Πώς να μην πάω στη Βουλή, σε μια από τις κρισιμότερες συνεδριάσεις της μεταπολίτευσης, αναρωτήθηκα. Είχα την αίσθηση, βλέπεις, πως, με δεδομένο ότι η εθνική αντιπροσωπεία καλείται να κρίνει το μέλλον της χώρας σε μια περίσταση που θέτει εν αμφιβόλω τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό, θα έβλεπα μπροστά μου 300 βουλευτές που θα ήταν τουλάχιστον σε βαθιά περισυλλογή με συναίσθηση της κρισιμότητας των στιγμών και βαρύ στους ώμους τους το φορτίο της αποστολής τους.
Με δέος λοιπόν πέρασα το κατώφλι του Κοινοβουλίου, αίσθηση που τρεις ώρες μετά αναγκάστηκα κι η ίδια να παραδεχτώ πως μόνο σε αθεράπευτο ρομαντισμό και μια μάλλον βλακώδη και σίγουρα αυτοτροφοδοτούμενη «αθωότητα» ή αφέλεια, μπορώ να αποδώσω.
Το καφενείο της Βουλής κατάμεστο από κόσμο. Στον χώρο των καπνιζόντων δεν έπεφτε καρφίτσα. Γέλια, πειράγματα, πηγαδάκια δημοσιογράφων με βουλευτές και δίσκοι με καφέδες και ποτά (θα ‘χε πολύ ενδιαφέρον, αλήθεια, να μαθαίναμε πόσο αλκοόλ καταναλώνεται μέσα στο Κοινοβούλιο) να πηγαινοέρχονται με συχνότητα που θα μπορούσε επάξια να ανταγωνιστεί εκείνη του πιο δημοφιλούς μπαρ της πρωτεύουσας.
Μπήκα μουδιασμένη. Με τον ίδιο κόμπο στο στομάχι που κουβαλάμε οι περισσότεροι τις τελευταίες μέρες. Δεν συνάντησα άλλον άνθρωπο στην ίδια κατάσταση. Ο καθένας βεβαίως βιώνει την αγωνία και το άγχος του με τρόπο διαφορετικό, αλλά όπως και να ΄χει, το κλίμα στη Βουλή χθες, ημέρα της συζήτησης επί του δημοψηφίσματος, ήταν απολύτως αναντίστοιχο εκείνου που επικρατεί στα σπίτια, στα γραφεία, στις πλατείες, στα ATM κτλ.
Επιχείρησα να μιλήσω με βουλευτές. Κάποιοι εμφανίστηκαν σίγουροι πως όλα θα πάνε καλά. «Δεν θα γίνει δημοψήφισμα. Θα ‘χει κλείσει συμφωνία με δέσμευση για το χρέος πριν την Κυριακή», άκουσα να λένε με αφοπλιστική αυτοπεποίθηση. Άλλοι, της αντιπολίτευσης αυτοί οι τελευταίοι, παραδέχονταν πως τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. «Τελειώσαμε. Η χώρα καταστρέφεται και δεν θα συνέλθει ούτε σε τριάντα χρόνια», μου είπε βουλευτής με δεκαετίες στα έδρανα. Εδώ είμαστε, σκέφτηκα και πριν προλάβω να ρωτήσω κάτι παραπάνω, εκείνος τράβηξε μια γερή ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του κι άρχισε να αφηγείται χαριτωμένες ιστορίες της νιότης του.
Φαντάσου δηλαδή να μπαίνεις σ’ ένα ετοιμόρροπο κτίριο και να πέφτεις πάνω σε πάρτι. Τώρα βέβαια θα πεις, και στον Τιτανικό, η ορχήστρα έπαιζε ως την τελευταία στιγμή, για να μη θυμηθούμε την Πομπηία. Όπως και να ‘χει, όσο κι αν σ’ έχει κυριεύσει πανικός, αναπόφευκτα ξεχνιέσαι.
Μπήκα στη Βουλή με άγχος για το μέλλον της χώρας. Βγήκα απ’ τη Βουλή, όπως επιστρέφει κανείς από ωραία νυχτερινή έξοδο.
Μια μέρα μετά, βεβαίως, το αρχικό άγχος επέστρεψε μόνο που τώρα ήρθε να προστεθεί σ’ αυτό κι ένα κομμάτι πανικού, εκείνου που εκπορεύεται από τη συνειδητοποίηση πως στο κέντρο λήψης αποφάσεων, η κατάσταση είναι “Pleasure as usual”…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News