694
|

Υποψήφιος βουλευτής άστεγος

Υποψήφιος βουλευτής άστεγος

Σε μια γωνία της Πατησίων, δίπλα ακριβώς απ' την είσοδο της πολυκατοικίας μιας κολλητής μου, έχει αράξει εδώ κι ένα χρόνο ένας άστεγος, δυο μέτρα ψηλός με ξανθό ράστα μαλλί (ή είναι η βρώμα που το κατσαρώνει; Να θυμηθώ να ρωτήσω την κομμώτριά μου τη Γιούλα), και φοβερά κουλ ταμπεραμέντο. Οι ένοικοι βρίζουν γιατί α) τους βρωμίζει την πρόσοψη και β) γιατί «έλεος, ούτε στο σπίτι μας δεν μπορούμε να μπούμε χωρίς να ψυχοπλακωθούμε». Αλλά δεν με πείθουν. Πρώτον, η πρόσοψή τους δεν είναι και τόσο γαμάτη ώστε να ανησυχούν. Δεύτερον, νομίζω πως φοβούνται περισσότερο την ιδέα ότι θα καταλήξουν δίπλα του να συλλέγουν άδεια μπουκάλια ρετσίνας Κουρτάκη. Τέλος πάντων. Εγώ προσωπικά έχω αναπτύξει μια σχεσούλα με τον τύπο. Όποτε νιώθω σκατά, πάω κι αράζω σ' ένα καφάσι που έχει πάντα δίπλα του, τύπου σαλόνι. Παίρνω και μπύρες απ' το περίπτερο και τις πίνουμε εκεί τα δυο μας ήσυχα-ήσυχα κι ωραία. Και τότε ξαφνικά σου λέει ότι στην προηγούμενη ζωή τον λέγανε Θανάση αλλά σ' αυτήν προτιμάει να τον λένε Ιούλιο, γιατί τον Ιούλιο έχει πάντα ζέστη. Τότε εσύ του λες χαίρω πολύ Ιούλιε, κι εγώ προτιμώ να με λες απλά κορίτσι. Τότε αυτός σηκώνει το κουτάκι την μπύρα, την τσουγκρίζει με τη δικιά σου και σου λέει: είσαι καλό κορίτσι -με σιγουριά, σαν καλά πληροφορημένη πηγή. Μετά ξανακάθεστε ήσυχα-ήσυχα και ρουφάτε τα ποτά σας. Ποτέ δεν λέει περισσότερα λόγια απ' όσα χρειάζονται. Και ξαφνικά μέσα στην ωραία ησυχία ακούς έναν ήχο. Δεν ξέρεις τι είναι, αλλά μπορεί να είναι τα δικά σου τα προβλήματα που συρρικνώνονται και ξαφνικά φαίνονται γελοιωδέστατα και απορείς τι διάολο σ' έπιασε και χτυπιόσουνα εξαιτίας τους τόσο καιρό. Και τότε η ζωή είναι ωραία, δηλαδή απλή. Μια μπύρα και λίγη παρέα και η νύχτα γίνεται πιο τρυφερή κι από του Φιτζέραλντ.

Χτες το βράδυ που ήμουνα πάλι σκατά, είχα πάρει τα μπυράκια μου και άραζα με τον Θανάση-Ιούλιο. Είχε πάρει να φτιάχνει και ο καιρός και σιγά-σιγά άρχισα να νιώθω πριγκηπέσα πάνω στο καφάσι-σαλόνι. Τι ωραίο είναι αυτό παίδες μου αγαπημένοι, να μπορείς να το βουλώνεις που και που τελείως, να μη λες τις συνήθεις παπάτζες, που τις βαριέται ακόμα και ο ίδιος σου ο εαυτός. Πάνω που γαλήνεψα τελείως, είπαμε να δούμε στο τάμπλετ μια ταινία με την Έρρικα και Μαργαρίτα Μπρόγιερ (!!!) ενώ  ο Ιούλιος είχε πάρει να μου πλέκει το μαλλί σε κοτσιδάκια. Δεν θα 'χανε κάνει το πρώτο τους ντουέτο τα κορίτσια, όταν μπουκάρει ένας Λάκης με πακέτο από τα Goodys, τα αφήνει μπροστά στον Ιούλιο προσέχοντας να μην ακουμπήσει ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ και πάθει καμιά αστεγίτιδα και περιμένει. Το τι περίμενε άγνωστο. Μάλλον να ξαναγίνει Θανάσης ο Ιούλιος και να ξεσπάσει σε κύματα ευχαριστιών, απέναντι στο φιλανθρωπικό μεγαλείο του Λάκη. Ο Ιούλιος συνεχίζει εντελώς αδιάφορος να πλέκει το κοτσίδι μου (είχε φάει τρία κομμάτια πίτσα πριν και ήταν υπεράνω), οπότε αναγκάστηκα να τον ρωτήσω εγώ τι σκατά θέλει και κάθεται εκεί σαν κολαούζος.

-Θα ήθελα να ρωτήσω τον κύριο -πώς σας λένε κύριε, με συγχωρείτε, δεν συστηθήκαμε, Πάνος Χ. λέγομαι- αν ενδιαφέρεται να γίνει υποψήφιος ευρωβουλευτής του κόμματός μας.

Στο σημείο αυτό ο Ιούλιος παρατάει το κοτσίδι και γουρλώνει το μάτι.

-Τι ;;;;!!! λέμε κι οι δυο μαζί (εμφανώς επηρεασμένοι από Έρρικα και Μαργαρίτα Μπρόγιερ)
-Μην ανησυχείτε, δεν θα χρειαστεί να αλλάξετε τίποτα. Δεν απαιτούμε ούτε να βγάλετε λόγους, ούτε τίποτα. Απλά να μας δώσετε το όνομά σας και τη συγκατάθεσή σας να σας βάλουμε στο ψηφοδέλτιο.
-Γιατί; ψέλλισε ο Ιούλιος.
-Γιατί είστε άστεγος, καταλαβαίνετε. Θέλουμε να υπογραμμίσουμε στον ταλαιπωρημένο ελληνικό λαό πως πονάμε, πως είμαστε με το μέρος των αδυνάτων.
-Αδύνατον, είπε ήσυχα ο Ιούλιος και ξανάρχισε να πλέκει το κοτσιδάκι μου.
-Τι δίνετε; πετάχτηκα εγώ, που ένιωθα ήδη σαν εκπρόσωπος τύπου. Μπορείτε να του βρείτε ένα σπιτάκι;
-Μα τότε δεν θα είναι άστεγος, μούδιασε ο Λάκης. Του δίνουμε δημοσιότητα όμως. Θα χαλάσει ο κόσμος, σας το υπόσχομαι. Θα τρελαθούν τα κανάλια. Με τόση δημοσιότητα θα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει ο κύριος… πώς τον είπαμε;

Γύρισα και κοίταξα τον φίλο μου. Δυστυχώς, δεν μπορούσα να διαλέξω εγώ γι αυτόν. Αυτός συνέχισε να πλέκει το κοτσίδι. Όταν τελείωσε, το καμάρωσε λιγάκι, χαμογέλασε και είπε στον Λάκη «Ουστ!».
Αυτό γουστάρω στον φίλο μου. Δεν λέει ποτέ περισσότερα λόγια απ' όσα χρειάζονται.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News