371
|

“Στον τόπο που ναυάγησες…”

Δημήτρης Καμπουράκης Δημήτρης Καμπουράκης 14 Φεβρουαρίου 2011, 06:18

“Στον τόπο που ναυάγησες…”

Δημήτρης Καμπουράκης Δημήτρης Καμπουράκης 14 Φεβρουαρίου 2011, 06:18

Γιορτάζετε σήμερα; Εγώ όχι, χεσμένο τον έχω τον Άγιο Βαλεντίνο. Για όσους από εσάς πάντως επιμένουν ακόμα σε θανάσιμους έρωτες, σε όρκους μέχρι θανάτου, σε κλάματα στα ηλιοβασιλέματα, σε φρικαλέες απελπισίες, σε μεθύσια μέχρι αναισθησίας και οργασμούς μέσα στον ύπνο τους (εξαιρώ την πανσέληνο του Ιούλη στην αρχαία Λισσό, για λόγους που δεν προτίθεμαι να εξηγήσω),  καταθέτω ένα παλιό  ερασιτεχνικό στοιχούργημα μου. Το ξέθαψα από ένα συρτάρι. Είχα ξεχάσει ότι υπάρχει. Το έγραψα όταν κάποτε με παράτησε μια κυρία και πήγε μ’ έναν άλλον που ήταν καλύτερος από μένα. Κόντεψα να πεθάνω από τη στεναχώρια μου. (Τώρα γελώ, τότε όμως ήταν πολύ σοβαρή η κατάσταση μου). Της άρεσε πολύ ένα τραγούδι από τα Κίτρινα Ποδήλατα (αν δεν κάνω λάθος) που ο πρώτος του στοίχος έλεγε «στον τόπο που ναυάγησες, τον κυβερνάνε μάγισσες». Τον άλλαξα λίγο και απευθυνόμενος αποκλειστικά σε μένα, έγραψα το ακόλουθο άκρως μεταφυσικό και δραματικά σπαραξικάρδιο στοιχούργημα: 

                                     Ναυαγός

Στον τόπο που ναυάγησες      μάγισσες κυβερνούνε
λάμιες που ξόρκια πλέκουνε     σε Ροβινσώνων στράτες
μα οι ναυαγοί του έρωτα     δεν βλέπουν, δεν ακούνε
βαριάς σιωπής χαμάληδες      της μοναξιάς διαβάτες.

Στις ερημιές που βούλιαξες     αερικά σφυρίζουν
Μέδουσες φιδοκέφαλες     της Κίρκης θυγατέρες,
από τους βράχους κρέμονται     φτύνουν και μαγαρίζουν
όσους η αγάπη ξέβρασε      στις μαύρες τους καλντέρες
                          στις ξέρες τούτου του νησιού, του ερωτομαγεμένου.

Γύρω από κόκκινες φωτιές    τα ξωτικά γλεντούνε
μεσ’ στις σπηλιές σε σέρνουνε     να πιεις και να μεθύσεις
σαν τις λαμπάδες καίγονται    κι ουρλιάζουν και πηδούνε
κι εσύ στη μέση μοναχός     άλλο δε θες να ζήσεις.                                                                                                              

Κι όταν το γλέντι μαραθεί    και κλάψεις και σπαράξεις
σαν το σκυλί που ορφάνεψε    σαν γλάρος ερημίτης
κι αφού σε κύπελα κρασί     πάλι  ξαναβουλιάξεις
ξυπνάς με άδεια την ψυχή      τρελός  βαρυποινίτης
                            στις ξέρες τούτου του νησιού, του ερωτομαγεμένου.

Ο τόπος που ξεβράστηκες      δεν έχει πίσω δρόμο
μόνο έναν ήχο μακρινό     που φέρνει το αεράκι
το γέλιο της το ειρωνικό     σαν γέρνει σ’ άλλον ώμο
που άντρα σε πήρε κι έγινες      κλαψιάρικο παιδάκι.

Γιατί αυτή που αγάπησες     δεν ξέρει, δε θυμάται
στις μάγισσες σε πέταξε     να μαραθείς, να σβήσεις.
Αυτή τα βράδια ανέμελη     σ’ άλλη αγκαλιά κοιμάται
κι εσύ καταδικάστηκες      να μην ξαναγαπήσεις
                             στις ξέρες τούτου του νησιού, του ερωτομαγεμένου
.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News