχαν αρχίσει να ανθίζουν, μεταμορφώνονται εκ νέου στους μνησίκακους γέροντες του χειμώνα: όλη μέρα ξάπλα με κινητό και μούτρα. Πάλι καλά που έχει και τους Ολυμπιακούς. Χτυπάει η πόρτα. Απ’ έξω ένας κρύος καφές, ζεστή μπουγάτσα, ένα περιοδικό με Sudoku, μία γεμάτη σακούλα σουπερμάρκετ. Η καλοσύνη των ξένων, ίσως η μοναδική ηδονή της καραντίνας.
Την 1η Αυγούστου λαμβάνω και εγώ –όπως και το «κρούσμα»– το ευγενικό τηλέφωνο της Πολιτικής Προστασίας. Καλούμαι να στείλω το πιστοποιητικό εμβολιασμού μου. Εφόσον δεν έχω συμπτώματα, δεν τελώ επισήμως υπό καραντίνα, τα παιδιά όμως πρέπει να μείνουν αυστηρά 14 μέρες. Ακούω τον σύζυγό μου στο τηλέφωνο να βήχει. Στο τέλος της ημέρας μου λέει ότι, αν και μη καπνιστής πλέον, αισθάνεται σαν να έχει καπνίσει ένα πακέτο τσιγάρα. Δεν έχει ιδέα αν είναι από την υπερφονική ζέστη ή από τον κορονοϊό.
Μια εμβολιασμένη φίλη από ευπαθή ομάδα μού τηλεφωνεί συγχυσμένη να μάθει πώς πάμε. Η περίπτωσή μας βούτυρο στο ψωμί των αντιεμβολιαστών και ορ ντ΄έβρ για τους ολοένα αυξανόμενους σκεπτικιστές στους κόλπους των εμβολιασθέντων. Οι κλασικές ερωτήσεις. Πώς κόλλησε; Ποιο εμβόλιο έχει κάνει; Πόσος καιρός έχει περάσει από τη δεύτερη δόση; Πώς στο διάολο θα καταφέρουμε να κάνουμε διακοπές αυτό το καλοκαίρι; Βλέπω για πρώτη φορά τελετή απονομής μεταλλίων στην πανδημική Ολυμπιάδα. Ρίχνω μια βουτιά στη θάλασσα στις 9.30 το βράδυ. Κυκλοφορώ με μία πορτοκαλί ΚΝ95, ασορτί με την τσάντα θαλάσσης, τρέμω μήπως συναντήσω κάποιον.
Στις 3 Αυγούστου τα νέα για διακοπές φίλων που ανατρέπονται τελευταία στιγμή – λόγω κάποιου κρούσματος– καταφθάνουν σωρηδόν. Εμείς ακυρώνουμε τη μία και πολυπόθητη εβδομάδα διακοπών σε ένα χωριό έξω από το Ρέθυμνο. Μας επιστρέφονται χωρίς πολλές κουβέντες ακτοπλοϊκά κ.τ.λ., ιδού τα προνόμια του επίσημου κρούσματος. Πώς θα επηρεάσουν όλα αυτά τα απρόοπτα τον τουρισμό; Μαθαίνω για μια αγγλίδα φίλη φίλης που είχε προγραμματίσει διακοπές στην Κρήτη, αλλά η απευθείας πτήση της ακυρώθηκε («Δεν γεμίζουν») και αποφάσισε να πάει για διακοπές στη… Μαγιόρκα. Στο μεταξύ πιάνει η φωτιά στην Βαρυμπόμπη.
Την 4η Αυγούστου ξυπνάω με άγχος για μια φίλη που έχει σπίτι κοντά στις φωτιές. Η αλήθεια είναι ότι έχω μια βεντάλια από άγχη. Ο έγκλειστος στην Αθήνα αισθάνεται για λίγη ώρα ένα βάρος στο στήθος. Δεν γνωρίζει αν είναι η Covid-19, η τοξική ατμόσφαιρα στο κέντρο ή το πλάκωμα από όλα αυτά που συμβαίνουν. «Φυσικά είμαι πιο ήσυχος, γιατί έχω κάνει και τις δύο δόσεις. Δεν ξέρεις όμως τι μπορεί να κάνει στο σώμα σου αυτός ο ιός. Δεν γίνεται να μην σκεφτείς ότι μπορείς και εσύ να γίνεις μια στατιστική».
Την 5η Αυγούστου πηγαίνουμε στην πόλη για το μοριακό. Εγώ και τα παιδιά με τις μάσκες-ράμφη, σαν γιατροί του Μεσαίωνα που μάχονται την πανώλη. Ο οδηγός ταξί με τη μάσκα στο πιγούνι. Του ζητώ να την ανεβάσει. Το τεστ μας θα γίνει σε υπαίθριο χώρο. Το πολυιατρείο έχει εγκαταστήσει στην είσοδο ένα παγκάκι και ένα παραβάν. Δίπλα μας μια οικογένεια Καναδών· τους παρατηρώ για τα συνήθη συμπτώματα (εκνευρισμός, άγχος κ.ο.κ.). Παίρνω με τη σκούπα τις στάχτες από το μπαλκόνι του σπιτιού.
Το επόμενο πρωί έρχονται στο μέιλ τα θετικά νέα για το αρνητικό μοριακό και των τριών μας («Είδες, επιβεβαιώνεται ότι ο εμβολιασμένος είναι λιγότερο μολυσματικός» μου λέει κάποιος). Καταφθάνει μέσα στους 45 βαθμούς και ο μάστορας για το χαλασμένο πλυντήριο (η ιδανική συνθήκη για καραντίνα). Ο συμπαθέστατος κατά τα άλλα τεχνικός φορά τη μάσκα στο πιγούνι. Είναι αυτή που έχω βαφτίσει «επαρχιακή», η πάνινη μάσκα που όλοι ανεξαιρέτως εδώ έχουν καταχωνιασμένη στο αυτοκίνητο, σε περίπτωση που κάποιος βαρεμένος και υποχόνδριος «Αθηναίος» τους ζητήσει να τη φορέσουν (έχω, δε, βάσιμες υποψίες ότι είναι η ίδια όλη την εβδομάδα). Οταν του ζητώ να τη στρώσει καλύτερα στο πρόσωπό του, ψιλοαγριεύει, είναι και αφόρητη η ζέστη. «Ναι, αλλά και εγώ έρθει σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα, τι άλλο θέλετε να σας πω;».
Τις επόμενες μέρες κάνω βραδινά μπάνια με τον γιο μου με φόντο τις φλόγες απέναντι στη Μαλακάσα και το γκριζοκόκκινο σύννεφο από την άλλη πλευρά, της Βόρειας Εύβοιας. Καταλαμβάνομαι από τύψεις, νιώθω σαν εκείνους τους Αμερικανούς στα ’50ς που πλήρωναν για να δουν δοκιμές με ατομικές βόμβες στην έρημο της Νεβάδα, ο τουρισμός της φρίκης. «Καλοκαίρι είναι αυτό;» μου λέει μια γειτόνισσα από απόσταση. Φτάνουν στ΄αφτιά μου τα πρώτα fake news για το δικό μας κρούσμα: «Εχει και ανοσμία έμαθα, είναι αλήθεια;». Επιπλέον μέτρα στην Κρήτη, κάπως απαλύνεται ο καημός για το χαμένο θερινό όνειρο.
Πέρασαν οι μέρες, κατέφθασαν οι καταιγίδες στην Εύβοια, μαζί και ο συμβίος μου εμβολιασθείς, νοσήσας και αναρρώσας, τούμπανο (ελπίζουμε) στα αντισώματα, ο αδιαμφισβήτητος celebrity της μικρής μας κοινότητας παραθεριστών. Δεν έχει σταματήσει στιγμή να απαντά σε ερωτήσεις: «Πώς το πέρασες;», «Ποιο εμβόλιο;», «Τι συνάχι;».
Μια καλή φίλη με παροτρύνει με sms να προσπαθήσω να κάνω από εδώ και εμπρός λίγες, ήσυχες διακοπές. Ρίχνω μια βουτιά την ώρα που πέφτει ο ήλιος – απόνερο, μάλλον, της καραντίνας. Δίπλα μου ένα ζευγάρι λουομένων. Πλησιάζω για να λαθρακούσω κάτι από σχέδια για ταξίδι, ερωτικό καβγά, κάτι από καλοκαίρι. «Να φανταστείς και οι τρεις υπάλληλοι υπεράνω πάσης υποψίας… Ο ιδιοκτήτης θα χρειαστεί να το κλείσει το μπαρ». Απομακρύνομαι τάχιστα με ένα μακροβούτι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News