Ηταν αρχές της δεκαετίας του 1980. Τα πρώτα ευρωπαϊκά κονδύλια άρχισαν να μπαίνουν στα ταμεία μιας χώρας που στην καλύτερη είχε μεγαλώσει με παπούτσι ελβιέλα, πουκάμισο βιοτεχνίας και μεταχειρισμένους Σκαραβαίους Volkswagen. Ηταν εκείνα τα πρώτα πολλά λεφτά που έπεσαν από την Ευρώπη με εντολή να φτιαχτούν οι υποδομές. Η εποποιΐα των ελληνικών αυτοκινητοδρόμων ξεκινούσε. Αλλιώς η μικρή ιστορία της εθνικής ενηλικίωσης.
Η αφήγηση θέλει να γίνεται τότε μια σημαντική κυβερνητική σύσκεψη ώστε να χαραχθούν οι στρατηγικές, να γίνει ο σχεδιασμός για τα έργα που θα απορροφούσαν εκείνα τα πρώτα κονδύλια. Η σκέψη όλων βγήκε αβασάνιστα: δρόμοι. Λογικό. Αποτελούσε εθνική ανάγκη να φτιαχτεί ένα στοιχειωδώς ευρωπαϊκό οδικό δίκτυο ώστε η χώρα να μπορέσει να κινηθεί επιτέλους προς το μέλλον. Σε εκείνη την πρώτη σοσιαλιστική κυβέρνηση υπήρχαν και πραγματικοί οραματιστές. Είπαν ότι αυτά τα χρήματα θα έπρεπε να πάνε για τον σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την κατασκευή ενός σύγχρονου οδικού άξονα που τελικά θα ένωνε την Πάτρα με τη Θεσσαλονίκη μέσω Αθήνας. Λογικό και πάλι.
Κάποιοι όμως διαφώνησαν. Γέλασαν. Θύμωσαν με την αφέλεια ορισμένων. Εξήγησαν ότι αυτά είναι μεγαλοϊδεατισμοί και ότι τα λεφτά έπρεπε να δοθούν για να κατασκευαστούν οι δρόμοι που θα ενώνουν μεταξύ τους χωριά και κωμοπόλεις και ας αφήσουμε το εθνικό οδικό δίκτυο πίσω. Βάφτισαν την όλη ιδέα «σοσιαλισμό», έργα για τους φτωχούς και τους περίφημους μη προνομιούχους. Ηταν λαϊκισμός του αισχίστου είδους: «Οι ψηφοφόροι μας μπορεί να μη χρειαστεί να πάνε ποτέ από την Πάτρα στην Αθήνα, αλλά χρησιμοποιούν καθημερινά τον δρόμο για να πάνε από τη μία κωμόπολη στην άλλη· αυτούς πρέπει να ικανοποιήσουμε». Αποδείχτηκε επιχείρημα ατράνταχτο καθώς στόχευε στο ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης και έπεισαν την κυβερνητική ομήγυρη. Οι μακρόπνοοι εθνικοί οδικοί άξονες παραμερίστηκαν, ενώ πρυτάνευσε η «στρατηγική» για έργα οδοποιΐας μικρότερης κλίμακας –και για μικρότερους εργολάβους, αλλά αυτό ας το αφήσουμε σήμερα– που θα γίνονταν γρήγορα και θα γέμιζαν τα καφενεία της επαρχίας με ικανοποιημένους ψηφοφόρους. Τα καφενεία ανταπέδωσαν τη χάρη. Το 1985 το ΠΑΣΟΚ πήρε 200.000 ψήφους περισσότερες απ’ ό,τι το 1981 και τις εκλογές της «Αλλαγής».
Πέρασαν 35 χρόνια από τότε. Ο Αλέξης Τσίπρας πήρε το γνωστό του ύφος. Αυτό το κάπως μεταξύ δυσκοιλιότητας και επανάστασης. «Δεν διεκδικούμε την πατρότητα του έργου αλλά»… Το είπε στα Τέμπη την περασμένη εβδομάδα, τα είπε και στην Κορίνθου – Πατρών που εγκαινίασε σήμερα. Αφόρισε όλους τους προηγούμενους και είπε το κοινότοπο ότι «οι αυτοκινητόδρομοι ανήκουν στον ελληνικό λαό». Ακούγεται ωραίο. Είναι;
Ο περίφημος «ελληνικός λαός». Αυτός ο περιούσιος λαός που κάθε τόσο τον βαφτίζουμε και «σοφό» για να του καλλιεργήσουμε ακόμα περισσότερο το υπερανεπτυγμένο Εγώ του. Αυτός ο ελληνικός λαός που ανεχόταν επί τέσσερις δεκαετίες να μη γίνονται οι κεντρικοί οδικοί άξονες που θα άλλαζαν τη χώρα, αυτός ο λαός που προτιμούσε την άσφαλτο στο χωριό να τη βλέπει η γιαγιά κάθε Πάσχα και όλη η φαμίλια μαζί όταν πήγαινε για να απογραφεί εκεί – άλλη ελληνική τρέλα, αλλά ας την αφήσουμε και αυτή σήμερα.
Ακόμα χειρότερα, αυτός ο ελληνικός λαός που δεν είχε πρόβλημα όλα αυτά τα χρόνια να μετράει αδιάφορα δεκάδες νεκρούς σε κατ’ ευφημισμόν αυτοκινητοδρόμους που ήταν κανονικές καρμανιόλες. Και αν τον ρωτούσες σου απαντούσε «εγώ ξέρω να οδηγώ» και προτιμούσε να του φτιάξεις τον δρόμο έξω από το σπίτι του. Ο ελληνικός λαός που έβλεπε παιδάκια να χάνονται στα Τέμπη και οικογένειες να χάνονται στις στροφές προς το Διακοφτό. Που προτιμούσε να φωνάζει αναιδώς «δεν πληρώνω» από το να βλέπει έναν αυτοκινητόδρομο να αποπερατώνεται ώστε να μπορεί να ταξιδέψει με ασφάλεια.
Οπως οι περισσότεροι, έχω ταξιδέψει και εγώ πολλές φορές στον Κορίνθου – Πατρών που εγκαινίασε σήμερα υπερήφανος ο κ. Τσίπρας. Εχω προσπεράσει τις εξωφρενικές πινακίδες: «Προσοχή! Στα επόμενα δύο χλμ. συμβαίνουν θανατηφόρα ατυχήματα» –το σωστό είναι «δυστυχήματα» αλλά ας το αφήσουμε και αυτό. Εχω οδηγήσει λοιπόν σε αυτά τα δύο χιλιόμετρα, στα οποία σε μια εντελώς παράλογη συμφωνία με την πραγματικότητα, αποδεχόμουν λίγο πολύ ως λογικό το ελληνικό κράτος να μου λέει ότι εν γνώσει του με αφήνει να σκοτωθώ. Κάποιοι δυστυχώς το έπαθαν. Επειδή όλοι εμείς, που γλιτώσαμε τόσα χρόνια από καθαρή τύχη, όλα αυτά τα θεωρούσαμε λίγο πολύ λογικά.
Οι αυτοκινητόδρομοι στην Κορίνθου – Πατρών, στα Τέμπη, στον Μαλιακό δεν ανήκουν στον ελληνικό λαό. Ανήκουν στους νεκρούς που χάθηκαν εκεί, όλα αυτά τα χρόνια που εμείς ως ελληνικός λαός μακαρίως περιμέναμε να ολοκληρωθούν. Μόνο σε αυτούς. Εμείς, ο περιούσιος ελληνικός λαός, αυτή η ασπόνδυλη και πολιτικά ασυνείδητη οντότητα, με την παραδοσιακή αδιαφορία για το ευρύτερο κοινό καλό και τη λατρεία για λαϊκιστές κάθε είδους, εμείς είμαστε αυτοί που τους αφήσαμε να χαθούν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News