1878
|

Το σινεμαδάκι το ξεσκέπαστο

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 3 Ιουλίου 2011, 19:32

Το σινεμαδάκι το ξεσκέπαστο

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 3 Ιουλίου 2011, 19:32

Ίσως φταίει ότι γεννήθηκα μια χιονισμένη νύχτα του Γενάρη, Αιγοκεράκι 4,5 κιλά – η επιστημονική ονομασία είναι δαμάλι (όταν η μάνα μου μ’ έβγαζε εξήμισι μηνών με το καρότσι, οι κυρίες με βλέπαν κι έλεγαν: «Καλέ, τριώ χρονώ παιδί κι ακόμα να περπατήσει;») Ίσως φταίει ότι, εξαιτίας κάποιου τρισκατάρατου γονιδίου, με το που πιάνουν οι πρώτες ζέστες αρχίζω να ιδρωκοπάω σαν τη γαϊδούρα στη γέννα. Ίσως πάλι να’ ναι το πάντοτε ακανθώδες θέμα της αναίτιας κι εξοργιστικής επίδειξης κοιλιακών, γλουτιαίων, δικεφάλων και ενδομητρίων που κυριέυει τους καλλίγραμμους ανθρώπους με το θέρος, κάνοντας εμάς τους κάπως αγύμναστους να νιώθουμε σαν ξεβρασμένες όρκες. (Και δεν είναι να πεις ότι δεν το προσπάθησα. Τρεις φορές έχω γραφτεί σε γυμναστήριο, και τις τρεις το παράτησα στον πρώτο μήνα, αφού κάθε πρωί πάσχιζα να βρω δικαιολογία για να κάνω κοπάνα – λ.χ. πρέπει να πάω στο Βασιλόπουλο στο Φάρο για να πάρω στίλτον / το ωροσκόπιό μου συνιστά ξεκούραση / με πονάν οι ωοθήκες μου, κ.α.) Τέλος, μπορεί να φταίει απλώς ότι τρώγομαι με τα ρούχα μου (κι ας είναι χαχόλικα), ή, όπως το θέτει ο σοφός λαός, «Ο κόσμος είναι απλόχωρος, και ο Κορτώ στενόχωρος.»

Ωστόσο, στο παρόν παραλήρημα σκοπεύω να μιλήσω με λόγια γλυκά σαν κουρκουμπίνια γι’ αυτό το υπέροχο πράγμα που λέγεται θερινό σινεμά, που η αναφορά του και μόνο ξυπνά στους ανθρώπους αισθήματα νοσταλγίας (και στα κουνούπια αισθήματα σηκωμάρας).
Διότι ποιος (εξόν από τους βόρειους λαούς, που άμα φκιάνανε θερινά σινεμά εκεί θα τους βρίσκανε οι παλαιοντόγοι του μέλλοντος, κάγκελο μες στον πάγο και με τη μηχανή να παίζει λούπα τη Σιωπή του Μπέργκμαν – εκεί να δεις απορία οι παλαιοντολόγοι) δεν έχει τρυφερές, ευφορικές αναμνήσεις καλοκαιριών σε χωριά, νησιά, κάμπους και κορφοβούνια, όπου, μόλις έπεφτε το βραδάκι και τα τριζόνια πιάναν το μονότονο τραγούδι τους, ο κόσμος μαζευόταν για ν’ απολαύσει, με σπόρια, στραγάλια, σταφίδες, χαρούπια και κόλλυβο, τη μαγεία της έβδομης τέχνης;

Θυμάμαι, παιδάκι στο Πολύχρονο, να βλέπω τον Ιντιάνα Τζόουνς, τον Σβαρτζενέγκερ με τον ΝτεΒίτο στους Δίδυμους, τη θεά Μπέτι Μίντλερ στο Big Business, την απείρως καυλιάρα Καθλίν Τέρνερ στον Πόλεμο των Ρόουζ (ιδανική ταινία για παιδάκια που οι γονείς τους ανταλλάσσουν πυρά – όχι πάντα μεταφορικά – κάθε μέρα), τον Ρότζερ Ράμπιτ, τον Εξολοθρευτή και τα άπαντα του Στάθη Ψάλτη, υπό τον έναστρο ουρανό της Κασσάνδρας.
Μολαταύτα, ως άνθρωπος εκ φύσεως γκρινιάρης και παράξενος, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές όχι και τόσο ειδυλλιακές εμπειρίες θερινής σινεφιλίας, οι οποίες, σε συνδυασμό με το μίσος μου για το καλοκαίρι και το θαύμα που λέγεται γρήγορο ίντερνετ, έχουν συντελέσει στην πολυετή αποχή μου απ’ αυτές τις τόσο θελκτικές νησίδες πολιτισμού και ανοχής (και αναφέρομαι στο τσιγάρο, που μόνο σε υπαίθριο σινεμά μπορείς ν’ απολαύσεις). Για λόγους ευπρέπειας και αποφυγή μηνύσεων, δε θα χρησιμοποιήσω τα πραγματικά ονόματα των κινηματογράφων. Ιδού εγώ, λοιπόν.

Σινέ «Ελονοσία» Ιούλιος στη Σαλονίκη. Θερινό σινεμά στην παραλία της Νέας Κρήνης. Νοτιάς, και το σκατό του Θερμαϊκού να εξαερούται, και κάθε τόσο ν’ αναρωτιέσαι ‘Ποιος πούστης την αμόλησε πάλι;’ Η ταινία, το Crash του Κρόνενμπεργκ – ομολογουμένως, όχι ό,τι πιο αλαφρύ για καλοκαιρινή έξοδο, μα τότε ακόμα ήμουν σινεφίλ της βαριάς κουλτούρας, και πίστευα ότι αν δεν υποφέρω σαν τον Κύριο στο σταυρό (βλ. πρώιμο Φασμπίντερ, Αντονιόνι, Ρομέρ κ.α.) ήμουν ένα ακαλλιέργητο μηδενικό. Βρήκα το Crash εξαιρετικό – αλλά για πρώτη φορά το είδα μετά από χρόνια, σε DVD, διότι το μοιραίο εκείνο βράδυ, με το που χαμηλώσανε τα φώτα κι άρχισε η ταινία, ένα σμήνος κουνούπια σαν πληγή του Φαραώ (από καθαρή κωλοφαρδία δεν πέθαναν κι όλοι οι πρωτότοκοι γιοι στην Καλαμαριά) κατέπεσε πάνω μας με λύσσα, και ιδίως σε μένα που, με τις τροφαντές μου γάμπες και το αίμα μου γλυκό σαν σιρόπι τριαντάφυλλο απ’ τα μαλεμπιά του Χατζή που κατέβαζα δέκα-δέκα, πρέπει να φάνταζα στα λαιμαργα μάτια τους σαν το σπίτι της μάγισσας στο Χάνσελ και Γκρέτελ. Η μόνη μου ευχή είναι πολλά από δαύτα να πέθαναν επί τόπου από υπεργλυκαιμικό κώμα, διότι με ξεσκίσανε τα πούστικα. Όταν γύρισα σπίτι, η μάνα με ρώτησε: «Πώς ήταν η ταινία;», έπειτα μου είπε: «Σαν πιο παχύ σε βλέπω απόψε,» και τέλος, διακρίνοντας ότι η κορμάρα μου η πολύτιμη είχε σπυριά ίσαμε δέκα βλογιοκομμένων, έβαλε κραυγή κι έτρεξε να φέρει αμμωνία, αντιϊσταμινικά, κορτιζονούχες αλοιφές, και τις ευχές του Αγίου Κυπριανού. Μέχρι και σήμερα, όποτε βλέπω τη Ροζάν Αρκέτ ή τον Ελίας Κοτέας, με πιάνει αυτομάτως φαγούρα.

Σινέ «Γιατί καλέ γειτόνισσα;» Επειδή τότενες δεν είχαμε ίντερνετ και γουϊκιπίντιες, μες στο κατακαλόκαιρο με την κολλητή, αντί να πάμε για κανά κοκτέιλ (ή δέκα) να ξαλλεγράρουμε, αποφασίζουμε να δούμε το Τζουντ ο Αφανής – που αν ξέραμε το στόρι, ακόμα θα τρέχαμε. Ο δε σινεμάς ήταν εξίσου ψυχοπλακωτικός με το ‘έργο’ (όπως λέγονται οι σοβαρές ταινίες): ένας μακρόστενος ακάλυπτος ανάμεσα σε τρεις εξαώροφες πολυκατοικίες, με οθόνη μεγέθους μονού κατωσέντονου – σα να βρίσκεσαι σε μπετονιέρα, και με καθίσματα αντιστοίχως εχθρικά προς τα εύσαρκα μεριά. Καθόμαστε λοιπόν να το δούμε το στενάχωρο, όταν ξαφνικά κάτι αρχίζει να μας αποσπά την προσοχή απ’ τον Τζουντ και την αφάνειά του: ένα σμάρι γάτες, οι οποίες, έχοντας στη διάθεσή τους δέντρα, μπαλκόνια, καρέκλες, τοίχους και δε συμμαζεύεται, το’ χαν κάνει παιδική χαρά το θερινό σινεμά, έτσι που πάνω που’ βλεπες τη λυπημένη μούρη του Κρίστοφερ Έκλεστον (που στα Ποντιακά είναι ο αόριστος του ‘κλάνω’), ξάφνου την 63 νούμερο μυτόγκα του σκέπαζε η σκιά γατιού που’ χε κάνει σάλτο μορτάλε απ’ την ταράτσα, καθ’ όσον φαίνεται είχε πάρει χαμπάρι τη μαυροψυχιά της ταινίας, και λέγοντας από μέσα του ‘Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα’, έπεφτε στο κενό. Το δε φιλοθέαμον κοινό, ένεκα που η ταινία ήταν πιο μαύρη και βαρετή κι απ’ την ντουλάπα του Ζορρό, είχε αρχίσει να κάνει χάζι τα αιλουροειδή. Και ξάφνου, πάνω που αναρωτιόμουν πώς δεν παραφρονούν οι πέριξ ένοικοι με τον καθημερινό σαματά του σινεμά, εξέρχεται στο μπαλκόνι του πέμπτου κυρία με ρομπάκι και μπικουτιά, και σκύβοντας ουρλιάζει: «Μωρή πουτάνα; Πόσες φορές σου’ χω πει να μην τα ταΐζεις τα κωλόγατα; Μέχρι στο κρεβάτι μου τα βρίσκω!» Οπότε βγαίνει και η γειτόνισσα του τέταρτου, στιβαρή και με δυο γατιά στην αγκαλιά, κι αντιγκαρίζει: «Δε λες κι ευχαριστώ που βρίσκεις κάτι στο κρεβάτι σου; Λάμια, ε λάμια;» «Μωρή θα σ’ τα φολιάσω τα βρωμόγατα, και σένα μαζί!» «Οι γάτες σε πείραξαν! Δεν κοιτάς τα χαΐρια του άντρα σου, που ξέρει όλο το πολεμικό ναυτικό με τα μικρά τους;» Η μαγευτική αυτή στιχομυθία συνεχίστηκε σχεδόν μέχρι το τέλος της ταινίας, επιβεβαιώνοντας την άποψή μου ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η ζωή υπερτερεί σαφώς της τέχνης.

Σινέ «Εγώ τον Νίο τον έχω χεσμένο»  Επειδής, όπως και σε πολύ κόσμο, το πρώτο Matrix με είχε υπεραρέσει, όταν βγήκε το σίκουελ το καλοκαίρι του δε-θυμάμαι-πότε (δείξτε επιείκεια – εδώ κάθε πρωί μου παίρνει δυο-τρία λεπτά να συνειδητοποιήσω την ώρα, τη μέρα, και το μήνα), έσπευσα σε θερινό σινεμά της πρωτεύουσας να το δω. Ωστόσο, από το πρώτο κιόλας μισάωρο, ήταν προφανές πως η ταινία ήταν αρπαχτή του κερατά και φέσι επικών διαστάσεων, κι ότι η Μόνικα Μπελούτσι έπαιζε ως γκεστ σταρ των βυζοπύραυλών της. Τότε ήταν που την ήδη διασπασμένη μου προσοχή τράβηξε μια θελκτική μυρωδιά κρεατίλας φτιαγμένης με έξι οκάδες μπαχάρια και αλεσμένες οπλές, ουρές, κέρατα και φρονιμήτες: τουτ’ έστιν, χοτ ντογκ. Και παρ’ ότι οι υπόλοιποι θαμώνες έμοιαζαν να σνομπάρουν την κάπως λερή καντίνα του σινεμά, εγώ σηκώθηκα, άφησα το Νίο να πηδάει από νταλίκα σε νταλίκα, και καταβρόχθισα στο όρθιο δύο χοτ-ντόγκια αμάσητα. Κανονικά, κρίνοντας απ’ το πένθος στα νύχια του καντινιέρη κι απ’ το γεγονός ότι τα λουκάνικα ήταν χρώματος πεθαμενί, θα’ πρεπε να το’ χα σκεφτεί πιο σοβαρά προτού πέσω στο σαβούρωμα, αλλά έτσι είναι ο αδηφάγος ο άνθρωπος, του λες «σαλμονέλλα να βάλω;» κι αυτός σου απαντά «ναι, αλλά όχι τσιγκουνιές.» Και καθ’ όσον η ταινία, κρίνοντας από φευγαλέες ματιές, πήγαινε απ’ το τραγικό στο τραγικότερο, λέω δε γαμιέται, ας φάω άλλα δυο χοτ ντογκ να στυλωθώ. Τώρα τι διάλο είχαν μέσα αυτά τα ακατονόμαστα λουκάνικα, ιδέα δεν έχω. Πτωμαΐνες, αμίαντο, τσίνορα από Δράκο του Κομόντο; Το θέμα είναι πως πριν περάσει τέταρτο, και πάνω που απολάμβανα το τσιγαράκι μου και την μπυρίτσα μου, αίφνης νιώθω τα σωθικά μου να αναδεύονται σαν να’ χα καταπιεί το Άλιεν και να επέκειτο καισαρική χωρίς αναισθησία. Ευτυχώς είχα παρκάρει κοντά στο σινεμά, κι ευτυχώς οι δρόμοι μέχρι το Μετς, όπου τσαντίριαζα τότες, ήταν έρημοι, κι ευτυχώς το κλειδί μπήκε με τη μία στην κλειδαριά. Μου πήρε δύο χρόνια να ξαναεμπιστευθώ λουκάνικο (και πλέον τα τρώω μόνον οίκαδε, για να’ χω τον απόπατο εύκαιρο), κι όταν είδα το τρίτο Matrix το’ δα σε ντιβιντί, επί του καναπέ, έχοντας ανά χείρας τσάι, στυφά μήλα, κι ένα Imodium για παν ενδεχόμενο.

Σινέ «Τα γραΐδια» Θερινό στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, προ ετών. Προβολή στα πλαίσια αφιερώματος τύπου ‘Από την πλήξη στην αυτοκτονία μέσα σε μόλις δύο ώρες’, κι έχουμε πάει με την κολλητή να ξαναδούμε το Θάνατο στη Βενετία, για να διαπιστώσουμε αν μας αρέσει ακόμα ή αν πρέπει να πάψουμε να λέμε φριχτά ψέματα ότι λατρεύουμε το Βισκόντι και να πορευθούμε στην οδόν της αληθείας, ομολογώντας ότι προτιμάμε τη βραζιλιάνικη σαπουνόπερα ‘Η Μαρία της γειτονιάς’. Ωστόσο, η δεύτερη αυτή θέαση απέβη εμπειρία αλήστου μνήμης, καθώς μπροστά μας ακριβώς ήταν καθισμένες δύο γραίες με λουλακί μαλλί κάσκα, οι οποίες ένας Θεός ξέρει πώς είχαν ξεστρατίσει ως εκεί (εκτός αν, ευρισκόμενες κοντά στο μοιραίο, έκαναν ένα είδος τουριστικής έρευνας, λ.χ. ‘Να πεθάνω καλύτερα στο δυάρι μου και να με βρουν απ’ την μπόχα, ή να τα κακαρώσω στα Καμμένα Βούρλα εν ώρα ηλιοθεραπείας και ν’ αφήσω κουφάρι χρώματος μπρονζέ μεταλλικό;’) Το θέμα είναι πως, με το που σκάει μύτη ο Τάτζιο κι ο Άσενμπαχ αρχίζει να τον λιγουρεύεται, το Ντούο Ακράτεια σκανδαλίστηκε ως εκεί που δεν παίρνει, κι έπιασε σοκαρισμένη κουβέντα, μεγαλόφωνη λόγω βαρηκοΐας. «Καλέ, αγόρι ειν’ τούτο;» «Θου κύριε, τέτοιες ωραίος άντρας και είναι από εκείνους;» «Μαρή μην είναι κορίτσι; Δες μαλλί.» «Καλέ δε βλέπεις που δεν έχει στήθια; Πα-πα-πα, κολάστηκα η χριστιανή!» Αυτό το βιολί (μακράν πιο γαργαλιστικό απ’ την ταινία) κράτησε μέχρι το τέλος, οπότε και η μία εκ των δύο γιαγιάδων μας χάρισε ατάκα-παρακαταθήκη για την αιωνιότητα. Ήταν η σκηνή όπου ο Άσενμπαχ αρχίζει να αγγελοκρούεται απ’ τη χολέρα και του τρέχουν οι μάσκαρες και τα στουμπέτσια που’ ναι πασαλειμμένος, και πονά και σφαδάζει, οπότε η θεά γριέντζω λέει μεγαλόφωνα: «Αμ τι τις ήθελες τις φράουλες, καψερέ; Δεν έτρωγες καμιά σπανακόπιτα καλύτερα;» Τα λόγια είναι περιττά.

Κι έχω κι άλλες τέτοιες ιστορίες, ακόμα πιο σκαμπρόζικες – απλά δε θέλω να εκθέσω κόσμο (ή μάλλον τον εαυτό μου, περισσότερο απ’ ό,τι τον έχω ήδη εκθέσει), αφηγούμενος αποτυχημένο χαμούρεμα βλέποντας (και καλά) το Thin Red Line, με τρίχες εφηβαίου να σκαλώνουν στο φερμουάρ και τις κραυγές μου να ξυπνούν όλους τους βαθιά κοιμισμένους θεατές, ή το νεανικό μου τραύμα στο Μπλε του Κισλόφσκι, όταν η άγνωστη διπλανή μου, εμπνευσμένη απ’ την ερωτική νεκρανάσταση της Ζιλιέτ Μπινός, αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να με κάνει άντρα και μου τον έπιασε πάνω που’ πεφτε ο ‘Ύμνος για την ενωμένη Ευρώπη’, κι έκτοτε κάθε φορά που ακούω Πράισνερ κάθομαι αυτομάτως σταυροπόδι.
Διότι αυτό που θέλω να σας μεταδώσω ιστορώντας τα πάθη μου, είναι το μοναδικό αίσθημα και τη μοναδική εμπειρία του θερινού σινεμά – μοναδικά κι ανεπανάληπτα σαν τον έρωτα, το ελληνικό καλοκαίρι, και τον παππού στην άκρη της σειράς που, στη μέση του Χάνιμπαλ, αποφάσισε να κολάσει την Κλαρίς, και πέταξε όξω το μαραμένο του κλαρί…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News