Ενα από τα πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα της πανελλήνιας δημοσκόπησης του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ) και της εταιρείας MARC με θέμα την πρόσληψη του 1821 από τις Ελληνίδες και τους Ελληνες ήταν η διαπίστωση της ύπαρξης συναίνεσης στην ελληνική κοινωνία ότι δεν γνωρίζουμε τόσο καλά όσο θα έπρεπε την ιστορία της Επανάστασης. Το 91,1% όσων απάντησαν θεωρούν ότι η γνώση για το κορυφαίο γεγονός της ιστορίας του νέου ελληνισμού είναι ελλειμματική. Ταυτόχρονα το 61,8% δήλωσε ότι για την Επανάσταση έχει μάθει, όσα ξέρει, κυρίως από το σχολείο. Ομως το 70% θεωρεί ότι ο τρόπος που διδάσκεται η ιστορία της Επανάστασης του 1821 στα σχολεία δεν είναι ικανοποιητικός. Μόνο το 6,5% ήταν πολύ ευχαριστημένο. Το πιο ενδιαφέρον όμως ήταν το ότι το 88% θεωρεί πως πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στη διδασκαλία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στα σχολεία.
Δεν θα μπω στην ουσία του θέματος, δεν πρόκειται να κρίνω τα προγράμματα σπουδών στη μέση εκπαίδευση, τα διδακτικά εγχειρίδια ή την επάρκεια των καθηγητριών/ών. Ο λόγος που γράφω αυτό το σημείωμα είναι για να εξάρω μια πρωτοβουλία του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ. Οι καθηγήτριες και οι καθηγητές του Τμήματος πρόσφεραν μέσα στον Νοέμβριο που μας πέρασε, 24 ώρες διδασκαλίας σε 300 εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης απ’ όλη την Ελλάδα. Παρακολούθησα το πρόγραμμα αυτό στο σύνολό του και έμεινα όχι απλώς ευχαριστημένος αλλά ενθουσιασμένος.
Αλλά ας τα δούμε από την αρχή. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Ιστορίης Επίσκεψις» δεν προσφέρθηκε φέτος για πρώτη φορά αλλά για έβδομη! Αν μπείτε εδώ θα βρείτε τα προγράμματα των προηγούμενων ετών. Ομως αυτή τη φορά έγινε διαδικτυακά και αυτό επέτρεψε να το παρακολουθήσει τόσο μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών από πολλές περιοχές της Ελλάδας – κυρίως από την Αττική, αλλά και από τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Κρήτη, τα Ιόνια Νησιά, τα Νησιά του Βορείου Αιγαίου, τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα, ακόμη και από το ακριτικό Αγαθονήσι. Ηταν δε πλήρως αφιερωμένο στο 1821 γιατί οργανώθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του ΕΚΠΑ, με αφορμή την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης (1821-2021).
Ενας άλλος λόγος που είχε τόσο ενδιαφέρον ήταν το προφίλ των διδασκουσών/όντων. Ηταν δώδεκα καθηγήτριες και καθηγητές του τμήματος, αλλά με διαφορετικά γνωστικά πεδία. Δηλαδή, δεν δίδαξαν μόνο οι καθηγήτριες και οι καθηγητές της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού και της νεότερης Ελλάδας αλλά και συνάδελφοι που υπηρετούν την Ευρωπαϊκή Ιστορία, την Οθωμανική Ιστορία, όπως και την αρχαιολογία ή την ιστορία της τέχνης. Περιττό να προσθέσω ότι τα μαθήματα προσφέρθηκαν αφιλοκερδώς και χωρίς οποιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση για τις συμμετέχουσες και τους συμμετέχοντες. Το εκπαιδευτικό και το διοικητικό προσωπικό του ΕΚΠΑ εργάστηκε απογεύματα Παρασκευής και πρωινά Σαββάτου για τρεις συνεχόμενες εβδομάδες για να προσφέρουν αυτή την εξαιρετική σειρά μαθημάτων.
Ο στόχος του Προγράμματος ήταν να αναδειχθούν οι ιδεολογικές, πολιτικές, πολιτειακές, στρατιωτικές, διπλωματικές και εικαστικές παράμετροι της Ελληνικής Επανάστασης, του εμβληματικού αυτού γεγονότος της νεότερης Ελλάδας, καθώς και να ανιχνευθούν τόσο οι ιστορικές βάσεις του, οι προσλήψεις και απηχήσεις του στη συγχρονία και στη διαχρονία όσο και τα ιστορικά παράλληλα στον ελληνικό και στον διεθνή χώρο αλλά και να προσφερθεί σε μάχιμους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν Ιστορία πρόσθετη ενημέρωση για τη διαχείριση των συναφών θεμάτων κατά το έτος 2021. Πέραν των μαθημάτων, αναρτήθηκε και πλούσιο εκπαιδευτικό υλικό που θα είναι πολύτιμο στους εκπαιδευτικούς.
Με δυο λόγια, οι διδάσκουσες/οντες πέτυχαν δύο πράγματα. Να ενημερώσουν για το state of the art της έρευνας για το 1821, φροντίζοντας επίσης να αναδείξουν τα μεθοδολογικά ζητήματα. Καθόλου εύκολο όταν στη δημόσια συζήτηση για την περίοδο κυριαρχεί ένα είδος «εθνολαϊκιστικής» εκδοχής της ιστορίας.
Γιατί ήταν τόσο σημαντικό αυτό που έκαναν οι συνάδελφοι; Για πολλούς λόγους που δεν χρειάζεται να τους αναλύσω, είναι προφανείς. Αλλά για έναν ακόμα. Γιατί υπάρχει μεγάλη ανάγκη να περάσουν στα σχολεία τα πορίσματα της ελληνικής και διεθνούς ιστοριογραφίας για την περίοδο. Να αντιμετωπιστεί η Ελληνική Επανάσταση ως ένα διεθνές γεγονός, να γίνει αντιληπτό το τι σημαίνει Επανάσταση και ποιες ήταν οι διαστάσεις της Ελληνικής, να ξαναδούμε τα αίτιά της, τη σχέση της με τις μεγάλες επαναστάσεις (Αμερικανική, Γαλλική) αλλά και τις μικρότερες (Λατινική Αμερική, Ιβηρική και Ιταλική χερσόνησος) της εποχής. Να κατανοήσουμε την προεπαναστατική κοινωνία (στην τουρκοκρατούμενη αλλά και στην βενετοκρατούμενη Ελλάδα), τις διεργασίες στον ελληνικό κόσμο, το ρομαντικό κίνημα, την ανάδυση του εθνισμού, τον ρόλο των Εμπόρων και των δικτύων της Ελληνικής διασποράς, ακόμα και τον τρόπο που οι Οθωμανοί την αντιμετώπισαν. Τέλος, να δούμε τη μορφή αυτού του νεωτερικού κράτους που συγκροτείται, τις ρήξεις, τις συνέχειες και τη διαδικασία μετάβασης από την παράδοση στη νεωτερικότητα. Αλλά εκτός από τα παραπάνω, οι συμμετέχουσες/οντες άκουσαν και διαλέξεις για τα αρχαία μνημεία ως εγγυητές της εθνικής συνέχειας και της ηθικής συνοχής των Ελλήνων, για την ιστοριογραφία της Επανάστασης και τη διαχείριση της μνήμης του Αγώνα, για την αποτύπωση γεγονότων και προσώπων στη ζωγραφική, στη μνημειακή γλυπτική, στην λαϊκή κουλτούρα.
Η ανταπόκριση των εκπαιδευόμενων ήταν η αναμενόμενη. Η μεγάλη πλειονότητα παρακολουθούσε με προσοχή, ο διάλογος (στο chat βέβαια!) ήταν ζωηρός όπως και ο πολλαπλά εκφραζόμενος ενθουσιασμός. Οταν, μετά την αποφοίτηση από το Πανεπιστήμιο, συνεχίζεις να αποτελείς μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως διδάσκουσα/ων στην πρωτοβάθμια ή τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αισθάνεσαι ασφάλεια και αυτοπεποίθηση εάν έχεις επαφή με την alma mater. Τα δίκτυα επιστημονικής επικοινωνίας μεταξύ των τριών εκπαιδευτικών βαθμίδων μόνο καλό μπορούν να κάνουν και το Υπουργείο Παιδείας θα πρέπει όχι απλά να τα διευκολύνει και να τα ενθαρρύνει αλλά και να τα αναπτύξει ενεργά, να τα καθιερώσει. Να τα συνδέσει με την αξιολόγηση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου και να τα θεωρεί δεδομένα για κάθε είδους εξέλιξη στον εκπαιδευτικό χώρο.
Η πρωτοβουλία των συναδέλφων μου στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ έδειξε τον τρόπο που αυτό μπορεί να γίνει αποτελεσματικά και, κυρίως, συστηματικά.
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦίΜ) και μέλος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News