Ο Τσακ Κλόουζ είναι ένας αμερικανός καλλιτέχνης, διάσημος για τα μεγάλα πορτρέτα που ζωγραφίζει. Ο Κλόουζ είναι παράλυτος και περιορισμένος σε μια αναπηρική καρέκλα. Πρώην μοντέλα τον έχουν κατηγορήσει ότι ζητούσε να βγάλουν τα ρούχα τους και ότι μιλούσε αφήνοντας σεξουαλικά υπονοούμενα με αποτέλεσμα να αισθάνονται πως παρενοχλούνται. Η εν λόγω συμπεριφορά του οδήγησε την Εθνική Πινακοθήκη της (πρωτεύουσας) Ουάσινγκτον να ακυρώσει μια προγραμματισμένη έκθεση αφιερωμένη στο έργο του. Και το πανεπιστήμιο του Σιάτλ αφαίρεσε μια αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη από τους χώρους του.
Εάν επρόκειτο να αφαιρέσουμε όλα τα έργα τέχνης από τα μουσεία ή τις πινακοθήκες επειδή δεν εγκρίνουμε τη συμπεριφορά των καλλιτεχνών, σημαντικές συλλογές θα έμεναν σύντομα λειψές. Ο Ρέμπραντ κακομεταχειριζόταν ανελέητα την ερωμένη του, ο Πικάσο ήταν κτηνώδης με τις γυναίκες του, ο Καραβάτζιο ποθούσε νεαρά αγόρια ενώ ήταν και δολοφόνος κ.ο.κ.
Όσον αφορά τη λογοτεχνία, ο Σελίν ήταν ένας μοχθηρός αντισημίτης, ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, όντας μεθυσμένος, πυροβόλησε και σκότωσε τη γυναίκα του, ο Νόρμαν Μέιλερ μαχαίρωσε μία από τις δικές του. Και οι σκηνοθέτες; Στη δική τους περίπτωση, καλύτερα, ας ξεχάσουμε την ακατάλληλη γλώσσα: ο Έριχ φον Στροχάιμ γύριζε μαζικά όργια για την προσωπική του ευχαρίστηση. Ο Τσάρλι Τσάπλιν είχε αδυναμία στα πολύ νεαρά κορίτσια. Και υπάρχει και ο Γούντι Άλεν, ο οποίος φέρεται, δίχως, ωστόσο, να του έχουν απαγγελθεί ποτέ κατηγορίες, ότι παρενοχλούσε σεξουαλικά την επτάχρονη θετή του κόρη.
Ωστόσο, η ανάρμοστη συμπεριφορά ή οι υπόνοιες περί ανάρμοστης συμπεριφοράς, μπορούν να αμαυρώσουν ένα έργο τέχνης, γιατί ο καλλιτέχνης δεν μπορεί διαχωριστεί από την τέχνη του. Αυτή η άποψη είναι τουλάχιστον πιο ενδιαφέρουσα από τη θέση σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να απορρίπτουμε την τέχνη επειδή δεν εγκρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο καλλιτέχνης στην ιδιωτική του ζωή. Αλλά κατά πόσο είναι σωστό αυτό;
Ο Όσκαρ Γουάιλντ είχε δηλώσει πως δεν υπάρχουν ανήθικα βιβλία, υπάρχουν απλώς καλογραμμένα ή κακογραμμένα βιβλία. Αυτό επιδέχεται αμφισβήτησης. Υφίσταται μια ηθική συνιστώσα στις περισσότερες μορφές ανθρώπινης έκφρασης, συμπεριλαμβανομένης της τέχνης. Η ηθική εξαθλίωση μπορεί να παράγει κακή τέχνη. Αυτό ενδέχεται να είναι ένας λόγος για τον οποίο υπάρχουν ελάχιστα παραδείγματα ποιοτικής ναζιστικής τέχνης. Το φυλετικό μίσος ήταν ηθικά καταδικαστέο με τρόπο που ο κομμουνιστικός ιδεαλισμός, για παράδειγμα, δεν ήταν. Ο Σεργκέι Αϊζενστάιν γύρισε ταινίες κομμουνιστικής προπαγάνδας που αποτελούν, όμως, και σπουδαία έργα τέχνης. Οι προπαγανδιστικές ταινίες της Λένι Ρίφενσταλ από την σκοπιά της τεχνικής είναι εκπληκτικές, αλλά παραμένουν, κατά τα άλλα, απωθητικές.
Αποτελεί επίσης γεγονός ότι η τέχνη μπορεί να ξεπεράσει την προσωπική συμπεριφορά του καλλιτέχνη. Ένας συγγραφέας, ένας σκηνοθέτης ή ένας ζωγράφος που κακομεταχειρίζεται συζύγους ή ερωμένες μπορεί να παράγει τέχνη που να είναι βαθιά φιλική προς τις γυναίκες. Ανάλογα, άνθρωποι που συμπεριφέρονται υποδειγματικά, μπορούν να σπάσουν κάθε ταμπού μέσω της τέχνης τους. Για να κρίνουμε, οπότε, το ηθικό στοιχείο της καλλιτεχνικής έκφρασης, δεν πρέπει να κοιτάμε τον δημιουργό αλλά το έργο καθαυτό.
Πέρυσι, 8.000 άτομα συνυπέγραψαν στο Διαδίκτυο αίτημα για την απομάκρυνση από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης ενός διάσημου πίνακα του Μπάλθους στον οποίο απεικονίζεται μια έφηβη που κάθεται σε μια καρέκλα με ένα μέρος του εσωρούχου της να είναι εμφανές. Το να εκλάβει κάποιος το έργο αυτό ως μια μορφή παιδικής πορνογραφίας ή «αντικειμενοποίησης των παιδιών», όπως οι υπογράφοντες, είναι τραβηγμένο. Αυτό που συγκίνησε τον Μπάλθους ήταν η ονειρικότητα των κοριτσιών στα πρόθυρα της ενηλικίωσης.
Αλλά ακόμα και εάν στην προσωπική του ζωή ο Μπάλθους είχε πάθος για τις νεαρές γυναίκες, στον πίνακα δεν υπάρχει τίποτα που να αναδεικνύει ηθική εξαχρείωση. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τις ταινίες του Γούντι Άλεν, όποια και αν είναι η αλήθεια όσον αφορά όλα όσα του προσάπτουν. Δεν αποτελεί μυστικό ότι βρίσκει ελκυστικές τις νεαρές γυναίκες. Η τωρινή του γυναίκα δεν ήταν 20 ετών ότι άρχισε η σχέση τους. Ήταν επίσης η θετή κόρη της τότε συντρόφου του. Μια από τις πιο γνωστές και επιτυχημένες ταινίες του Άλεν, το «Μανχάταν» που γυρίστηκε το 1979, όταν εκείνος διένυε την πέμπτη δεκαετία της ζωής του, παρουσιάζει τη σχέση ενός μεσήλικα (του Άλεν) και ενός νεαρού κοριτσιού τον ρόλο του οποίου υποδύθηκε η Μάριελ Χέμινγουεϊ, ηλικίας 16 ετών την περίοδο των γυρισμάτων.
Αυτές οι σχέσεις δεν ήταν συμβατικές και κάποιοι ενδεχομένως να τις θεωρούν ανατριχιαστικές. Αλλά δεν είναι το ίδιο με το να παρενοχλεί κάποιος ένα παιδί. Ούτε υπάρχει κάτι στο «Μανχάταν», ή οποιαδήποτε άλλη ταινία του Άλεν, που να αποκαλύπτει κάποιο ενδιαφέρον για την κακοποίηση μικρών παιδιών. Αυτό θα ίσχυε και στην περίπτωση που όλα όσα για τα οποία κατηγορείται ο σκηνοθέτης αποδεικνύονταν αληθινά.
Και σε αυτήν την περίπτωση, η ηθική δεν είναι άσχετη. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς κάποιον να θαυμάζει έργα τέχνης που ενστερνίζονται την κακοποίηση μικρών παιδιών, το φυλετικό μίσος ή τα βασανιστήρια. Αλλά όπως δεν πρέπει να καταδικάζουμε ένα έργο τέχνης λόγω της συμπεριφοράς του καλλιτέχνη, πρέπει επίσης να είμαστε προσεκτικοί όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων κοινωνικής αξιοπρέπειας στην καλλιτεχνική έκφραση.
Κάποια έργα τέχνης έχουν σκοπό να προκαλέσουν και να ξεπεράσουν τα όρια. Οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πράγματα σε έργα της φαντασίας τους που δεν θα έκαναν ποτέ στην πραγματική ζωή. Αυτό είναι το σωστό. Εάν περιορίζαμε την καλλιτεχνική έκφραση σε θέματα που θεωρούνται κοινωνικά αποδεκτά, σύντομα θα περιοριζόμασταν στο ηθικολογικό κιτς, παρόμοιο με αυτό που οι ηγέτες αυταρχικών κρατών αρέσκονται να προωθούν δημοσίως, ενόσω προβαίνουν σε ενέργειες κατά πολύ χειρότερες από όσο θα μπορούσε να φανταστεί ένας καλλιτέχνης.
© The Project Syndicate, 2017
www.project-syndicate.org
* Ο Ian Buruma είναι διευθυντής του The New York Review of Books και συγγραφέας του βιβλίου Year Zero: A History of 1945
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News