747
|

Relax: Don’t do it

Άρης Δαβαράκης 31 Μαΐου 2010, 09:19

Relax: Don’t do it

Άρης Δαβαράκης Άρης Δαβαράκης 31 Μαΐου 2010, 09:19

Η οδηγία είναι σαφής: Relax. Την βλέπω γραμμένη στην ετικέτα μιας σημαδούρας στη μέση του πελάγους, βάλε κάνα δίωρο μακρυά απο εκεί που βούτηξα. Είναι μια σημαδούρα, για ψάρεμα μάλλον, φρεσκοριγμένη, χθες ας πούμε, γιατί η ετικέτα πανω στο λευκό μπιτόνι που μέχρι πρίν λίγες μέρες περιείχε 13 κιλά παχύρευστο επαγγελματικό υγρό σαπούνι για λάντζα, διατηρεί όλα της τα χρώματα. Και η μάρκα του υγρού απορρυπαντικού «για την κουζίνα» είναι Relax. Ετσι όπως έχω κολυμπήσει κάνα διωράκι και έχω τουλάχιστον άλλο τόσο τουλάχιστον για την επιστροφή, τι καλύτερη ευκαιρία, αγκαλιάζω το μπιτόνι και επιπλέω χαλαρά πάνω σ’ αυτή τη ζεστή λίγο ομιχλώδη γαλάζια απέραντη σούπα που ήτανε την τελευταία Κυριακή του Μαΐου η θάλασσα ανάμεσα Μέθανα και Παλιά Επίδαυρο, με νοτιά και ζέστη, παραμύθι σκέτο. Σε μια τέτοια θάλασσα κάνεις ό,τι θες, είναι ολόκληρη σαν παπλωματάκι φουσκωτό για να ξαπλώνεις ανάσκελα με χέρια-πόδια απλωμένα και να κοιτάς τον ουρανό και τα γλαρόνια που, πολύ χαλαρά κι αυτά, μετά τα βολ πλανέ τους, έρχονται και επιπλέουνε σαν πάπιες δεξιά κι αριστερά σου. Σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος. Relax.

Το μυαλό, ακόμα και σε τέτοιο περιβάλλον, δεν σταματάει να κάνει τους δικούς του συνειρμούς – χαλαρωμένο όμως κι αυτό. Κι ο ουρανός, καθαρός, αστραπές ούτε φοβάται ούτε εγκυμονεί. Τίποτα. Relax μιλάμε, για όλη την πλάση (όσον αφορά εμένα βέβαια). Όλη η ένταση των τελευταίων εβδομάδων, κόμποι μυϊκοί σαν μικρές μπουνιές σε όλο μου το σώμα, ένας-ένας λύνονται. Έχω γίνει πιά ολόκληρος ένα κομμάτι βούτυρο ή πηλός ας πούμε, εύπλαστος, χωρίς καμμία ένταση να συσσωρεύεται κάπου και να δημιουργεί μποτιλιαρίσματα στην ομαλή κυκλοφορία αίματος και πνεύματος, απο κορυφής μέχρις ονύχων. Ενα ποναλάκι αντιμετωπίζω ακόμα στη ρίζα της σπονδυλικής στήλης και μια ελαφριά δυσκαμψία στον αυχένα, αλλά με το που πάει η σκέψη μου προς τα εκεί χαλαρώνουν και αυτές οι δυό τελευταίες αντιστάσεις και είμαι πιά ένα με το νερό. Στις απογειώσεις και τις προσγειώσεις τους τα γλαρόνια, που είναι παρέα ολόκληρη, δεν με υπολογίζουνε καθόλου – σε μια στιγμή νοιώθω ένα άγγιγμα φτερουδένιο τέρμα κάτω δεξιά στα δάχτυλά μου και, αργότερα στον κόλπο της αριστερής μου μασχάλης. Εχω γίνει φαίνεται ένα με τη θάλασσα και δεν ενοχλώ, ούτε φοβίζω.

Τι όμορφα και καλοφτιαγμένα πουλιά οι γλάροι, ε; Ευτυχώς που δεν τρώγονται ούτε κάνουν για οικιακά ζωάκια οπότε τούς έχουμε αφήσει στην ησυχία τους. Αν δεν είχαν αυτή την ιδιατερότητα να θέλουν να πετάνε ψηλά και μετά να πλανάρουνε πάνω στον άνεμο χαλαροί, μπορεί και να τούς βάζαμε λουράκι να βγαίναμε βόλτα στο Κολωνάκι ή την πλατεία Trafalgar με το φτερωτό ζωάκι μας. Και αν μπορούσαμε θα τα εκπαιδεύαμε σίγουρα να απογειώνονται για τα μεγάλα βολ-πλανέ τους και να επανέρχονται στην κλουβάρα τους, την μεγάλη ανοιχτή αγκαλιά μας σε πρώτη φάση και μετά στο καφασωτό στο λίβιγκ ρουμ, να βλέπουνε κι αυτά Τατιάνα, Θέμο και Χαρδαβέλλα ή Νικολούλη παρέα με τ’ αφεντικά τους, δηλαδή εμάς.

Οι γλάροι όμως έχουνε καταφέρει να παραμένουνε παρόντες στην πραγματικότητά μας, αν μας αρέσει να τούς παρακολουθούμε, αλλά απο μακρυά. Δεν θέλουνε να μπλέξουνε περισσότερο μαζί μας και είναι τυχεροί γιατί ούτε κι΄εμείς τους χρειαζόμαστε για κάτι, οπότε δεν τους κυνηγάμε. Εγω τουλάχιστον δεν έχω δει κανέναν να κυνηγάει γλάρους, ούτε για να τούς φέρει σπίτι (για φούρνο η κατασαρόλα) ούτε απο σπορ – όπως κυνηγάμε τα ελάφια ας πούμε. Αυτά μας προκαλούν με τη γρηγοράδα τους και θέλουμε να τα σκοτώσουμε και λίγο απο ζήλεια για την ομορφιά τους, αλλά έχουμε και δικαιολογία: Τρώγονται. Είναι «κυνήγι». Ενω ο γλάρος δεν τρώγεται. Οπότε απολαμβάνει την ελεύθερία του μακριά απο τίς δικές μας φιλοδοξίες, μεγαλομανίες, εξουσιολαγνείες ή γευσιγνωσίες. Γι’ αυτό και πολλοί απο μας θα θέλανε να είναι γλάροι – ή απλώς τους θαυμάζουν και τους αγαπάνε πολύ. Μετά τον Jonathan Livingston Seagull, του Richard Bach, μάλιστα, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1970, ο γλάρος έγινε και ένα είδος «συμβόλου» που παραπέμπει και στην εσωτερική μας αρμονία και ψυχική τελειότητα.

Δεν ξέρω πόσην ώρα έμεινα εκεί, ξεχασμένος πάνω απο το μπιτόνι με την ετικέττα Relax. Κάποια στιγμή το αποφάσισα και ξεκίνησα χαλαρά το κολύμπι της επιστροφής, όχι τίποτ΄άλλο, μην ανησυχήσουνε και οι φίλοι. Βέβαια δεν μου το βγάζεις απο το μυαλό πως όλο αυτό το τόσο πλούσιο σε συμβολισμούς περιστατικό ήτανε στημμένο απο κάποιο αόρατο χέρι, (γιατί «Συμπτώσεις δεν υπάρχουνε») για να με επαναφέρει στα ψυχοσωματικά λημέρια οπου λειτουργώ σαφώς καλύτερα. Ήτανε το δωράκι μου, το αντίδωρο, για την σχεδόν υποδειγματική υπομονή μου στίς δοκιμασίες της καθημερινότας τα τελευταία χρόνια. Και το πήρα το μήνυμα, δεν είμαι πια τόσο στραβός : Relax, σου λέει. Τι πιό σαφές;

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News