Το πρόβλημα με την περίφημη «αντισυστημικότητα», είναι η λέξη «αντί» που την καθορίζει. Δηλαδή για να αποκτήσει όγκο και διάσταση χρειάζεται ένα «σύστημα». Για να τοποθετηθεί απέναντί του και να αυτοπροσδιοριστεί. Να πάρει δύναμη από τα λάθη, την παρακμή και την διαφθορά του αντιπάλου. Όταν όμως ο αντίπαλος διαλύεται, τότε η «αντισυστημικότητα καλείται να γίνει η ίδια το «σύστημα». Ρητορικά εναλλακτική, εξωτερικά αντικομφορμιστική αλλά πάντως σύστημα. Και εκεί ακριβώς έχει να δείξει ότι «αντέχει» χωρίς το πολύτιμο «αντί-» που την καθορίζει. Και ότι έχει κάτι παραπάνω πέρα από κατάργηση της γραβάτας ή την περιφρόνηση για το παραδοσιακό πολιτικό savoir vivre.
Ετσι κι αλλιώς, το μόνο που είχε να κάνει (σ.σ.: ή μπορούσε να κάνει…) το καταρρέον παλιό σύστημα ήταν να παραχωρήσει τη θέση του. Να αφήσει τον προπονητή της κερκίδας να κατέβει και να κάτσει στον πάγκο. Στο κάτω-κάτω, δεν μπορείς να ζεις για πάντα με την παρουσία της «εναλλακτικής» να επικρέμεται πάνω από το κεφάλι σου γεμάτη υποσχέσεις και εκδίκηση. Και όσοι αμφισβήτησαν την ελίτ της εξουσίας δεκαετιών βρέθηκαν ξαφνικά απέναντι στην Ιστορία. Που τους πέταξε το μπαλάκι λέγοντάς τους: «let’s see what you ‘ve got».
Το πρόβλημα είναι ότι μέχρι στιγμής δεν είδαμε πολλά πράγματα. Αν η dream team του περίφημου «αντισυστημισμού» (σ.σ.: όπως του αρέσει να αυτοαποκαλείται) ήταν ο «brexit-ικοί» Νάιτζελ Φαράνζ και Μπόρις Τζόνσον, ή ο Ντόναλντ Τράμπ με τις Ιβάνκες και τον υπόλοιπο θίασο ή η Μαρίν Λεπέν, τότε μάλλον το περίφημο «εναλλακτικό» ρεύμα που υποτίθεται ότι σαρώνει και αλλάζει τον πλανήτη, έχει πρόβλημα. Γιατί οι επιφανείς εκπρόσωποί του παγκοσμίως, δικαιωμένοι πια και σε θέση εξουσίας, έχουν αρχίσει να θυμίζουν περισσότερο ζαλισμένα κοτόπουλα που βρέθηκαν ξαφνικά στο προσκήνιο και λιγότερο ηγέτες που μπορούν να οδηγήσουν κάπου.
Αν τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών – ή και των Ολλανδικών, λίγο καιρό πριν – επιτρέπουν να βγει ένα συμπέρασμα δεν είναι προφανώς ότι ο «αντισυστημισμός» όπως αρέσκεται να αυτοαποκαλείται, έχασε. Είναι όμως ότι δεν διαθέτει πλέον την σαρωτική ορμή των προηγούμενων χρόνων. Η Μαριν Λεπέν και ο Ζαν Λυκ Μελανσόν δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν τον «ούριο άνεμο» των τελευταίων χρόνων. Ούτε καν την τρομοκρατική επίθεση στα Ηλύσια Πεδία δύο μέρες πριν τις εκλογές.
Γιατί, πόσες φορές πια να ακούσει το ακροατήριο για τους «κακούς τραπεζίτες» και για την «μισητή Ευρώπη» πριν αρχίσει να υποψιάζεται ότι πρόκειται απλώς για μια ρητορική που αρχίζει να μοιάζει κάπως μπανάλ; Και πόσα υπεραπλουστευτικά «αντί-» επιπέδου social media να καταναλώσει πριν αρχίσει να αναρωτιέται αν πίσω από αυτό εκτός από εφηβική πόζα αμφισβήτησης, υπάρχει κάτι άλλο; Όπως μια πρόταση ας πούμε;
Λες και το εκκρεμές που ξεκίνησε από το ένα άκρο με το ξέσπασμα της κρίσης, έφτασε στο άλλο άκρο. Και βρίσκεται πλέον σε φάση ακινητοποίησης. Πριν αρχίσει να επιστρέφει στο σημείο ισορροπίας; Που στο κάτω κάτω είναι η φυσική θέση κάθε κοινωνίας. Η οποία μετά το ξέσπασμα της οργής έχει αρχίσει να επιδιώκει σιγά-σιγά την κανονικότητα. Όχι την ίδια με πριν φυσικά. Αλλά μια νέα κανονικότητα.
Αυτή που δεν δαιμονοποιεί αλλά ενσωματώνει. Και αντιμετωπίζει πλέον με δυσπιστία όχι μόνο το παλιό κατεστημένο αλλά και το καινούριο. Ένα νέο κατεστημένο που δεν μπόρεσε να κάνει το βήμα πέρα από τα γνωστά κλισέ του. Πιθανότατα γιατί εκτός από το να πολεμάει το παρελθόν δεν μπόρεσε να επινοήσει και λίγο μέλλον.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News