Το τέλος της Μεταπολίτευσης βρίσκει την Ελλάδα πτωχευμένη και υπό δημογραφική κατάρρευση. Γερασμένη κοινωνία, με έναν από τους χειρότερους δείκτες γεννητικότητας στην Ευρώπη και μια οικονομική κρίση που επιτείνει περαιτέρω αυτήν τη δυσοίωνη τάση. Κι αν σ΄αυτά προσμετρήσουμε και την άρον-άρον φυγή του πιο δυναμικού και μορφωμένου τμήματος των νέων -200 ως 300 χιλιάδες υπολογίζονται όσοι μετανάστευσαν την 5ετία- το ανθρώπινο κεφάλαιο καθίσταται πλέον είδος εν ανεπαρκεία, ίσως μάλιστα να αποβεί καθοριστικός παράγοντας μιας άλλης επερχόμενης παρακμής.
Οι Θεσμοί ζήτησαν πρόσφατα από την κυβέρνηση να συζητηθούν μαζί Φορολογικό και Ασφαλιστικό. Αυτό ούτε τυχαίο είναι ούτε παράλογο ή τιμωρητικό. Αντιθέτως, Ασφαλιστικό, Φορολογικό και Δημοσιονομικό διαπλέκονται και αλληλοεπικαθορίζονται. Και όλα μαζί υφίστανται αλλά και δημιουργούν επιδράσεις στο Δημογραφικό.
Κι εκεί, ως κοινωνία και πολιτικό σύστημα κάναμε τα ίδια λάθη, όπως παντού. Αντί να διευκολύνουμε τα νέα ζευγάρια, τους νέους γονείς, δώσαμε όλη τη φροντίδα και τις γενναιόδωρες επιχορηγήσεις στους νέους συνταξιούχους. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε φορολογικά τις οικογένειες με παιδιά είναι ενδεικτικός του πόσο λανθασμένες, αυτοκαταστροφικές προτεραιότητες έχουμε.
Η πιο αδικημένη φορολογικά ομάδα της κοινωνίας μας είναι η οικογένεια με έναν εργαζόμενο και δύο παιδιά. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη της Γεωργίας Καπλάνογλου που πραγματεύεται το ερώτημα: «Είναι αλήθεια πως οι Ελληνες υπερφορολογούνται;» ( Παρατηρητήριο για την Κρίση 30/4/2015 εδώ).
Αν και σε πολλές περιπτώσεις η Ελλάδα κατατάσσεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ σε όρους φορολόγησης, η μελέτη αναδεικνύει την ύπαρξη μιας ομάδας πρωταθλήτριας στη φορολόγηση. Αντιγράφω από τη μελέτη:
«…με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση στην ΕΕ, αλλά και στον ΟΟΣΑ για μια οικογένεια με δύο παιδιά, στην οποία εργάζεται το ένα μέλος της και αμείβεται με το μέσο μισθό της χώρας.
…..είναι χαρακτηριστικό ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα μεταχειρίζεται δυσμενέστερα την οικογένεια με παιδιά σε όλα σχεδόν τα επίπεδα εισοδήματος και ιδιαίτερα το ζευγάρι με δύο παιδιά και ένα εργαζόμενο…»
Το συμπέρασμα της μελέτης συμφωνεί στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του με την εμπειρία και τα βιώματά μας για τα απλά, γνωστά σε όλους, γνωρίσματα του φορολογικού μας συστήματος: εχθρική αντιμετώπιση της οικογένειας, φορολογική αδιαφορία για την τεκνοποιία. Λες και το Δημογραφικό δεν είναι πρόβλημα που παράγει οικονομικά αποτελέσματα!
Οι αμελητέες ή μηδενικές ελαφρύνσεις/φοροαπαλλαγές για φορολογούμενους με προστατευόμενα τέκνα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου αντιμετώπισης της τεκνοποιίας από το φορολογικό μας σύστημα. 20 χρόνια που είμαι γονιός έχω μετρήσει καμιά 20αριά φορολογικές μεταρρυθμίσεις (και άλλες τόσες εκπαιδευτικές αλλά αυτό είναι από άλλη τραγωδία) χωρίς ωστόσο ποτέ να αμφισβητηθεί η ουσία αυτής της αδικίας.
Το σημερινό πλαίσιο των φοροαπαλλαγών έχει ως εξής: ένας μισθωτός φορολογούμενος έχει έκπτωση 2.100€, που ουσιαστικά αντιστοιχεί σε αφορολόγητο 9.545€. Το μικρό αφορολόγητο που υπήρχε για τα τέκνα καταργήθηκε το 2012 και αντικαταστάθηκε από το ενιαίο επίδομα τέκνων. Το επίδομα αυτό αντιστοιχεί σε φιλοδώρημα 320€ κατ’ έτος για φορολογούμενο με δύο παιδιά εφόσον το εισόδημά του είναι πάνω από 12.000, και καταργείται εφόσον το εισόδημα ξεπερνά τις 18.000€.
Η έκπτωση των 2.100€ σε μισθωτό και συνταξιούχο βασίζεται στην αναγνώριση εκ μέρους του κράτους ότι απαιτείται ένα ελάχιστο ποσόν (9.545€) για να καλύψει ο φορολογούμενος τα στοιχειώδη έξοδα διαβίωσης. Για το ποσόν αυτό, το κράτος δεν τον φορολογεί (έκπτωση). Αντιστοίχως, το επίδομα των 160€ ανά τέκνο που προσφέρει το κράτος ετησίως ισοδυναμεί με επιπλέον 700€ αφορολόγητο (περίπου το ετήσιο έξοδο για πάνες). Λες και ένα νοικοκυριό με παιδιά δεν καταβάλλει μεγαλύτερο ενοίκιο, δεν θερμαίνει περισσότερα τετραγωνικά, δεν καταναλώνει περισσότερο ηλεκτρικό, νερό και τρόφιμα, δεν αγοράζει παιδικά ρούχα, δεν έχει έξοδα για φροντιστήρια, ξένες γλώσσες κ.α. Εμφανώς λοιπόν είναι εντελώς άνιση και άδικη η αναλογία 9.545€ αφορολόγητου για τον μισθωτό και 700€ για κάθε παιδί.
Ας το δούμε κι απ’ τη σκοπιά των φορολογικών συντελεστών, που κλιμακώνουν τα φορολογικά βάρη προοδευτικά καθώς αυξάνονται τα εισοδήματα. Η προφανής λογική είναι ότι ο εύπορος μπορεί και πρέπει να αποδίδει φορολογικά περισσότερα. Ποιος είναι, λοιπόν, πιο εύπορος; Ο άγαμος και άτεκνος με 35.000€ εισόδημα που φορολογείται με 32%, ή ο γονέας τριών παιδιών με ετήσιο εισόδημα 45.000€, που φορολογείται με 42%;
Αν το πολιτικό μας σύστημα είχε επίγνωση της δεινής δημογραφικής κατάστασης, αν η κοινωνία διέθετε στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης, θα δημιουργούσαμε άμεσα ένα φορολογικό σύστημα πιο φιλικό στην τεκνοποιία. Το έπραξε η Γαλλία με επιτυχία – έχει φορολογικό σύστημα εξαιρετικά φιλικό για την οικογένεια εδώ, έχει και τον 2ο υψηλότερο δείκτη γονιμότητας στην Ευρώπη εδώ.
Η φιλική για τα παιδιά φορολογική πολιτική δεν σημαίνει απαραίτητα δημοσιονομικό κενό, σημαίνει όμως ανακατανομή των βαρών. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε σημαντική αύξηση της έκπτωσης για τα τέκνα με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο, μειώνοντας ανάλογα την έκπτωση για τους ενήλικες. Μεταφέροντας δηλαδή βάρη από τους φορολογούμενους με προστατευόμενα τέκνα στους υπόλοιπους.
Ενδεικτικά στον Πίνακα Ι παραθέτω τα αποτελέσματα από έναν απλό υπολογισμό1 για τρία διαφορετικά σενάρια, με παροχή φορολογικής έκπτωσης για κάθε τέκνο ίσης με το 60%, το 80% και το 100% της έκπτωσης των μισθωτών. Σε κάθε σενάριο, η έκπτωση (2.100€) των μισθωτών μειώνεται τόσο, ώστε να προκύπτει δημοσιονομικά ουδέτερο αποτέλεσμα, να μην επιβαρύνονται τα φορολογικά έσοδα του κράτους. Στον υπολογισμό χρησιμοποιώ στοιχεία του 2010 από το στατιστικό δελτίο φορολογικών δεδομένων του 2011 (εδώ).
Συμπέρασμα: αν προσαρμοστεί η έκπτωση φόρου μισθωτών και συνταξιούχων στα 1.470€, μπορούμε να επεκτείνουμε την έκπτωση και στα προστατευόμενα τέκνα χωρίς δημοσιονομική επιβάρυνση. Εναλλακτικά, μπορούμε να επιτύχουμε ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα μειώνοντας την έκπτωση των μισθωτών στα 1.670€ και παρέχοντας έκπτωση 1.002€ για κάθε τέκνο (το 60% της έκπτωσης των μισθωτών).
Για ν’ αλλάξουμε τη χώρα, την οικονομία και την κοινωνία δηλαδή, δεν αρκεί μια ασαφής επιθυμία. Χρειάζεται αποφασιστική βούληση και συγκεκριμένη κατεύθυνση αναθεώρησης του τρόπου που μοιράζουμε τους πόρους και τα βάρη. Να δώσουμε προτεραιότητα στην εργασία, τους νέους και στους ακόμα πιο νέους, τα παιδιά. Τα παιδιά που ήρθαν, τα παιδιά που θέλουμε να έρθουν.
Σημειώσεις:
(1) Ο υπολογισμός είναι προσεγγιστικός. Για να γίνει ακριβής, απαιτούνται δεδομένα με την εισοδηματική κατανομή για κάθε ομάδα φορολογούμενων με διαφορετικό πλήθος προστατευόμενων τέκνων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News