«Εδώ Γηροκομείο!». Εκεί που συναντάς τους πλέον αδύναμους, ανήμπορους, αχάιδευτους συμπολίτες μας. Είτε όλα λειτουργούν εξαιρετικά- είτε όχι, πάντα οι ένοικοι θα νοιώθουν μπλοκαρισμένοι σε ένα προσωπικό αδιέξοδο, πάντα θα αναβλύζει ένα ψυχής τους παράπονο. Πάντα θα επιζητούν «Το σπίτι μου».
«Εδώ Γηροκομείο!». Τι τα περάσατε τα γηροκομεία; Τσάγια κυριών; Πότε κιόλας ξεχάσαμε τα Χανιά; Έπεσαν καταπάνω οι τοπικοί, μην και μαγαριστεί η καλή τους φήμη, βουλευτές έκαναν καθησυχαστικές δηλώσεις, το θέμα παραδόθηκε στην Δικαιοσύνη -που λειτουργεί με τους ρυθμούς που όλοι γνωρίζουμε- και ξενοιάσαμε, επισπεύδοντες σε άλλα δράματα. Συμβαίνει μόνο στα Χανιά;
«Εδώ Γηροκομείο». Έτσι όπως γερνάει ο πληθυσμός μας, έτσι όπως στοχεύουμε τα 120 έτη ζωής, έτσι όπως τρέχει η ζωή αδυσώπητη σε ανασφάλεια για τους νέους ανθρώπους, έτσι όπως άλλαξε αναγκαστικά και ευεργετικά η δομή της οικογένειας, τα γηροκομεία είναι μονόδρομος. Μακάρι οι σύγχρονοι να εξαναγκάσουμε σε «εκπολιτισμό» όσα δεν έχουν εκπολιτιστεί, όπως αντιστοίχως να τιμούμε αυτά που κάνουν εξαιρετική δουλειά. Να νοιαστούμε για τα αυριανά μας σπίτια. Ωστόσο, ένα όπλο που διαθέτει ένας πολίτης που του έτυχε η καλή ή η κακή μοίρα της διαβίωσης σε τέτοιο χώρο, είναι οι επισκέπτες. Νοιώθει την προστασία ενός βλέμματος που παρακολουθεί τα δρώμενα ή που ο ίδιος μπορεί να απευθυνθεί, να καταγγείλει, να μιλήσει, να βρει μια υποστήριξη. Έχουμε αντιληφθεί τον αποκλεισμό τους και τι σημαίνει η έλλειψη επαφής για όλους αυτούς; Είναι στυγνά αβοήθητοι, στυγνά αμίλητοι, στυγνά αφημένοι. Πώς το κάνουμε αυτό; Πώς το επιτρέπουμε; Πώς είμαστε τόσο εφησυχασμένοι ότι όλα πάνε μια χαρά;
Μιλάμε για χρόνια πια!…Που τους αποκλείσαμε, που τους αμπαρώσαμε. Απαγορέψαμε την είσοδο στους εμβολιασμένους συγγενείς και φίλους για να παραδώσουμε τα όπλα στους ανεμβολίαστους φροντιστές τους; Και έχουμε το θράσος, ακόμα και τώρα να μιλάμε και να «χαϊδεύουμε» για δικαιώματα των εργαζομένων; Τα δικαιώματα των απόμαχων της ζωής; Αν ακόμα και πράττοντας ένα ακραίο αδίκημα, όπως είναι το να είσαι ανεμβολίαστος σε αντίδραση του παγκόσμιου εμβολιασμού, είσαι συγχρόνως και απολύτως προστατευμένος ότι δεν κινδυνεύει η εργασία σου, τότε τι μπορεί να σε ανησυχεί αν για παράδειγμα σε καθημερινή βάση δεν κάνεις σωστά τη δουλειά σου; Ποιος να μπει στη δραματική βάσανο να σε καταγγείλει και να πιάσει τόπο η καταγγελία; Και να μην στραφεί τελικά εναντίον του εντίμου ο ανέντιμος; Αντιλαμβανόμαστε σε τι μονοπάτι έχουμε μπει; Αντιλαμβανόμαστε με την ευκαιρία του εμβολιασμού την γάγγραινα της μονιμότητας στο πετσί των απόμαχων;
«Εδώ Γηροκομείο». «Λοιπόν κι εδώ» στη Βίλα Γλυκερία, όπως και σ΄ όλες τις γλυκερές βίλες αυτού του κόσμου, συμβαίνει το ίδιο. Καθένας μας σιχαίνεται τον άλλον, αλλά και τον συμπονάει… δεν τον εκτιμά για την αδυναμία του, σέβεται όμως τον πόνο του. Κι όταν ο πόνος δυναμώνει τόσο πολύ που σου έρχεται να ουρλιάξεις, τρέχει να σου συμπαρασταθεί, σέρνοντας τις παντόφλες του και κουνώντας, άτακτα, τα τρεμάμενα χέρια του. Είμαστε όλοι μας τρελοί, ξεμωραμένοι, εγωιστές, χολωμένοι, αλλά καταλήξαμε εδώ μέσα χωρίς να έχουμε φταίξει σε τίποτα εκτός από το ότι έχουμε ζήσει. Κι εδώ όπως και στα χαρακώματα, φοβάσαι και πεθαίνεις. Μόνο που εμάς ποτέ κανείς δεν θα μας δώσει μετάλλιο…ούτε θα μας τιμήσει για τις ταλαιπωρίες που περάσαμε. Κι είναι σωστό, κατά βάθος, γιατί εμείς δεν θυσιάσαμε και τίποτα!…Ούτε τα νιάτα μας, ούτε το μέλλον μας. Όμως αυτές οι βίλες, τα διαμερίσματα, τα δωμάτια, τα νοσοκομεία, με τη μυρωδιά της σούπας, των φαρμάκων, του απόπατου, όλοι αυτοί οι χώροι, οι λίγο απαίσιοι, όπου οι γέροντες περιμένουν το θάνατο… Θα έπρεπε να είναι ιεροί! Και οι γέροι θα έπρεπε να είναι ιεροί, γιατί είναι ιερή και τρομερή η στιγμή που ένας άνθρωπος ΠΑΥΕΙ να υπάρχει». (Απόσπασμα από το θεατρικό «Τα τελευταία φεγγάρια» του Φούριο Μπορντόν).
Η Δόμνα Μιχαηλίδου εξέφρασε αυθορμήτως το αυτονόητο. Κι αν δεν ήρθε ακόμα η ώρα του, τουλάχιστον ας αντιληφθούμε την ανάγκη. Για όλα έρχεται κάποτε η ώρα. (Συμπεριλαμβανομένης και της ώρας της ανημπόριας των γηρατειών).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News