Το 1999 είναι μία χρονιά από άλλο σύμπαν. Στο Μαξίμου είχαμε Σημίτη και στην τσέπη δραχμές. Ο Μπιλ Κλίντον επισκέφτηκε την Αθήνα, η Αττική Οδός ήταν ακόμα στο σκάψιμο και οι Ολυμπιακοί Αγώνες πέντε χρόνια μπροστά. Οι εφημερίδες δημοσίευαν απολογισμούς χιλιετίας. Λίγοι ήξεραν το Google και κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί το YouTube. Θα επηρέαζε, άραγε, τους υπολογιστές το millennium bug;
Τα παιδιά που γεννήθηκαν το 1999 δίνουν φέτος Πανελλαδικές. Γεννήθηκαν σε έναν κόσμο που πλέον δεν υπάρχει και ετοιμάζονται να ζήσουν σε έναν κόσμο που δεν γνωρίζουν πώς θα είναι. Πάντα έτσι δεν ήταν; Όχι ακριβώς. Στον 21ο αιώνα ο χρόνος έχει αποκτήσει κινηματογραφική ταχύτητα. Παλαιότερα τα πράγματα κυλούσαν πιο αργά. Μπορεί οι καιροί να ήταν λιγότερο συναρπαστικοί, ήταν, όμως, αρκετά πιο προβλέψιμοι.
Αυτά τα παιδιά, λοιπόν, δυσκολεύονται να φανταστούν πώς ήταν η ζωή χωρίς Google και smartphone. Δεν ξέρουν να χειριστούν κασετόφωνο ούτε να καλέσουν με τη μία από τηλέφωνο με κερματοδέκτη. Μεγάλωσαν με πάρτι σε παιχνιδότοπους, multiplex, junk food και, κυρίως, ακούγοντας για την κρίση. Με βάση το προσδόκιμο ζωής, πολλά από αυτά θα πατήσουν στις δύο τελευταίες δεκαετίες του αιώνα. Τότε που τα μνημόνια θα έχουν τελειώσει και ένας νέος άνθρωπος θα προσδοκά να δει τη διάλυση του Υπερταμείου με τη δημόσια περιουσία. Τα παιδιά του 1999 και εκείνα που γεννήθηκαν λίγα χρόνια μετά, θα διηγηθούν με τις ζωές τους την ιστορία του αιώνα μας.
Οπως συμβαίνει συνήθως, έχουν κατασκευαστεί με καλύτερο υλικό από εκείνο με το οποίο φτιάχτηκαν οι γονείς τους. Δεν μεταφέρουν σύνδρομα, νευρώσεις και προκαταλήψεις που βρήκαν στο σπίτι όταν τα έφεραν από το μαιευτήριο. Και είναι λες και έχουν μία στωική απάθεια απέναντι στα πράγματα. Ισως είναι η ψύχραιμη ματιά μιας γενιάς που, μέχρι τα 18, έχει δει περισσότερες εικόνες από όσες είδαν οι παππούδες της σε μία ζωή. Όχι πως μεγάλωσε χωρίς εκπλήξεις, απλώς είδε τόσα που είναι μάλλον απίθανο να κρεμάσει σαγόνι.
Είναι η γενιά που θα «τρέξει» τη χώρα από το 2035 μέχρι το 2060. Και όμως εμείς, ας πούμε οι γονείς της, δεν σκεφτήκαμε τίποτα ξεχωριστό, τίποτα το ιδιαίτερο, το καινοτόμο. Σύραμε τα παιδιά μας στο δρόμο που βαδίσαμε, αναπαράγοντας τα πρότυπα που ξέραμε, θέλοντας να μεγαλώσουμε κλώνους, ρεπλίκες που θα πάρουν βήμα βάζοντας τα πόδια τους μέσα στις δικές μας πατημασιές.
Κοιτάξτε τυχαία μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Βρείτε έναν πενηντάρη γονιό με ένα παιδί που αυτές τις μέρες δίνει Πανελλαδικές. Τους χωρίζουν τριάντα τόσα χρόνια, μία γενιά. Στην πραγματικότητα τους ενώνουν πολλά περισσότερα. Και οι δύο πέρασαν λίγο ως πολύ από το ίδιο σχολείο. Εκαψαν μυαλό σε φροντιστήρια και αποστήθιση, διεκδικώντας μία θέση, πιθανότατα στην ίδια Σχολή. Και εκεί δεν θα έχουν αλλάξει και πολλά, εκτός από τις, φθίνουσες, προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης του παιδιού. Βέβαια το παιδί μεγαλώνει σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, μπορεί πλέον να αναζητήσει τη ζωή του στο εξωτερικό, κάτι που δεν ήταν αυτονόητο για τον γονιό του, αλλά και για τις απόψεις του Κώστα Καζάκου. Πόσα παιδιά μπορούν, στα αλήθεια, να σταθούν ανταγωνιστικά σε αυτό το περιβάλλον, όταν έχουν μεγαλώσει με όρους και συνθήκες προηγούμενων δεκαετιών;
Στη χώρα που λατρεύει το παρελθόν και αδιαφορεί για το μέλλον, που ποθεί να επιστρέψει εκεί που ήταν, αντί να προχωρήσει μπροστά, η ποιότητα της εκπαίδευσης που προσλαμβάνει ένα παιδί, καθορίζεται αποκλειστικά από την οικογένεια και ελάχιστα από την κοινωνία. Αν δεν πληρώσεις για γλώσσες, φροντιστήρια, δραστηριότητες και εκπαιδευτικές εκδρομές, το παιδί σου έχει ελπίδες μόνο ως φωτεινή εξαίρεση. Όμως συχνά, τα εφόδια ενός παιδιού έχουν μικρότερη σημασία από τις διαθέσιμες επιλογές που έχει μπροστά του. Πολλές φορές οι ίδιοι οι γονείς βγάζουν τις παρωπίδες και τις τοποθετούν στο κεφάλι του σπλάχνου τους. Πόσες χιλιάδες παιδιά, που τώρα ακούν την καρδιά να χτυπάει δυνατά μέσα στα αυτιά, θέλουν να γίνουν, για παράδειγμα, δικηγόροι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες; Και μάλιστα γνωρίζουν ότι, επαγγελματικά, οι περισσότεροι θα πάνε σαν τα πρόβατα στη σφαγή. Δεν υπάρχει επιλογή σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα δυσπροσάρμοστο, χωρίς φαντασία. Η παλέτα τους έχει περιορισμένα χρώματα. Είναι βέβαια και το κύρος, το status, τα απομεινάρια κοινωνικών αντιλήψεων από τα ’60ς. Από τότε δηλαδή που η είσοδος στο Πανεπιστήμιο σου επέτρεπε, πράγματι, να αλλάξεις κοινωνική τάξη. Υπάρχει και η άλλη κατηγορία: τα παιδιά που θα εγκλωβιστούν σε Σχολές για τις οποίες δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον ή σε ΤΕΙ της κακιάς ώρας στα οποία θα εγγραφούν, ίσως και για να φύγουν από το σπίτι, στραγγαλίζοντας οικονομικά τους γονείς, δίνοντας ανάσες στα μπαρ της γραφικής ελληνικής περιφέρειας. Δυστυχία με ακαδημαϊκή επικύρωση. Και φυσικά αυτά που θα αποτύχουν.
Ως πατέρας παιδιού που δίνει εξετάσεις μεταφέρω πολλές ενοχές απέναντι στον γιο μου και στη γενιά του. Ξέρω, βέβαια, ότι θα τα καταφέρουν. Θα τα καταφέρουν πολύ καλύτερα από μας. Ωστόσο φοβάμαι ότι τους παραδίδουμε μία χώρα χειρότερη από εκείνη που παραλάβαμε, σε έναν κόσμο που είναι πολύ πιο απαιτητικός από εκείνον που υποδέχθηκε εμάς. Και ενώ όλοι, όταν γίναμε γονείς, είχαμε άλλα όνειρα, κάναμε σπουδαία σχέδια για τα παιδιά μας, να που βρισκόμαστε και εμείς στα κάγκελα του σχολείου, προσπαθώντας, έκπληκτοι και μουδιασμένοι, να καταλάβουμε τι απέγιναν τα χρόνια που έφυγαν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News