Δεν θυμάμαι πόσες φορές είχα ακούσει συγγενείς να φωνάζουν εκστασιασμένοι πως δεν πρέπει να ανησυχεί η μάνα και πως «μπόι είναι όλο αυτό καλέ, δεν είναι πάχος». Ύστερα μου έριχναν μια γλυκανάλατη ματιά και μου άφηναν ένα πλατύ χαμόγελο στα όρια της απειλής, χωρίς να καταλαβαίνω τον λόγο. Τους άκουγα όμως και έλεγα «δεν γίνεται, κάτι θα ξέρουν, πρέπει να κάνεις υπομονή». Την έκανα, αλλά τίποτα δεν συνέβη. Διότι αν ίσχυε αυτή η ανόητη κουβέντα παρηγοριάς, εγώ τώρα θα έπρεπε να ήμουν τουλάχιστον 1,95. Έμεινα πανηγυρικά στο 1,65 με την πίστη μου στην εγκυρότητα των λεγομένων της οικογένειας βαριά κλονισμένη.
Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε, αλλά εάν ποτέ πιέσατε τις δίπλες στην κοιλιά σας παριστάνοντας ότι συνομιλείτε μαζί τους, τότε σίγουρα μπορείτε να ταυτιστείτε. Αν δεν μπορείτε, τότε σας ζηλεύω, γιατί σημαίνει πως δεν γνωρίζετε πώς είναι να έχεις υπάρξει χοντρό παιδί. Κι εγώ δεν γνώριζα έως ότου επισκέφθηκα τους νονούς μου στην Αμερική. Μέσα σε τρεις μήνες, πήρα τριάντα κιλά. Δεν έτρωγα περισσότερο απ' όσο στην Ελλάδα. Είναι αυτά τα ρημαδοσυντηρητικά, βλέπετε… Και δεν το λέω εγώ, αλλά η μάνα. Η οποία έμπηξε τα κλάματα μόλις με είδε στην θύρα αφίξεων του αεροδρομίου, αφού βέβαια δεν με αναγνώρισε παρά μόνο όταν πήγα και στάθηκα ακριβώς μπροστά της. «Αχ, τι του 'καναν του παιδιού μου», να μοιρολογάει και δώστου να πιέζει με το δάχτυλό της το μπράτσο μου και μετά τα μάγουλά μου.
Για τα επόμενα δυο τελευταία χρόνια του Δημοτικού, αυτό το ζούληγμα ξαναζωντάνευε στο μυαλό μου κάθε φορά που κάποιος σχολίαζε το βάρος μου. Ξέρετε, τα παιδιά σε τέτοιες ηλικίες μπορούν να γίνουν πάρα πολύ σκληρά και άσπλαχνα. Σκλήρυνα κι εγώ με τη σειρά μου, βέβαια. Δεν δίσταζα να πιαστώ στα χέρια με την παραμικρή λοξή ματιά ή με την υποψία ότι ψέλλιζαν την λέξη που ξεκινάει από χι και τελειώνει σε -οντρή. Είτε ήταν ο αδερφός μου είτε οι συμμαθητές μου, ήταν αδύνατον να συγκρατήσω τον θυμό μου. Το μόνο αδύνατο πράγμα πάνω μου τότε. Όλα τα άλλα ήταν σε αφθονία. Μπούτια, μάγουλα, κοιλιά…
Ασφαλώς, κάποια από τα κιλά φύγανε από μόνα τους σαν να ξεφούσκωσα απότομα -διότι, είπαμε, «τα ρημαδοσυντηρητικά»…- αυτό όμως δεν αντανακλάτο και στα ρούχα μου. Τεράστιες φόρμες σε γκρι και μαύρο και βαρετά t-shirt μια παλάμη πάνω από το γόνατο φιλοξενούσαν το άχαρο σώμα μου που προσπαθούσε να βρει την ταυτότητά του. Και πιστέψτε με, είναι πάρα πολύ δύσκολο αυτό όταν έχεις να αντιμετωπίσεις τα βιτριολικά σχόλια των κοριτσιών και τα χοντροκομμένα πειράγματα των αγοριών. Τα ξεπερνάς, όμως. Λίγο ο μεταβολισμός στην εφηβεία που σμιλεύει το κορμί, λίγο η αυτοπεποίθηση που έχεις αναγκαστεί να αποκτήσεις, καταφέρνεις και τα αφήνεις όλα αυτά πίσω. Εκτός αν πετύχεις κάποιο βίντεο με πέντε αγνώστους που μιλάνε για τη δικιά τους ιστορία ως χοντρά παιδιά. Τότε θυμάσαι και πράγματα που είχες ξεχάσει, όπως το σύγκρυο που με πιάνει όταν ακούω τη λέξη «αφρολέξ». Α, ναι, γιατί δεν σας το είπα… Για μήνες μετά την άφιξή μου, η μάνα περιέγραφε σε φίλους και γνωστούς με παραστατικές κινήσεις και ύφος μεταξύ έκπληξης και αγανάκτησης την σκηνή στο αεροδρόμιο: «Μα παιδί μου σου λέω, ζουλούσες το δάχτυλο στο μπράτσο και το λίπος υποχωρούσε κι επανερχόταν σαν αφρολέξ!». Και δώστου, ξανά, το μοιρολόι…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News