Είναι βράδυ Δευτέρας, πριν καμιά δεκαριά μέρες. Έχω γυρίσει από την δουλειά κι έχω πετάξει το κορμί μου πάνω στον καναπέ όπως πετάμε τα άπλυτα στον κάδο. Είμαι τόσο πτώμα που έχω γράψει σε post-it “εισπνοή-εκπνοή” και το έχω κολλήσει στον απέναντι τοίχο. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Γνωρίζω από πριν ποιος είναι. Η μάνα. Όχι, δεν έχω κάποιο τρίτο μάτι, αλλά ξέρω ότι πάντα βρίσκει και καλεί τις πιο ακατάλληλες ώρες λες και μυρίζεται η άτιμη το ψοφίμι στον αέρα.
Μου ανακοινώνει με ενθουσιασμό μικρού παιδιού που του αγόρασαν καινούριο μπαλόνι ότι ανεβαίνει Αθήνα το πρωί για κάτι δουλειές και σχεδόν με διατάζει να κανονίσω τα ωράριά μου με το γραφείο για να πάμε για ψώνια το απόγευμα. Η εμπειρία μου τόσα χρόνια σαν κόρη μου λέει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αντίστασης θα πάει στον βρόντο. Παρόλα αυτά, λέω να το παλέψω λίγο. Έτσι, για την τιμή των άγαμων θυγατέρων ρε γαμώτο. “Αχ μανούλα μου, αφού ξέρεις ότι τα βαριέμαι αυτά. Άσε που δεν έχει εκπτώσεις πια” της λέω με όσο θεατρινισμό μου επιτρέπει η κούραση. Τι ήθελα και το ξεστόμισα αυτό. Δεν κατάπινα κανά μαγκάλι κάρβουνα καλύτερα… “Τι λες καλέ; Μπορεί να μην έχει εκπτώσεις, αλλά έχει προσφορές! Μην σου πω ότι είναι καλύτερα τώρα” μου απαντάει με ύφος τσαντισμένης Λιάνας Κανέλλη. Ε, και κάπου εκεί εγκατέλειψα.
Το επόμενο απόγευμα, βρισκόμαστε στο κέντρο του Πειραιά. Βαθιά ανάσα, ισοτονικό ποτό για να αναπληρώσω τα χαμένα υγρά από το ανελέητο σούρτα-φέρτα και φύγαμε. Έχει πραγματικά αφηνιάσει από τις πρώτες κιόλας βιτρίνες. Κοντοστέκεται σε όλες αδιακρίτως, ακόμα κι αν πρόκειται για μωρουδιακά που μας είναι άχρηστα. Η αλήθεια είναι ότι έχω λίγο αγριευτεί. Με σέρνει στην κυριολεξία από το χέρι. Από το ένα μαγαζί στο άλλο απέναντι σαν μπίλια σε φλιπεράκι. Είμαι έτοιμη να βαρέσω tilt ή να ξεράσω. Ή και τα δύο ταυτόχρονα. Βάζω στοίχημα ότι τις προσεχείς ημέρες θα λάβω ευχαριστήρια επιστολή από τον Δήμο για την βοήθεια που τους παρείχαμε στα έργα τους σκάβοντας τα απαραίτητα αυλάκια από το πολύ πάνω-κάτω στα πεζοδρόμια. Ευτυχώς βραδιάζει, τα μαγαζιά κλείνουν κι εμείς επιστρέφουμε σπίτι με μόλις δύο σακούλες ανά χείρας. Η μάνα έχει ένα μυστηριώδες ύφος ευχαρίστησης στο πρόσωπό της. Αν κάπνιζε, είμαι σίγουρη ότι θα μου ζήταγε τσιγάρο. Κάτι ύποπτο συμβαίνει, αλλά δεν ξέρω τι…
Επειδή όμως ο καλός Θεούλης αγαπάει τα ψώνια, αλλά αγαπάει κι αυτούς που τα βαριούνται, έπεσε σήμερα το μάτι μου σε μία έρευνα που δημοσιεύτηκε στο βρετανικό “The Grocer” και επιτέλους κατάλαβα τι έκρυβε αυτό το χαμόγελο της μάνας που θα έκανε και τον Ντα Βίντσι να αναστηθεί για να το ζωγραφίσει. Με λίγα λόγια, αυτή η έρευνα έλεγε ότι οι καλές προσφορές στα μαγαζιά μπορούν να προκαλέσουν την ίδια διέγερση στον εγκέφαλο όσο και το σεξ. Ή και για να το πω αλλιώς, αν δείτε ότι δεν έχει όρεξη το μωρό απόψε, βγείτε έξω στους δρόμους και ηδονιστείτε με τις εκπτώσεις. Μην ακουμπάτε μόνο τις βιτρίνες και τρέχουν οι άνθρωποι να τις καθαρίζουν κάθε τρεις και λίγο.
Τώρα εξηγούνται όλα όμως. Γι’ αυτό κι ο πατέρας το γύρισε στο ψάρεμα όπως έμαθα προσφάτως. Γιατί η μάνα το έχει ρίξει στα ψώνια…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News