Τα δύσκολα
Τα δύσκολα
Διανύω, για πολλοστή φορά, μια δύσκολη περίοδο. Δόξα τω Θεώ δεν αντιμετωπίζω κάποιο πρόβλημα υγείας ή κάτι μπροστά στο οποίο ο άνθρωπος το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σηκώσει ψηλά τα χέρια, ανήμπορος για κάθε προσπάθεια. Κάθε άλλο. Έχω σχεδόν όλες τις δυνάμεις που θυμάμαι να είχα πάντα και είναι ελάχιστες, ακόμα, οι στιγμές που το σώμα μου μού υπενθυμίζει την ηλικία του. Έχω φίλους και έχω αγάπη πολλή που την νοιώθω και γύρω μου και μέσα μου και έχω βρει και μια έκφραση που περιγράφει αυτό που τις περισσότερες ώρες της ημέρας νοιώθω : Εσωτερική ηλιοφάνεια, το λέω. Δεν είναι πάντα εκεί, μη λέμε και ότι θέλουμε. Υπάρχουν κάτι πρωϊνά που δεν θέλω να ξυπνήσω με τίποτα και απελπισμένα προσπαθώ να κρατηθώ απ’ τ’ όνειρο που διαλύεται χωρίς να μπορώ εγώ να το σταματήσω, όσο κι’ αν το παλέψω αγκαλιά με το μαξιλάρι μου και με τα μάτια ερμητικά κλειστά, σχεδόν με πείσμα. Είναι μια μάχη που την χάνω πάντα και λίγα λεπτά μετά, μπροστά στον νεροχύτη και τον καθρέφτη, με την γεύση της οδοντόπαστας και το είδωλό μου να με παρακολουθεί ανελέητο, ούτε θυμάμαι πια τι ονειρεύτηκα. Μόνο αν βιαστώ και σημειώσω κάτι σ΄ένα χαρτί μ’ ένα στυλό, ένα μικρό ψήγμα, μπορεί να καταφέρω να επαναφέρω στη μνήμη μου μια-δυό στιγμές του ονείρου που, με το που πατάω το κουμπί του ασανσέρ, έχει πια διαλυθεί εντελώς.
Ο Samuel Taylor Coleridge (1772-1834) έχει γράψει ένα ποίημα που λέει, σε δική μου, πολύ πρόχειρη μετάφραση, περίπου αυτά :
«Κι’ αν σε πήρε ο ύπνος;
Κι’ αν μέσα στον ύπνο σου ονειρεύτηκες;
Κι’ αν μέσα στ’ όνειρό σου έφτασες στον Παράδεισο
Κι’ έκοψες από εκεί ένα παράξενο
Πανέμορφο λουλούδι;
Κι’ αν, ξυπνώντας
Κρατούσες το λουλούδι αυτό στο χέρι σου;»
Τι θα συνέβαινε αλήθεια σ’ αυτή την περίπτωση; Μην το δείτε απλά σαν ένα ποίημα, δείτε το σαν υπόθεση εργασίας. Δεν θα το αντέχατε, είναι πολύ απλό. Ούτε εσείς, ούτε εγώ, ούτε ο ‘Αλμπερτ Αϊνστάϊν, ούτε καν οΚουταλιανός που όλα τα μασάει. Είναι "δύσκολο" να συμφιλιωθείς με κάτι τόσο παράδοξο και ο άνθρωπος, όσο μπορεί, τα αποφεύγει τα "δύσκολα". Γι’ αυτό έχει φροντίσει η φύση να μην γίνονται τέτοια μπερδέματα μεταξύ του λογικού και του τρισδιάστατου, και «του άλλου κόσμου», του αόρατου – αν δεν είναι βέβαιη οτι είσαι ικανός να χωρέσεις στην πραγματικότητά σου τέτοιεςακραίες ασκήσεις θάρρους. Ξέρει η φύση με πόση δυσκολία και αγώνακαταφέρνει ο άνθρωποςνα συνεννοείται με την οικογένεια (ή με την μοναξιά του), να οργανώνει τη μέρα του στον ρεαλισμό, να εντάσσεται σε μια πραγματικότητα γενικώς αποδεκτή, να πηγαίνει στη στάση του λεωφορείου (ή εκεί που έχει παρκάρει το αμάξι του), στη δουλειά, στο σούπερ-μάρκετ, στην τράπεζα, στο σινεμά, σ’ ένα εστιατόριο, στο συνέδριο, στο αεροδρόμιο ή στον ραδιοφωνικό σταθμό όπου δουλεύει, πετώντας βιαστικά στον εσωτερικό του σκουπιδότοπο της λήθης, το Παραδεισένιο του λουλούδι – την αλήθεια του δηλαδή.
Λένε – και το πιστεύω και εγώ ακράδαντα – ότι η σκέψη έχει απίστευτη δύναμη. Γι’ αυτό, σου λέει, πρόσεχε μην κάνεις σκέψεις φοβισμένες και αδύναμες γιατί, αυτόματα, γίνεσαι αυτά που σκέφτεσαι. Δεν μπορείς να χτίσεις ένα σπίτι αν δεν είσαι βέβαιος ότι μπορείς να χτίσεις ένα σπίτι. Αν η σκέψη σου αμφιβάλλει έστω και για πολύ λίγο, το σπίτι δεν θα χτιστεί ποτέ. Ούτε την Βασιλίσσης Σοφίας δεν μπορείς να περάσεις πεζός απέναντι, από την διάβαση, κανονικά, αν σου περάσει από το μυαλό ότι δεν μπορείς να την περάσεις. Όλα όσα κάνουμε κάθε μέρα γίνονται γιατί δεν αμφιβάλλουμε ότι μπορούμε να τα κάνουμε. Αν μας περάσει απ’ το μυαλό πως δεν μπορούμε να φάμε, δεν θα κατεβαίνει μπουκιά. Και αν ανησυχήσουμε μήπως δεν πάμε τουαλέτα σήμερα, καλωσορίζουμε την δυσκοιλιότητα. Τόσο απλά. Από την άλλη μεριά, ακριβώς με τους ίδιους νοητικούς μηχανισμούς, εξαφανίζουμε από τη ζωή μας και το «δεν μπορώ, αδύνατον». Αν το «αδύνατον» εξορισθεί άπαξ και δια παντός ως σκέψη, όλα μπορούμε να τα καταφέρουμε. Μόνοι μας αποφασίζουμε πόσο ψηλά θα βάλουμε το πήχη, με το μυαλό μας πάντα. Τις λέξεις «αδύνατον», «αποκλείεται», «δεν μπορώ», οφείλουμε να τις κρατάμε όσο γίνεται πιο μακριά από τον συνειδητό εαυτό μας. Το ιδανικό θα ήταν να τις εξαφανίσουμε εντελώς από τη ζωή μας, να μην περνάνε καν από το μυαλό μας σκέψεις περιοριστικές των δυνατοτήτων μας.
Δεν λέω πως είναι εύκολο αυτό που ζητάω από τον εαυτό μου, από τους φίλους μου και απ’ όσους αγαπώ και νοιάζομαι γι’ αυτούς – όλο τον κόσμο δηλαδή. Είναι δύσκολο. Θέλει αγώνα, επιμονή, υπομονή, αποφασιστικότητα αδιαπραγμάτευτη. Αλλά στα δύσκολα φαίνεται ο άνθρωπος και εκεί «ψήνεται» και μαθαίνει και ωριμάζει και προχωράει και κατακτάει άλλον έναν πόντο ελευθερίας μέσα του. Γιατί η ελευθερία είναι και αυτή μια αρετή που αφορά πολύ περισσότερο την εσωτερική ζωή μας, τον μέσα κόσμο μας, παρά τις εξωτερικές συνθήκες. Αν εμείς είμαστε σίγουροι για κάποια πράγματα και δεν τα διαπραγματευόμαστε κρυφά με τον ίδιο μας τον εαυτό «αμφιβάλλοντας», αυτόματα τα κατακτούμε και στην ενταγμένη μέσα στην κοινωνία ζωή μας. Είναι νόμος αυτός. Ότι τόχεις κατακτημένο μέσα σου, οι άλλοι το αποδέχονται χωρίς δεύτερη συζήτηση. Ότι στη σκέψη σου είναι θολό, μουτζουρωμένο, ψαρωμένο, αμφίβολο, όσο κι’ αν προσπαθήσεις αποκλείεται να το πραγματοποιήσεις. Και, φυσικά, δεν είναι εύκολο να διώξει κανείς τη θολούρα και τη μουτζούρα και να επιτρέψει στον εαυτό του να δει καθαρά τι θέλει και πώς θα το καταφέρει. Είναι δύσκολο.
Γι’ αυτό διάλεξα τη λέξη, "δύσκολα", γι’ αυτό το κείμενο. Εχω παρατηρήσει ότι «στα δύσκολα» είμαι πολύ καλύτερος απ’ ότι στα εύκολα. Μπορώ να σου λύσω το σταυρόλεξο του μήνα και να κολλήσω στο παιδικό σταυρόλεξο, ποιο είναι το επίθετο του Μίκυ (Μάους είναι η απάντηση). Αν επρόκειτο για τον Θεοδωράκη η ερώτηση θα ήταν «ποιο είναι το επίθετο του Μίκη» και, σίγουρα δεν θα ήτανε στο παιδικό σταυρόλεξο. Αλλά αν κάτσεις να τα σκεφτείς όλα αυτά και δεν γράψεις αυτόματα και αποφασιστικά «Μάους», δεν τόχεις. Και άμα δεν τόχεις δεν έχεις τα κότσια να ξυπνήσεις πράγματι μ’ αυτό το παράξενο παραδεισένιο λουλούδι στο χέρι σου και, πολύ απλά, να το βάλεις σ΄ένα ωραίο βάζο σε περίοπτη θέση στο σπίτι σου και μετά να πάς να πλύνεις τα δόντια σου. Γιατί αυτά είναι τα δύσκολα : Τα απλά.
Κι΄όμως είναι καθαρά ζήτημα μυαλού. Αν δεν σε τρομάζει κάτι, το σκοτάδι, η μοναξιά, η αρρώστια, η κακία των ανθρώπων, η εγκληματικότητα, τα αεροπλάνα, ο θάνατος, τα νοσοκομεία, το Παραδεισένιο λουλούδι, τα περιλαμβάνεις στην πραγματικότητά σου και μπορείς να κάτσεις πολλές ώρες δίπλα στον ετοιμοθάνατο και να του χαμογελάς χωρίς να υποκρίνεσαι – έτσι του δίνεις δύναμη και δυναμώνεις κι’ εσύ. Δεν φοβάσαι να πάς μια βόλτα, περασμένα μεσάνυχτα, σε περιοχές με «υψηλή εγκληματικότητα»; Δεν πρόκειται να πάθεις τίποτα. Φοβάσαι μην σου κλέψουνε την τσάντα; Θα στην κλέψουνε κυρία μου σαράντα οχτώ φορές – μέχρι που θα μπεις στο βιβλίο Γκίνες.
«Κανείς δεν κατατρύχεται αν δεν κρατά στην τσέπη του μια πέτρα», λέει σαφώς ο δικός μας ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), στον «Μεγάλο Ανατολικό» του. Αν προχωράς στη ζωή με αλεξίσφαιρα γιλέκα και ένα όπλο στην τσέπη, θα την φας τη σφαίρα. Αν δεν σου περνάει καν απ’ το μυαλό το έγκλημα θα πεθάνεις είτε από βαθύ γήρας είτε από κάποια αρρώστια που (κατά βάθος) φοβόσουν μην πάθεις.
Τελικά μπορείς ωραιότατα (στα δύσκολα) να ξυπνήσεις με ένα λουλούδι απ’ τον Παράδεισο στο χέρι, να το βάλεις στο καλύτερό σου βάζο – και αν σε ρωτήσουνε οι φίλοι ή η γειτόνισσα που το βρήκες αυτό το παράξενο λουλούδι να απαντήσεις «στον Παράδεισο». Σε κανέναν δεν θα φανεί παράξενο και κανείς δεν θα το ψάξει παραπάνω – αν εσύ ο ίδιος είσαι απόλυτα πεπεισμένος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News