569
|

Ωδή στην Εύη Βουτσινά, την αληθινή μαγείρισσα

Γιάννης Παπαδημητρίου Γιάννης Παπαδημητρίου 12 Δεκεμβρίου 2013, 00:26

Ωδή στην Εύη Βουτσινά, την αληθινή μαγείρισσα

Γιάννης Παπαδημητρίου Γιάννης Παπαδημητρίου 12 Δεκεμβρίου 2013, 00:26

Οκτώβριος 2010, στην Αθήνα είχε πιάσει μια από αυτές τις εκνευριστικές βροχές – πότε μπόρα, πότε σταγόνες. Στο πρώτο μου ρεπορτάζ για την Καθημερινή, για το πώς συνδέεται η ελληνική γαστρονομία με το τουριστικό προϊόν της χώρας, ο διευθυντής μου με στέλνει να μιλήσω με την άγνωστη τότε για μένα, Εύη Βουτσινά. «Αν θες να καταλάβεις τι γίνεται στην κουζίνα, ξεκίνα οπωσδήποτε από τη Βουτσινά. Αυτή, μικρέ, ξέρει και θα σε βοηθήσει, είναι εγγύηση», μου είπε στο γραφείο του. Πράγματι, φόρτωσα την τσάντα μου με το δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι κι ένα τετράδιο για σημειώσεις, και κίνησα για το «Γιάντες» στα Εξάρχεια, το βιολογικό εστιατόριο όπου η ίδια επιμελούταν το μενού. Το ραντεβού μας ήταν καθορισμένο στη μία. Παρά τον άσχημο καιρό, σαν γνήσια οικοδέσποινα, με περίμενε έξω στη φρεσκοπλυμένη αυλή.

Ήδη από τα πρώτα λεπτά, η συζήτησή μας είχε ξεφύγει εντελώς από το θέμα που ερευνούσα. Έτσι όμως συμβαίνει με ανθρώπους που αποτελούν ζωντανούς θησαυρούς γνώσης. Φτάνεις σε ένα σημείο που οι ερωτήσεις χάνουν την προτεραιότητά τους, θέλεις απλώς να τα μάθεις όλα. Τι κι αν η γνώση μιας ζωής δε χωράει σε λιγοστές λέξεις, η Λευκαδίτισσα μαγείρισσα, με τα στρόγγυλα μάτια σαν παιδικές γκαζές, ανακάτευε τα νοήματα με τέτοιο τρόπο, που κάθε μπουκιά που μου έδινε από το καζάνι της εμπειρίας της, ήταν ένα ξεχωριστό μάθημα για την κατανόηση της πραγματικότητας. Στις δυο ώρες που συζητήσαμε, πάνω από λαχταριστούς μεζέδες που αγνοούσα παντελώς, με ταξίδεψε από την Κρήτη μέχρι την Κέρκυρα, κι από τη Σίφνο ως το ακριτικό Ορμένιο, αφηγούμενη ιστορίες από τις επιτόπιες δημοσιογραφικές έρευνες που έκανε, πολλές φορές με δικά της χρήματα.

Όση ώρα μιλούσε, ο θαυμαστός κόσμος της ελληνικής γαστρονομίας ανοιγόταν διάπλατα μπροστά μου σαν βεντάλια με εξωτικά χρώματα. Τα λόγια της ήταν ταπεινά και εκλεκτά συνάμα, όπως οι μεζέδες που ’χε φτιάξει για το καλωσόρισμα. Κουβέντα με την κουβέντα, ένιωθα ότι αγαπάω τον τόπο μου περισσότερο, με κυρίευε μια μανία να γυρίσω στα θρανία, να διαβάσω ξανά για την ελληνική παράδοση. Για μένα, αυτό ήταν η κυρία Εύη. Η αφορμή στα 26 μου χρόνια να ψάξω σε βάθος την ιστορία της πατρίδας μου, πέρα από τα σύνορα των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, να ανακαλύψω μυθικά χωριά και μυστικούς οικισμούς που ήταν διάσπαρτοι στην ελληνική γη. Μέσα από την ανάλυση ενός φαγητού, μιας πίττας ή ενός ψωμιού, σου εξηγούσε με τόση λεπτομέρεια την ιστορία μιας ολόκληρης κοινωνίας, που νόμιζες ότι μπορείς να μάθεις την Ελλάδα μέσα από τις κατσαρόλες, τις αλευρωμένες πινακωτές και τα τσουκάλια. Λόγου χάριν, το ψωμί με ορτύκια που τρώνε στη Μάνη, οφείλεται στο γεγονός ότι η βραχώδης περιοχή δεν είχε βοσκοτόπια για να ταΐσει γελάδες και αρνιά. Ως εκ τούτου, η έλλειψη πρωτεΐνης ανάγκαζε τους ντόπιους να υψώνουν στον αέρα δίχτυα ή σεντόνια για να πιάνουν τα ορτύκια κατά τη μεταναστευτική τους περίοδο.

Κυρία Βουτσινά, δε σας ήξερα τόσο καλά, για να πω ότι θα μου λείψετε. Σας γνώρισα όμως τόσο, ώστε να μου χαρίσετε τεφτέρια γνώσης που θα κουβαλάω όσο ζω, μαζί με τα τετράδια για τις σημειώσεις και το δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι, αυτό που θεωρούσατε περιττό. «Βρε, αγόρι μου, τι το θες τούτο εδώ το μαραφέτι; Ό,τι καθίσει στην ψυχή σου, αυτό να γράψεις…». Σας ευχαριστώ, αυτό μου κάθισε. Και μολονότι η απώλειά σας είναι μεγάλη, να ξέρετε ότι δε στενοχωριέμαι που φύγατε. Τώρα, εκεί στον παράδεισο, θα μπορείτε να μαγειρεύετε στον Ντοστογιέφσκι, στον Βαμβακάρη, στους Μπιτλς, και σε όποιον άλλον ονειρευόσασταν. Άλλωστε, εσείς δε λέγατε ότι μια μέρα θα καταφέρετε να τους κάνετε το τραπέζι;

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News