Ο Αλέξης Τσίπρας αρνείται τον ρόλο άλλου ενός υφεσιακού πρωθυπουργού της μνημονιακής Ελλάδας, που θα παραδώσει την εξουσία στον επόμενο πριν την πάροδο τετραετίας. Επιθυμεί να αποφύγει το παράδειγμα του Κώστα Καραμανλή, που «δραπέτευσε» με πρόωρες εκλογές, του Γιώργου Παπανδρέου, που ουσιαστικά παρέδωσε την πρωθυπουργία στον Αντώνη Σαμαρά για να αποχωρήσει τελικά τον Νοέμβριο του 2011 και φυσικά του τελευταίου, που αποποιήθηκε το κλείσιμο του προγράμματος μέσα από την ανόρεχτη προσπάθειά του να εκλέξει Πρόεδρο Δημοκρατίας.
Άραγε έκανε ό,τι μπορούσε για να προσαρμόσει τις ανεφάρμοστες προεκλογικές του υποσχέσεις στο δημοσιονομικό κορσέ ενός προγράμματος στήριξης; Η αποστολή ήταν δύσκολη εξαρχής. Αυτός και το κόμμα του ανδρώνονται πολιτικά στην εξουσία σε μια κρίσιμη περίοδο. Δίνουν τον λόγο στον λαό, με τα ταμεία άδεια, οξυμένα κοινωνικά προβλήματα και την οικονομία στον αναπνευστήρα. Οι μισοί υπουργοί μιλάνε για «όχι», οι άλλοι υπέρ του ευρώ, χωρίς να έχει διατυπωθεί καν το ερώτημα, χωρίς να υπάρχει προσχέδιο συμφωνίας για να συζητηθεί. Τα δίδακτρα της μαθητείας του ΣΥΡΙΖΑ ίσως αποδειχθούν πιο ακριβά από μια σκληρή συμφωνία, που η σιωπηλή πλειοψηφία θα αποδεχόταν.
Κάθε ηγέτης που κυβερνά μια χώρα, που έχει απεμπολήσει το δικαίωμά της να συντάσσει μόνη της τον προϋπολογισμό της, είναι αντιμέτωπος με μια σύνθετη πρόκληση: οφείλει να λογοδοτεί σε πολλά και διαφορετικά μέτωπα ταυτόχρονα: κυβέρνηση, κόμμα, συνιστώσες, κυβερνητικός εταίρος, «θεσμοί», Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο βάθος ο ελληνικός λαός, από τον οποίο αντλεί τη νομιμοποίηση να λαμβάνει αποφάσεις, συνθέτουν ένα κινούμενο μετα-δημοκρατικό μωσαϊκό. «Δυστυχώς, δεν γίνεται να τους ικανοποιείς όλους. Πρέπει να επιλέξεις. Και αν δεν είσαι καιροσκόπος, πρέπει να αποφασίσεις ποιο είναι το ωφέλιμο για την πατρίδα σου», μου είχε πει κάποτε ένας αυτοεξόριστος ηγέτης μιας λατινοαμερικάνικης χώρας, ο οποίος απευθύνθηκε στο ΔΝΤ, υιοθέτησε το δολάριο για να αποφύγει τη χρεοκοπία και εκδιώχθηκε μέσα στον κουρνιαχτό ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος.
Η ιστορία είναι γεμάτη καλές προθέσεις πολιτικών ηγετών που ψυχαναλύονται δημόσια για τις λανθασμένες επιλογές τους και άλλων που συμμάχησαν με τον διάβολο για να πετύχουν έναν απώτερο στόχο. Η επίκληση της δημοκρατίας από μια νέα, μόλις πεντάμηνη κυβέρνηση, που «διαπραγματεύεται» με όρους συγκρουσιακού ναρκισσισμού, βλέπει παντού εχθρούς και χτίζει με αντιευρωπαϊκούς όρους την ηγεμονία της στο εσωτερικό, ακούγεται υποκριτική, αν όχι ανεύθυνη. Το δημοψήφισμα δεν είναι παρά ένα εργαλείο. Το ερώτημα έχει σημασία. Όμως η στιγμή που επιλέγει κανείς να το χρησιμοποιήσει δηλώνει και τις προθέσεις του.
Αν τυχόν φτάσουμε στο δημοψήφισμα (το κείμενο αυτό γράφτηκε λίγες ώρες πριν συγκληθεί η Βουλή το μεσημέρι του Σαββάτου για να ψηφίσει σχετικά), ό,τι και αν αποφασίσουμε τελικά, όποιο και αν είναι το ερώτημα, στο ραντεβού με την ιστορία ο κ. Τσίπρας επιστρέφει στην εποχή του «go back». Αντί να αναλάβει το βάρος μιας συμφωνίας, την αποποιείται. Αντί να ενώσει, διχάζει. Αντί να περιγράψει το σχέδιό του, μας επιστρέφει τις προσφιλείς τους αρνήσεις. Περιφρονεί τη δεδηλωμένη και επιλέγει να σώσει το κόμμα του, να διατηρήσει το «ηθικό του πλεονέκτημα», ρισκάροντας την τύχη της χώρας του.
* Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι επικεφαλής της πολιτικής κοινότητας “Μπροστά” και συνιδρυτής της πρωτοβουλίας “Vouliwatch”. Εργάζεται ως σύμβουλος δημοσίων πολιτικών και επικοινωνίας στον ιδιωτικό τομέα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News