Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη η ανησυχία της Αθήνας εξ αιτίας της αναφοράς του τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν στη Συνθήκη της Λωζάνης.
Η Συνθήκη της Λωζάνης δεν είναι μόνο το θεμέλιο της ελληνοτουρκικής συνύπαρξης επί σχεδόν ένα αιώνα. Είναι το πιστοποιητικό θανάτου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το πιστοποιητικό γέννησης της Τουρκικής Δημοκρατίας, υπογεγραμμένο μάλιστα και από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Είναι το αποκορύφωμα της πολιτικής και στρατιωτικής δράσης του δημιουργού της Τουρκίας Κεμάλ Ατατούρκ. Για όσο διάστημα ηγεμόνευε στη γείτονα χώρα η κεμαλιστική ιδεολογία, η Συνθήκη της Λωζάνης αποτελούσε το ιερό κείμενο της γένεσης του κοσμικού κράτους.
Η αξιολόγηση της Συνθήκης αυτής από τον Ερντογάν σαν «ήττα που μας παρουσιάζεται σαν επιτυχία» ξεπερνάει κατά πολύ το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αποτελεί ασέβεια και βλασφημία προς τον κεμαλισμό, που μέχρι πρότινος αποτελούσε την επίσημη «θρησκεία» του τουρκικού έθνους. Η ιερόσυλη αναφορά του Ερντογάν αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην αμφισβήτηση του κεμαλισμού και στην έμπρακτη αποδόμησή του, μια πορεία που μέχρι τώρα ο τούρκος ηγέτης έχει διανύσει με απόλυτη επιτυχία. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν, παρόλες τις πρόσφατες θεαματικές διολισθήσεις προς τον αυταρχισμό, που προϋπήρχε και στο προηγούμενο κεμαλικό καθεστώς, έχει διατελέσει εκλεγμένος Πρωθυπουργός της Τουρκίας για 11 και πλέον συνεχή χρόνια από το 2003 μέχρι το 2014. Το 2014 εξελέγη στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας για μια πενταετία. Ολοκληρώνοντας την προεδρική του θητεία θα έχει κυβερνήσει περισσότερα χρόνια απ’ ό,τι ο ιδρυτής της Τουρκίας Κεμάλ Ατατούρκ, που κυριάρχησε σαν φωτισμένος δικτάτορας επί 15 χρόνια. Ο Ερντογάν έχει όμως επανειλημμένα αναβαπτισθεί στη λαϊκή ψήφο σε εκλογές που ήταν σε γενικές γραμμές σχετικά ελεύθερες.
Η νέα Τουρκία που κτίζει ο Ερντογάν είναι πιο συντηρητική και πιο θρησκευόμενη αλλά εξίσου, αν όχι περισσότερο, αυταρχική από την κεμαλική Τουρκία. Εχει στραμμένο το βλέμμα της περισσότερο στον μουσουλμανικό κόσμο και λιγότερο στην Ευρώπη. Ας μην ξεχνάμε ότι η Συνθήκη της Λωζάνης δεν καθορίζει μόνο τα σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα αλλά και με το Ιράκ, τη Συρία καθώς και τις σχέσεις της με την Αίγυπτο, τη Λιβύη και άλλες αραβικές χώρες που αποτελούσαν εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η αναφορά του τούρκου Προέδρου στα ελληνικά νησιά και στην γεωγραφική τους εγγύτητα προς την ηπειρωτική Τουρκία δεν αποτελεί κάτι καινοφανές για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Είναι ένα γνωστό όσο και απαράδεκτο και επικίνδυνο επιχείρημα που έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί κατά τη δεκαετία του ’70 και του ’80 από την τουρκική διπλωματία. Είναι απαράδεκτο γιατί αγνοεί βασικές αρχές του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, αλλά και επικίνδυνο γιατί θα οδηγούσε, αν υιοθετείτο, σε ατέρμονες συγκρούσεις και πολέμους για επανασχεδιασμό των συνόρων.
Η αναφορά του τούρκου ηγέτη στη Συνθήκη της Λωζάνης απευθυνόταν ενδεχομένως στο εσωτερικό ακροατήριο, όπου μαίνεται η διαμάχη με τους κεμαλιστές, και δεν θα έπρεπε να εκληφθεί ως απαρχή μιας νέας πιο επιθετικής πολιτικής έναντι της Ελλάδος. Ισως ο τούρκος πρόεδρος θέλησε να απαξιώσει τα ιερά και όσια του κεμαλισμού και να υπενθυμίσει στους πολιτικούς του αντιπάλους ότι υπήρξαν ιδιαίτερα ενδοτικοί απέναντι στους Ευρωπαίους που συνυπογράφουν την Συνθήκη. Η πορεία της τουρκικής πολιτικής στο προσεχές μέλλον θα δείξει αν η ερμηνεία αυτή είναι η σωστή.
Οι αλλαγές που έχουν επέλθει όχι μόνο στο πολιτικό εποικοδόμημα αλλά και στην ίδια την τουρκική κοινωνία την τελευταία δεκαετία είναι ριζικές. Η νέα Τουρκία θα είναι πολύ διαφορετική από την Τουρκία που ξέραμε. Θα είναι άραγε περισσότερο «νέο-οθωμανική» ή περισσότερο «ισλαμική»; Θα ξεχάσει το ευρωπαϊκό της όνειρο και θα στραφεί περισσότερο στην ανατολική και νότια γειτονιά της; Κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη. Ενα είναι βέβαιο: η μόνη πορεία που εγγυάται την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία όλων των λαών της περιοχής είναι η ευρωπαϊκή πορεία που δοκιμάσθηκε και πέτυχε να βάλει οριστικά στο περιθώριο της ιστορίας ρεβανσισμούς και διεκδικήσεις που αιματοκύλισαν την Ευρώπη μέχρι πρόσφατα. Μακάρι να ακολουθήσει και η Τουρκία μια τέτοια πορεία.
Οι εξελίξεις στην Τουρκία έχουν όμως τη δική τους δυναμική και εμείς, είτε ως Ελλάδα είτε ακόμα ως Ευρώπη, δεν έχουμε ουσιαστική επιρροή στις ιστορικές αλλαγές που συντελούνται. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα τα ενδεχόμενα. Η καλύτερη εξασφάλιση είναι να ξαναβάλουμε τη χώρα μας στον κεντρικό πυρήνα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Οχι μόνο τυπικά αλλά και ουσιαστικά. Οι διπλωματικές και πολιτικές μάχες που κερδήθηκαν στα ελληνοτουρκικά την δεκαετία του ’80 και του ’90 οφείλονται εν πολλοίς στο ότι η Ελλάδα κατείχε μια ισχυρή θέση στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ας μην επιτρέψουμε σε ιδεοληψίες και ερασιτεχνισμούς, σε ανύπαρκτες συμμαχίες που φαντασιωνόμαστε ή σε ανύπαρκτους εχθρούς που καταδιώκουμε ως σύγχρονοι Δον Κιχώτηδες, να θέσουν σε κίνδυνο αυτή τη θέση μας στην Ενωμένη Ευρώπη που σήμερα είναι πιο απαραίτητη από ποτέ.
* Ο Δημήτρης Κούρκουλας διετέλεσε υφυπουργός Εξωτερικών υπεύθυνος για ευρωπαϊκές υποθέσεις την περίοδο Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015. Υπήρξε στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και διετέλεσε Πρέσβης της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο Λίβανο, στη Βουλγαρία και στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News