Βασίλης Τσιβιλίκας: Το χάρισμα
Βασίλης Τσιβιλίκας: Το χάρισμα
«Μα πώς γίνεται να σας αγαπάνε όλοι, κύριε Τσιβιλίκα;»» «Μόνο καλά λόγια ακούω για σας!», διαμαρτυρόμουν. «Ελα τώρα, Βασίλη, δεν είναι φυσιολογικό αυτό το πράγμα, δεν μπορεί να τα έχεις καλά με όλους. Δεν γίνεται να τα έχουν όλοι καλά μαζί σου!»
«Απ΄όσο ξέρω όχι, δεν έχω εχθρούς, κυρία μου». (Τον έλεγα «Κύριο Τσιβιλίκα», δημοσίως, παίζαμε πάντα αυτό το παιχνίδι, και με έλεγε «κυρία μου», μας άρεσε ο πληθυντικός, προσπαθούσα να τον κρατάω, στις συνεντεύξεις, αλλά δεν τα κατάφερνα πάντα. Φυσικά, παρασυρόμουν και ξαφνικά τον έλεγα «Βασίλη», (υπήρχε το θάρρος, οικογενειακοί- κυρίως- λόγοι), αμέσως το γύριζε στον ενικό και στο «Ρίκα». Για να μη φέρει εμένα σε δύσκολη θέση. Μια ξεχασμένη λέξη, «τακτ», αποκτούσε πάντα τη σωστή της υπόσταση, όταν ήταν γύρω ο Βασίλης Τσιβιλίκας.
«Τι θέλεις να σου πώ; Γιατί δεν έχω έχθρες; Ίσως δεν είμαι αρκετά μεγάλο ψάρι για να με ορέγονται τα αρπακτικά. Πού ξέρεις; Ίσως πάλι, να είμαι αρκετά έξυπνος ώστε να μην τους δίνω στόχο», μου απαντούσε παιχνιδιάρικα.
Πάντα χαμογελαστός. Με την έμφυτη ευγένεια που χαρακτήριζε κάθε του κίνηση, κάθε του λόγο, ακόμα κι όταν ο λόγος του ήταν οξύς -διότι μπορεί ο Βασίλης Τσιβιλίκας να ήταν βαθειά ευγενής, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να στέκεται κριτικά, ή αιχμηρά, απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις.
Κάποια στιγμή, σταμάτησα να τον ρωτάω «γιατί τον αγαπάνε όλοι». Υπέθεσα ότι θα έμενα με την απορία και απάντηση δεν θα έπαιρνα, τουλάχιστον όχι από τον ίδιο. Ο Βασίλης Τσιβιλίκας μεγάλο ψάρι ήταν, από τα πολύ μεγάλα μάλιστα. Το θεατρικό του ταλέντο (σαφώς διεθνούς επιπέδου) από αυτά που δεν μαθαίνονται, δεν διδάσκονται, απλώς «μοιράζονται» στην κούνια. Ο ίδιος όμως, το χάρισμά αυτό, το καλλιέργησε, του αφοσιώθηκε με απόλυτη συνέπεια, το τίμησε εμπράκτως μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του.
Με καλή πρόθεση, κάμποσοι δημοσιογράφοι του καλλιτεχνικού, τον ρωτούσαν κατά καιρούς εμμέσως ή ευθέως, γιατί επέλεγε να περιορίζει τις τεράστιες δυνατότητές του στο μπουλβάρ, στη φάρσα, ή στην ανάλαφρη κωμωδία. Με επίσης καλή πρόθεση (αλλά με λίγη κούραση, που έπρεπε να αναλύσει το αυτονόητο), εξηγούσε την άποψή του: Ακόμα κι ένας κακός ηθοποιός, έλεγε, μπορεί ν΄ανέβει στη σκηνή με μια νεκροκεφαλή και να αμολήσει τον μονόλογο του Αμλετ. Είναι τόσο συντριπτικός, τόσο πυκνός ο λόγος, σ΄ένα Σέξπηρ, ή σ΄έναν Μολιέρο, που κάτι θα «σώσει», ακόμα κι ο πιο ατάλαντος, έστω και παπαγαλίζοντας του ποιητή την αθάνατη κληρονομιά. Η πρόκληση στο «μπουλβαράκι» είναι να πάρεις αυτό το απελπιστικό κενό, τον αφρό του αστικού τίποτα, και να το ‘γεμίσεις’ με τα εργαλεία της δουλειάς, τη σάρκα, το αίμα, τα κόκκαλά σου. Το ήθος σου. Το γούσταρε αυτό. «Εκεί φαίνεται ο θεατρίνος», επέμενε.
Κάτι άλλο που πρόσεχα σ΄εκείνον, ήταν η αρραγής αξιοπρέπειά του. Είχε πάρει απόφαση πως το επάγγελμα, το συνάφι, οι ανθρώπινες σχέσεις, όλο αυτό το πακέτο που λέγεται «ζωή» έχει τα κάτω του και τα πάνω του. Πορευόταν αντρικά, χωρίς να ζαλίζεται στην άνοδο και χωρίς να κλαίγεται στις κατηφόρες. Έπαιζε αριστοτεχνική μπάλα στο θέατρο, ήταν γενναιόδωρος στη σκηνή, ιππότης στα καμαρίνια, τσαχπίνης στην παρέα, διακριτικός στα προσωπικά του, απλός στις συνήθειές του, με αντίληψη κοινωνική, γρήγορο μυαλό, μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα.
Ευχόμουν ανέκαθεν να είχαμε περισσότερους σαν εκείνον, και στο θέατρο και παντού. Νομίζω ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος, πιο φωτεινός.
Ωστόσο, έβρισκα ‘ανεξήγητο’ το πώς τα είχε πάντα καλά με όλους. Ειδικά σ’ αυτή την κλειστοφοβική πιάτσα, την πάντα έτοιμη να φαγωθεί μεταξύ της. Εντάξει, η ποιότητα, η λεπτότητα, το ταλέντο, το τακτ, είναι σπουδαίες αρετές, αλλά έχω δει και ανθρώπους που τα διαθέτουν όλα αυτά, να αλέθονται από τη μηχανή της ανθρωποφαγίας. Εκείνος όμως, ήταν παντού αγαπητός –τελεία. Στις θεατρικές παρέες, μιλούσαν για «το λελέκι » κι έσκαγαν ένα τρυφερό χαμόγελο, σαν συνεννοημένοι.
Σήμερα, μέσα στη μεγάλη θλίψη που με κατέκλυσε για τον πρόωρο (ίσως και αποτρέψιμο;) χαμό του, έλαμψε αιφνιδίως εντός μου και η εξήγηση που αναζητούσα. Για τους περισσότερους, ήταν προφανής: Εγώ που γεννήθηκα καχύποπτη, χρειάστηκα, δυστυχώς το σοκ της απώλειας για να φάω το φλας:
Ο Βασίλης Τσιβιλίκας ανήκε απλώς, στο σπάνιο είδος του ανθρώπου που τα είχε «βρει» με τον εαυτό του. Από νωρίς. Αυτό εξέπεμπε, αυτό και εισέπραττε. Ηρεμα και απλά.
Τώρα, αν αυτό είναι επίσης ένα ‘χάρισμα’ που σου δίνεται από την κούνια ή αν πρέπει επίσης να το τιμήσεις, να το καλλιεργήσεις, να το υπερασπιστείς με απόλυτη συνέπεια, ως το τέλος της ζωής σου, είναι μια άλλη ερώτηση- και σήμερα είμαι πολύ λυπημένη για τέτοιες ερωτήσεις.
Αντίο, λελέκι. Πέτα ψηλά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News