Ζωρζ Σαρή: Τελευταία σκηνή
Ζωρζ Σαρή: Τελευταία σκηνή
Για τους Αλέξη και Μαρσέλ Καρακώστα
Όταν ανακάλυψε πως έλειπε η ταυτότητα της γυναίκας του από το συρτάρι, έπαθε έναν μικρό πανικό. Έναν-έναν έψαξε και ξανάψαξε τους φακέλους του, τις μυστικές κρυψώνες ως και τα πίσω ράφια της κουζίνας. Μάταια. Η ταυτότητα, μαζί με διάφορα άλλα, είχε κάνει φτερά. Ο ανόητος! Της είχε δείξει τυφλή εμπιστοσύνη, σαν να ’ταν οικογένεια. Δυο κασμιρένια ολοκαίνουργα παλτό της γυναίκας του και ένα φακελάκι-χαρτζιλίκι για την μικρή της κόρη, της έδωσε πριν φύγει δήθεν με άδεια. Αχ, γέρασες καημένε μου και τίποτε δεν κάνεις πια σωστά, μονολόγησε, πήρε ένα ταξί και κατέβηκε στο τμήμα να δηλώσει την απώλεια της ταυτότητας μονάχα.
Έχει περάσει ένας μήνας από τότε και έγιναν τόσα πολλά… Η κυρία της απογευματινής βάρδιας κάθεται πια και τα βράδια, κάθε πρωί στις 7 της δίνει τα τρία φάρμακά της και ύστερα ακριβώς στις 8 η Ζωή του παίρνει το αφρόλουτρό της: πολύ καυτό νερό, όπως της άρεσε πάντα. Τις τελευταίες μέρες βέβαια στο νοσοκομείο τα φάρμακα και οι ώρες τους έχουν τελείως αλλάξει και εκείνος δυσκολεύεται πια να τα θυμηθεί. Αν πέσει ο πυρετός ως την Τετάρτη θα γυρίσουν σπίτι. Επτά ημέρες έμειναν, χρειάζεται μόνο λίγη υπομονή.
Οκτώ καθέτως: κοινή ιδιοκτησία ενός πράγματος. Το πρωί στο τηλέφωνο ρώτησε τον γιο του. Εκείνος άρχισε να του εξηγεί με όρους νομικούς, αλλά η λέξη συγκυριότητα δεν χωράει στα κουτάκια. Κατέληξε έτσι στη λέξη συγκατοχή, με γ και όχι ν. Δεν είναι βέβαια ως έννοιες ταυτόσημες, αλλά πώς αλλιώς να το λύσει κανείς;
Από τις πολυθρόνες του καθιστικού τους μέσα από κάτι γεράνια βλέπουν τα αυτοκίνητα του δρόμου. Φέτος ο κισσός τους έγινε εκατό. Και εκείνος 90. Δέκα χρόνια όλα και όλα τους χωρίζουν. Αυτές τις μέρες που εκείνη λείπει, όλα μοιάζουν σχεδόν ακίνητα. Θα είναι μάλλον εκείνη η ακινησία που λένε πως βασιλεύει στα δωμάτια των ηλικιωμένων, εκείνη η γλυκιά τάξη μες το αργό τικ τακ του ρολογιού, ο χορός της λεπτής σκόνης διαγώνια με τις αχτίδες στο φως. Έπιπλα βασανιστικά γαληνεμένα, σαν έτοιμα για την οριστική αναχώρηση.
Όμως είπαμε, υπομονή ως την Τετάρτη. Μετά εκείνη θα είναι και πάλι καθισμένη στην θέση της. Και αυτός παραδίπλα, να της βαστά το κατατρυπημένο χέρι.
Μάλλον δεν πονάει. Ή πιο σωστά μάλλον δεν καταλαβαίνει πια ότι πονάει. Έτσι πάει αυτή η αρρώστια. Και έτσι και αυτός είναι πιο ήρεμος, γιατί ανησυχούσε για καιρό στην ιδέα ότι κάποιες φορές εκείνη καταλάβαινε τι περνάει.
Το νοσοκομείο απέχει δέκα λεπτά από το σπίτι. Δέκα λεπτά με τα δικά του βήματα. Τα απογεύματα, όταν επιστρέφει, προτιμά να περνάει μέσα από εκείνο το χέρσο οικόπεδο δίπλα στην πρεσβεία. Τα ξεραμένα χορτάρια του, του θυμίζουν καλοκαίρι και τον κάνουν να ξεχνιέται. Αυτό τον καιρό είναι λιγάκι σαστισμένος. Όχι ανάστατος, μονάχα σαστισμένος. Η σκέψη του, δηλαδή, είναι που πάει να τον αφήσει, αλλά αυτό πια δεν είναι για κείνον τόσο τρομακτικό. Έτσι έχουν τα πράγματα. Έτσι γίνεται πάντα με τους ανθρώπους. Κάτι σπάει και μετά η πραγματικότητα δεν ξανακολλάει. Τον Αύγουστο εκείνη γίνεται 88. Αν ζούσε η κόρη τους θα έκαναν ένα πάρτι. «Σαν ένα μεγάλο πάρτι» φώναξε ένα απόγευμα η γυναίκα του σχεδόν χαμένη στον δικό της κόσμο.
Πώς να κρατήσει και άλλο το μυαλό του; Τα πόδια του δεν τον βαστούν. Τα μάτια του καίνε από το κλάμα. Καθημερινά λύνει δέκα σταυρόλεξα. Και όταν τα σταυρόλεξα τελειώσουν, του βάζει να κάνει διαιρέσεις. Μαζί με τις δοκιμές. Και τι με αυτό; Πάνω από το αριστερό του μάτι έσπασε μια μικρή φλεβίτσα και έχει γίνει πια ολόκληρο μωβ. Ούτε αυτό πήρε χαμπάρι. Τρεις μέρες τώρα κλαίει διαρκώς.
Είναι πολύ πρωί και ένα θαμπό φως κόβει με γραμμές το ξύλινο πάτωμα. Ο κισσός έγινε εκατό και εγώ 90. Τη μια στιγμή παιδί και την άλλη γέρος, πολύ σχεδόν αιώνιος. Και ανάμεσα τόσα χρόνια, που πέρασαν και πήγαν κάπου μακριά και να δείτε πώς τρεμοπαίζουν ολόγυρα.
Τα απογεύματα περπατώ μέσα σε ένα ξερό χωράφι, το μονοπάτι λένε που βγάζει μέσα από μια ήσυχη απελπισία ίσια στην τελευταία σκηνή. Ανοίγω το συρτάρι. Βρίσκω εκείνο το γράμμα και αρχίζω να διαβάζω: «Μακάρι να μου είχαν βρει κάτι άλλο οι γιατροί. Εξετάσεις, εξετάσεις, τόσες εξετάσεις κι όμως τίποτε». Πόσο της άρεσε να γράφει γράμματα! Παντού τα γράμματά της, παντού αυτή, μαζί, συνιδιοκτησία μιας ωραίας ζωής.
Κοίταξε το ρολόι του. Πώς πέρασε η ώρα, πώς πέρασαν τα χρόνια. Φόρεσε το φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο, έβαλε λίγη κολόνια, πήρε τη γαρδένια του πίσω μπαλκονιού και ξεκίνησε για το νοσοκομείο. Στις 7 ακριβώς η Ζωή παίρνει το χάπι της. Μια ακόμη λήψη, άλλη μια πρόβα για την τελευταία σκηνή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News