«Αν ήξερα πόσο εύκολο είναι να κυβερνάς την Ελλάδα, θα το έκανα από τότε που ήμουν λοχίας». Η φράση αυτή που αποδίδεται στον Γεώργιο Κονδύλη έγινε επίκαιρη χάρη στον Αλέξη Τσίπρα και στον ιδιαίτερο τρόπο που πολιτεύεται.
Φέτος το καλοκαίρι, καθώς οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές αποκαλύπτουν το κωμικοτραγικό παρασκήνιο γύρω από το δημοψήφισμα του 2015, ένα ερώτημα επιστρέφει: Πόσο εύκολο είναι να παραπλανήσεις και να διχάσεις έναν λαό για να πετύχεις στην πολιτική; Και πόσες φορές μπορείς να το κάνεις;
Το δημοψήφισμα δίχασε τους Έλληνες με ένταση που δεν την είχαμε ξαναδεί στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Φίλοι και μέλη της ίδιας οικογένειας τσακώθηκαν μεταξύ τους για ένα δίλημμα που φάνηκε τελικά ότι δεν υπήρχε στο μυαλό εκείνου που το έθεσε.
Από την άλλη πλευρά, ήταν μια πετυχημένη κίνηση στρατηγικής για την πολιτική καριέρα του Αλέξη Τσίπρα. Τον Ιούνιο του 2015 τα ρεπορτάζ των συμπολιτευόμενων εφημερίδων μετέφεραν τη φράση που έλεγε εκείνες τις μέρες ο Πρωθυπουργός στους συνεργάτες του: «Είμαι μόλις 40 ετών, μπορώ να πάρω σύνταξη από τώρα;».
Το πρόβλημα για τον ίδιο ήταν πραγματικό και κάπως έπρεπε να το λύσει εφόσον έκρινε ότι η αποδοχή της πρότασης των Θεσμών (Πρόταση Γιούνκερ) θα ισοδυναμούσε με το τέλος της πολιτικής του καριέρας. Οι προϋποθέσεις για την επίλυση του προβλήματος ήταν ευνοϊκές καθώς το 2015 ο Τσίπρας δεχόταν ένα κύμα άκριτου θαυμασμού που ίσως και ο ίδιος να μην ήξερε από που προερχόταν -και μπορεί κι ακόμη να απορεί.
Η απόφαση ελήφθη. Με το δημοψήφισμα μετακύλισε με μεγάλη επιτυχία στον λαό την ευθύνη και οι πάντες μπήκαν στο παιχνίδι της αντιπαράθεσης και του διχασμού. Παρότι το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος είναι δεσμευτικό, όταν ο Αρχηγός διαπίστωσε ότι τον φέρνει σε δύσκολη θέση («Γιάνη, τα κάναμε σαλάτα») το «Όχι» έγινε «Ναι». Ευτυχώς.
Με το Σύνταγμα όμως τι κάνουμε;
Αυτό ήταν άλλο ένα πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί. Η λύση πέρασε από δύο κινήσεις:
1. Το «Ναι» αφορούσε ένα ολόκληρο νέο μνημόνιο. Έτσι -έστω και τυπικά- με τη μετατροπή του «Όχι» σε «Ναι» δεν έγινε αποδεκτή… σκέτη η Πρόταση Γιούνκερ που απορρίφθηκε από τον λαό στο δημοψήφισμα. Μάλιστα το «Όχι» παρουσιάστηκε ως όπλο για μια καλύτερη διαπραγμάτευση. Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν να γίνει τελικά αποδεκτή η Πρόταση Γιούνκερ συν καμιά δεκαριά δισ. ευρώ μέτρα παραπάνω.
2. Τον Σεπτέμβριο του 2015, το μπαλάκι πήγε πάλι στους πολίτες από τους οποίους ο Αρχηγός ζήτησε να τον ξαναβγάλουν από τη δύσκολη θέση. Κλήθηκαν να επικυρώσουν μέσω των εθνικών εκλογών την ανατροπή του «Όχι» και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου ώστε να τον απαλλάξουν από την ευθύνη. Και οι πολίτες το έκαναν.
Δυο χρόνια μετά το καλοκαίρι του 2015 η πιο ψύχραιμη ματιά πάνω στα γεγονότα εκείνων των ημερών φέρνει διαρκώς στο μυαλό σκέψεις και ερωτήματα. Γιατί μπήκαμε στο παιχνίδι του διχασμού χωρίς να σταθούμε λίγο και να κοιτάξουμε ποιοι ήταν αυτοί που μας έβαζαν να τσακωθούμε; Γιατί δεν αναρωτηθήκαμε για ποιο λόγο το έκαναν;
Αν βλέπαμε σήμερα το βίντεο με τα στελέχη της τότε κυβέρνησης να κάνουν ηρωικές δηλώσεις υπέρ του «Όχι» έξω από το Μαξίμου το βράδυ της προκήρυξης του δημοψηφίσματος ποια θα ήταν άραγε η αντίδρασή μας; Θα γελούσαμε ή θα κλαίγαμε με το πάθημά μας;
Δύο χρόνια μετά οι πολίτες παρακολουθούν μάλλον απαθείς τον Τσίπρα να συνεχίζει τους ίδιους τακτικισμούς. Η πολιτική γίνεται ένα παιχνίδι παραπλάνησης (όπως η «χαλάρωση» των capital controls) και διχασμού (όπως η απόφαση για τους σημαιοφόρους στα δημοτικά σχολεία).
Και από εδώ και εμπρός; Το σίγουρο είναι ότι κάτι πάλι θα σκεφτεί και θα μας ζητήσει να τον στηρίξουμε. Άραγε, είμαστε πιο έξυπνοι από όσο νομίζει ο Αρχηγός;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News