Αν η ελπίδα είναι ένα διεγερτικό για τη ζωή των ανθρώπων, η νοσταλγία είναι η καταφυγή τους. Νοσταλγία σαν αυτή που φούντωσε τις τελευταίες ημέρες, και μέσα από τα social media, με αφορμή την επέτειο των 30 χρόνων από τον ελληνικό θρίαμβο στο Ευρωμπάσκετ. Ξαφνικά, το μακρινό 1987 και ολόκληρη η δεκαετία του ‘ 80 επανήλθαν στη μνήμη μας ως τα ακριβά χρόνια μιας ζωής γεμάτης θαύματα, μιας ζωής ευτυχισμένης. Ήταν έτσι;
Φυσικά και δεν ήταν. Ηταν βεβαίως, μια σημαντική δεκαετία –ποια δεκαετία δεν είναι;– η πρώτη πλήρης δεκαετία της Μεταπολίτευσης, όπως θυμηθήκαμε με την επίσκεψή μας στην έκθεση «Η Ελλάδα του ’80 στην Τεχνόπολη». Και όπως επιβεβαιώνουμε ξεφυλλίζοντας το προσφάτως επανεκδοθέν κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80» των Βασίλη Βαμβακά και Παναγή Παναγιωτόπουλου (εκδόσεις Επίκεντρο): Μια εποχή μεταβατική και αντιφατική κατά την οποία «η χώρα είδε τον εαυτό της να αλλάζει. Αλλού ακολουθώντας τον ατελέσφορο δρόμο της εθνικής εξαίρεσης και αλλού συντασσόμενη επιτυχώς με το πνεύμα μιας εποχής. Μιας εποχής πλουσιότερης απ’ όσο μας λένε οι επικριτές της, πιο πεζής απ’ όσο την βλέπουν οι νοσταλγοί της». Οπως και αν έχει, αν εκείνη η νίκη σε έναν αγώνα μπάσκετ –έστω, ΣΤΟΝ αγώνα μπάσκετ– επί των Σοβιετικών, στις 14 Ιουνίου 1987, άλλαξε τη μοίρα του ελληνικού μπάσκετ, σε καμία περίπτωση δεν άλλαξε και τη μοίρα της Ελλάδας.
«Σαν σήμερα πριν από 30 χρόνια ζήσαμε πολύ όμορφες στιγμές σαν χώρα. Η Εθνική μας ομάδα μπάσκετ έκανε το όνειρο πραγματικότητα. Απέδειξε ότι ενωμένοι μπορούμε να πετύχουμε πολλά και όταν δουλεύουμε συστηματικά και ομαδικά τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο»: η νοσταλγική-διδακτική ανάρτηση στο Facebook του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος αποκαλύπτει πώς ήταν αυτόπτης μάρτυρας του θριάμβου, είναι ένα ακόμα δείγμα της επικοινωνιακής πολιτικής τού (είμαι ένας από εσάς!) προέδρου της ΝΔ. Είθισται οι πολιτικοί να χρησιμοποιούν γεγονότα που έχουν αντίκτυπο, που έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη, για να περνάνε τα μηνύματά τους ή για να φιλοτεχνούν το φιλολαϊκό προφίλ τους.
Η ανάρτηση του Νίκου Γκάλη έχει άλλο ειδικό βάρος, δεδομένου ότι ο υπογράφων ήταν ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του «άθλου»: «30 Χρόνια από τη μεγαλύτερη αθλητική στιγμή της Καριέρας μου και πιστεύω και όλων των συμπαικτών μου! (…) Νιώθω μεγάλη συγκίνηση όταν ακόμα και σήμερα, 30 χρόνια μετά άνθρωποι κάθε ηλικίας με σταματούν στο δρόμο και ζητούν ένα αυτόγραφο ή μια φωτογραφία μαζί μου. Είναι η καλύτερη επιβράβευση για την πολύ σκληρή προσπάθεια που καταβάλαμε ώστε να φτάσουμε στην κορυφή».
Εκείνο που κυρίως εντυπωσιάζει είναι οι χιλιάδες αναρτήσεις από ανθρώπους που έζησαν εκείνη τη βραδιά, έστω παρακολουθώντας την από τις τηλεοράσεις τους, αλλά και από εκείνους που τότε ήταν μικρά παιδιά οπότε αποκλείεται να θυμούνται την ατμόσφαιρα της γιορτής ή ακόμα ήταν αγέννητοι. Αυτές έρχονται για να επιβεβαιώσουν την ανάγκη μας να νιώσουμε λίγη χαρά και αισιοδοξία. Να απολαύσουμε –έστω επιστρατεύοντας τη μνήμη– την ανάταση της νίκης έπειτα από όλες τις τραγικές εθνικές ήττες που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Να αισθανθούμε- θυμηθούμε πως ως λαός (μπορούμε να) είμαστε κάτι περισσότερο και πολύ πιο σημαντικό από το μεγάλο πρόβλημα του Eurogroup.
Είναι σχεδόν συγκινητική (ακόμα και αν την χαρακτηρίσεις αφελή) η δια των αναρτήσεών μας εθνική επιστροφή σε μια τρυφερή, εξιδανικευμένη αγκαλιά. Στην αγκαλιά μιας πατρίδας που έμοιαζε να έχει προοπτική. Τα «ευχαριστούμε» που ακούστηκαν ξανά με αποδέκτες τους παίκτες που τότε μας χάρισαν τη νίκη (τους «ήρωες» όπως με χαριτωμένη υπερβολή εξακολουθούμε να τους αποκαλούμε) επιβεβαιώνουν ότι όσο και αν έχουμε κατηγορηθεί (και κατηγορήσει εαυτούς) ως πολίτες μιας χώρας με κοντή μνήμη, μπορούμε ακόμα να θυμόμαστε, να εκτιμάμε και να τιμάμε. Την ίδια στιγμή, ακόμα και αν θεωρούμε πως σήμερα μας έχουν κόψει την (ύπουλα υπερεκτιμημένη, για ορισμένους) ελπίδα, με την «Ευρωμπασκετολατρεία 1987» (επαν)ανακαλύπτουμε τις, αν όχι θεραπευτικές, τουλάχιστον καταπραϋντικές ιδιότητες της υποτιμημένης νοσταλγίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News