Oπως έχει ειπωθεί, οι λαϊκιστές βάζουν τα σωστά ερωτήματα, δίνουν όμως τις λάθος απαντήσεις. Αν κάτι πρέπει να αναγνωριστεί στον Αλέξη Τσίπρα είναι ότι αντιλαμβάνεται το ευρύτερο ρεύμα αμφισβήτησης που μεγαλώνει μέσα και έξω από την Ελλάδα. Οι πολίτες ψηφίζουν και ξαναψηφίζουν, αλλά η λιτότητα και τα μέτρα μένουν και χειροτερεύουν. Μέσα στην παραζάλη και στο θυμό, είναι δύσκολο να επιμερίσει κανείς ευθύνες. Η παραδοσιακή βαλβίδα λαϊκής εκτόνωσης δηλαδή οι εκλογές, αποδεικνύονται στη συνείδηση όλο και περισσότερων πολιτών, περιττές – απόδειξη η συμμετοχή στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Εύλογα λοιπόν, γεννιέται το ερώτημα: πώς θα αποκαταστήσουμε την πίστη των πολιτών στη δημοκρατία, θα δώσουμε νόημα στη συμμετοχή τους και νέα πνοή στους θεσμούς μας;
Κάποιες από τις προτάσεις του Πρωθυπουργού είναι ενδιαφέρουσες: με μερικές, όπως το όριο στις θητείες των βουλευτών, αλλαγή της ποινικής ευθύνης υπουργών, κατάργηση βουλευτικής ασυλίας, το «ουδετερόθρησκο» του κράτους, τον πολιτικό όρκο ή ακόμη και την (περιττή) κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων μπορεί πράγματι να ανοίξει μια εποικοδομητική συζήτηση. Ακόμη και αν θεωρεί κανείς ότι το Σύνταγμα δεν πρεπει να είναι φλύαρο ή να προσπαθεί να ρυθμίσει τα πάντα, αρκετά από αυτά είναι διαχρονικά αιτήματα του προοδευτικού χώρου.
Το πρόβλημα ξεκινά όταν οι περισσότερες προτάσεις του Πρωθυπουργού δεν αντανακλούν τις δημοκρατικές του ευαισθησίες, αλλά τις προθέσεις του για τη δημιουργία μιας λαϊκής δημοκρατίας δυτικού τύπου με «αγωγό» το Σύνταγμα. Στόχος των προτάσεων Τσίπρα είναι να πολιτικοποιούνται όλες οι αποφάσεις, ο ηγέτης να λογοδοτεί γενικώς στον «λαό» και η πλειοψηφία να κυριαρχεί εντός και εκτός κοινοβουλίου καταπιέζοντας τη μειοψηφία.
Πιο συγκεκριμένα, ο Πρωθυπουργός θεωρεί ότι χρειάζεται δημοψήφισμα για τη μεταβίβαση κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους. Για παράδειγμα, να αποφασίσουμε στο μέλλον αν θέλουμε ένα νέο μνημόνιο ή ένα Ευρωσύνταγμα ή ακόμα και την έξοδό μας από το ΝΑΤΟ. Αν κριτήριο της σοβαρότητας μιας τέτοιας πρότασης είναι η δική του στάση απέναντι στο 3ο μνημονιο, τον περίφημο κόφτη και το πως μετέτρεψε το Ιουλιανό ΟΧΙ σε ΝΑΙ, τότε μπορούμε να υποθέσουμε τους όρους διεξαγωγής και τον χειρισμό του αποτελέσματος από τον ίδιο ή μια αντίστοιχη πολιτική ηγεσία στο μέλλον.
Οι προτάσεις του κ. Τσίπρα υποβαθμίζουν το ρόλο του κοινοβουλίου και της αντιπροσώπευσης, σφίγγουν τον κλοιό της κομματοκρατίας γύρω από τη διοίκηση, ενδυναμώνουν έμμεσα τον ρόλο του Πρωθυπουργού
Η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία και η πρωτοβουλία πολιτών είναι διαφορετική υπόθεση. Κάποιοι υπογραμμίζουν τον κίνδυνο κάποια κόμματα, όπως η Χρυσή Αυγή, να κινητοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους και να αμφισβητήσουν μια εθνική επιλογή, πχ τη στάση της χώρας στο Κυπριακό. Ο μεγαλύτερος όμως κίνδυνος ειναι η υποβάθμιση του κοινοβουλίου και η δυνατότητα να προωθούνται συνεργασίες σε κρίσιμες στιγμές, αντί να βγαίνουμε στα χαρακώματα κάθε φορά που ένα κόμμα ή ένας ισχυρός παράγοντας ή μια συντεχνία έχει διαφορετική άποψη από την κυβερνητική πολιτική. Αν μια μικρή περιφερειακή χώρα, όπως η Ελλάδα, δεν είναι ενωμένη στα εθνικά της ζητήματα, τι τύχη έχει σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικής αστάθειας;
Θα είναι όμως λάθος να θεωρήσουμε τα δημοψηφίσματα περιττά ή ότι η κοινοβουλευτική μας δημοκρατία λειτουργεί τέλεια. Απεναντίας. Τα δημοψηφίσματα είναι χρήσιμα και μπορούν να βοηθήσουν έναν δήμο ή μια περιφέρεια να αποφασίσουν για ένα ζήτημα. Μια χώρα με φτωχή δημοψηφισματική παράδοση χρειάζεται να εξοικειωθεί στον διάλογο και στα επιχειρήματα χωρίς η αντιπαράθεση να θυμίζει γήπεδο. Ομως δημοψηφίσματα για κεντρικής σημασίας ζητήματα μπορούν ανά πάσα στιγμή, σε περιόδους έντασης, να οδηγήσουν σε μεγαλύτερες κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις. Γίνονται εργαλείο στα χέρια της κάθε πλειοψηφίας για να αποφεύγει την κομματική και πολιτική αντιπαράθεση, τον κοινωνικό διάλογο και τη βελτίωση των θεσμών. Το δημοψήφισμα, έτσι όπως το θέλει ο κ. Τσίπρας, είναι ένα εργαλείο που δημιουργεί νικητές και χαμένους, υπονομεύει τη Βουλή και στερεί τη σύνθεση στην εφαρμογή των πολιτικών.
Επιπλέον ο κ. Τσίπρας επανέλαβε την αντίθεσή του στην τεχνοκρατία. Δεν θέλει τεχνοκράτη Πρωθυπουργό και υπουργούς, τους θέλει εκλεγμένους από τη Βουλή. Καλά κάνει. Ομως υπάρχουν δύο αστοχίες στην πρότασή: η κυβέρνηση του περιέχει αρκετούς εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς. Αρκετά κλιμάκια της Τρόικας και των διεθνων οργανισμών υποκαθιστούν υπουργούς και δημοσίους υπαλλήλους στα υπουργεία του. Και γνωρίζουμε καλά ότι οι μεγάλες εκλογικές περιφέρειες, αυτές που δεν θέλει να «σπάσει» ο κ. Τσίπρας, «επιβάλλουν» υπουργούς σε κομβικά υπουργεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη «δημοκρατία στην εξουσία» που οραματίζεται.
Τέλος, επιθυμεί να κομματικοποιήσει ακόμη και τις Ανεξάρτητες Αρχές. Σε μια δημόσια διοίκηση με τα γνωστά προβλήματα, σκεφτείτε τον απελπισμένο πολίτη να πρέπει να απευθυνθεί σε άλλη μια κομματικοποιημένη αρχή για να βρει το δίκιο του.
Με δυο λόγια, οι προτάσεις του κ. Τσίπρα υποβαθμίζουν το ρόλο του κοινοβουλίου και της αντιπροσώπευσης, σφίγγουν τον κλοιό της κομματοκρατίας γύρω από τη διοίκηση, ενδυναμώνουν έμμεσα τον ρόλο του Πρωθυπουργού. Φυσικά για παιδεία, υγεία, πολιτισμό, διαφάνεια κλπ, ούτε κουβέντα.
Ανεξάρτητα όμως με την τύχη των προτάσεών, ο πολιτικός διάλογος χρειάζεται για να φανεί ότι η κοινωνική και δημοκρατική ευαισθησία δεν μετρώνται μόνο από την αγάπη για τα δημοψηφίσματα και την περιφρόνηση της τεχνοκρατίας.
Ταλαιπωρημένη από μια πολυετή κρίση, η κοινωνία μας μάλλον χρειάζεται περισσότερη συζήτηση, συνεργασία και ζυμώσεις, σεβασμό της μειοψηφίας, διαφάνεια, αποκέντρωση, θεσμούς που βελτιώνονται, συνύπαρξη της δημοκρατίας με το κράτος δικαίου, που ξηλώνει κάθε πελατειακή κυβέρνηση. Ολα αυτά δηλαδή που μπορούν να γίνουν και σήμερα και δεν έξαρτώνται από την αναθεώρηση του Συντάγματος. Όλα αυτά που δεν μπορεί να κάνει η συντηρητική μονοπρόσωπη Αριστερά του κ. Τσίπρα και θέλει να τα «φορτώσει» στο Σύνταγμα.
* Ο Παναγιώτης Βλάχος ειναι επικεφαλής της πολιτικής κίνησης «Μπροστά»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News