Είχα αρχίσει να ανησυχώ, αλλά αδίκως. Ο χορός έχει αρχίσει από το twitter. «Η γενιά της ξεφτίλας», «η γενιά των παπατζήδων». Κανένας λόγος ανησυχίας. Θα υποστούμε και φέτος τη βαρετή και ανόητη κενολογία των «κατηγορώ τη γενιά του Πολυτεχνείου» μαζί με την τριήμερη νεκρόφιλη καπηλεία του Νοέμβρη του 1973 από τους κάθε λογής αστείους κληρονόμους του.
Από μικρός θεωρούσα εντελώς γελοία και ανορθολογική την αξιολόγηση «γενεών». Η εμπειρία μου όμως, πριν καταλήξω άθελά μου μέλος μιας ακατονόμαστης γενιάς, ήταν κάπως διαφορετική. Θυμάμαι, ας πούμε, τη μανούλα μου (γενιά του πολέμου και του εμφυλίου) να μου λέει όταν άκουγα στη διαπασών Rolling Stones: «Γιατί χτυπιέσαι, βρε ακούρευτε κανίβαλε; Τι σόι γενιά είστε εσείς πια; Τι άλλο θα δούνε τα μάτια μας;». Έτσι γινόταν από καταβολής κόσμου μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Η προηγούμενη γενιά ανησυχούσε για το μέλλον της κοινωνίας λόγω αμφιβολιών για την ποιότητα της επόμενης. Μετά φαίνεται πως άλλαξε το πράγμα.
Το πιο αξιοσημείωτο παράδοξο της συλλήβδην καταδίκης της «ΓτΠ» (επιτρέψτε μου το άκομψο αρκτικόλεξο) είναι ότι την επίμαχη περίοδο της μεταπολίτευσης τη διαμόρφωσαν πολιτικοί της γενιάς του πολέμου, του εμφυλίου και του 114 (Καραμανλής, Παπανδρέου, Ράλλης, Αβέρωφ, Μητσοτάκης, Φλωράκης, Κουτσόγιωργας, Σημίτης…). Από τις ίδιες γενιές προερχόταν άλλωστε και η πλειονότητα των ψηφοφόρων.
Μπορεί βεβαίως να αντιτείνει κάποιος ότι η κατηγορία αφορά στη μαζική «αποστρατεία» που κήρυξε άτυπα κοντά στο ’80 για να ενταχθεί στην παραγωγή, να κάνει οικογένειες και να ζήσει τη ζωή που μπορούσε και επέλεγε να ζήσει ο καθένας. Η «ΓτΠ» φαίνεται πως είχε καθήκον και υποχρέωση, σύμφωνα με τους κατηγόρους της, να μείνει για πάντα με το «όπλο παρά πόδα» μέχρι την τελική δικαίωση του βαθύτερου νοήματος της εξέγερσης, όπως το είχε προσδιορίσει μάλλον αυθαίρετα η Αριστερά. Και όλα αυτά σε μια Ελλάδα που γούσταρε παθιασμένα Ανδρέα Παπανδρέου. Δυστυχώς αυτή η αστειότητα έχει ακόμη και σήμερα πολλούς και φανατικούς οπαδούς. Θα μπορούσατε να φανταστείτε τους Γάλλους, τους Γερμανούς, τους Ιταλούς να συζητάνε σήμερα για τη «μεγάλη προδοσία της γενιάς του Μάη του ’68» ή τους Αμερικανούς για την «προδοσία» του αντιπολεμικού φοιτητικού κινήματος περίπου της ίδιας περιόδου;
Άλλοι ή και οι ίδιοι με τους παραπάνω στοιχειοθετούν την κατηγορία με βάση τη μετέπειτα πολιτική δραστηριότητα μερικών δεκάδων προβεβλημένων στελεχών του τότε φοιτητικού κινήματος. «Βολεύτηκαν στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ. Πρόδωσαν τα ιδανικά τους!» Κι αυτό ανεξάρτητα από την περιορισμένη επιρροή τους στις πολιτικές εξελίξεις, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μέχρι το 2009 ΠΑΣΟΚ και ΝΔ θριάμβευαν διαδοχικά στις εκλογικές αναμετρήσεις με τη γενναιόδωρη ψήφο του «σοφού» αλλά και κάπως «πονηρού» λαού.
«Γενιά του Πολυτεχνείου» βέβαια ούτε υπήρξε ούτε θα μπορούσε να έχει υπάρξει. Υπήρξε ένα πρωτοπόρο φοιτητικό κίνημα που αντιτάχθηκε στη δικτατορία. Αυτό βοήθησε, μαζί με το πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο, να καταρρεύσει το καθεστώς μια ώρα αρχύτερα. Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω εκείνη την εποχή αρκετούς γενναίους και ξεχωριστούς ανθρώπους. Πολλοί από αυτούς φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν για τις επιλογές τους. Μετά την πτώση της δικτατορίας ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Ο δρόμος είναι θέμα προσωπικής και όχι συλλογικής ευθύνης. Θυμάμαι επίσης το εξής: αυτοί οι αξιόλογοι άνθρωποι δεν κατηγόρησαν ποτέ τη «γενιά του πολέμου, του εμφυλίου, της ανοικοδόμησης και της αντιπαροχής, του 114» για τη δικτατορία που υφίσταντο. Δεν τους άκουσα επίσης ποτέ να κατηγορούν τις προηγούμενες γενιές για το βόλεμα της πλειονότητάς τους κάτω από τις φτερούγες του «οικονομικού θαύματος» της χούντας. Αντίθετα, μάλιστα. Επεδίωξαν ο αγώνας τους να είναι δικαίωση των παλαιότερων δικών τους.
Αυτά τα λίγα ήθελα να πω στις «γενιές» ή καλύτερα «φυλές» τού «για όλα φταίει κάποιος άλλος».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News