629
|

Πουλί ταξιδεμένο σε μακρινό νησί

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 16 Αυγούστου 2013, 01:03

Πουλί ταξιδεμένο σε μακρινό νησί

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 16 Αυγούστου 2013, 01:03

Μου λείπεις, πανάθεμά σε.
Κι αν δεν επικοινωνώ και τόσο συχνά, είναι για να μην επαληθεύσεις το φευγιό σου απαντώντας με δέκα αισιόδοξες αράδες στο Facebook, κι επειδή μ’ αρέσει να παραμυθιάζομαι πως είσαι ακόμα εδώ, κι ότι όπως κάθομαι τα απογεύματα μπορεί να χτυπήσει το θυροτηλέφωνο και να ‘σαι εσύ, που ’χες δουλειές στο κέντρο και είπες να περάσεις να με δεις.

Αν πω ότι δεν σε ζηλεύω θα πω ψέματα. Κι όχι τόσο για την ίδια τη μετανάστευση – δεν εξιδανικεύω, ξέρω ότι και η ξενιτιά έχει τα ζόρια της, κι απαιτεί πολλές θυσίες – όσο για τον τσαμπουκά σου, το σθένος που επέδειξες όταν είπες το άι σιχτίρ κι έκλεισες τα βιβλία σου και διέκοψες το ΤΕΒΕ και είπες, δεν πα’ να ’μαι τριάντα τριών χρονώ, θα ξεκινήσω και πάλι απ’ το μηδέν για μια καλύτερη ζωή.

Ελπίζω η ζωή σου να είναι όντως καλύτερη. Ελπίζω ο καινούριος τόπος και οι άνθρωποι που τον κατοικούν να σου φέρονται με την αβρότητα, την ευγένεια και την αγάπη που σου αρμόζουν, και να γλίτωσες απ’ ό,τι ασχήμια σ’ έδιωξε εντέλει απ’ την Ελλάδα. Για κάθε χέρι που σε τραυμάτισε, ελπίζω να βρεθεί ένα που θα σε χαϊδέψει.
Σε μελετάμε συχνά με τα παιδιά. «Τι να κάνει αυτή η ψυχή;» ρωτάει κάποιος κι εγώ απαντώ μονομιάς «Καλά θα είναι,» με τη βεβαιότητα της μάνας ή του ομοζυγωτικού διδύμου, που ενώνεται με την αγαπημένη ψυχή με δεσμούς τόσο ισχυρούς κι άτρωτους στις αποστάσεις, ώστε αν σου συμβεί και το παραμικρό κακό θα το καταλάβω διαισθητικά. Όχι, στο μυαλό μου είσαι πάντα καλά – την ξέρεις, μωρέ, τη μικρή, πάντα τα φέρνει βόλτα, σαν τη γάτα που πέφτει με τα τέσσερα.

Και δεν το διάλεξα τυχαία το παράδειγμα. Γιατί τα μωρά σου – πέντε τον αριθμό – είναι και δική μου παρηγοριά τώρα που δεν μπορώ να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Ξέρω τουλάχιστον ότι το σπίτι σου δεν είναι έρημο, κι ότι οι χνουδωτές ψυχές που ’χουν τραφεί με την αγάπη σου, σ’ την επιστρέφουνε τα κρύα βράδια του χειμώνα όταν χουχουλιάζουν γύρω σου στο κρεβάτι. (Τι αξιοθαύμαστη που ήταν πάντοτε η προσήλωση της καρδιάς σου! Δυο μήνες αφού έγινες γατομάνα το γύρισες στη χορτοφαγία – πώς μπορούσες να τρέφεσαι με ζωντανά πλάσματα όμοια με τα μωρά σου; – κι ένα μήνα μετά το τερμάτισες κι έγινες vegan, και περάσαμε βράδια ολόκληρα συζητώντας, εσύ να μου εξηγείς χωρίς ίχνος συγκατάβασης ή ανωτερότητας πώς και γιατί, κι εγώ να ρωτάω και να ξαναρωτάω βλακωδώς, «Ναι, βρε τζιγέρι μου, αλλά χωρίς τυρί πες μου, πώς την παλεύεις;». Μέχρι το τσιγάρο έκοψες με το πείσμα σου, που θα με φαλιρίσει τον αχαΐρευτο έτσι όπως καπνίζω σαν το τρίφυλλο της Πυθίας, και θυμάμαι λίγο καιρό μετά να μου λες, «Είναι καλύτερα και τα μωρά τώρα που καθάρισε το ντουμάνι – δεν φτερνίζονται τόσο συχνά.»)

Όσο για μας εδώ, τι να σ’ τα λέω, τα διαβάζεις και στο ίντερνετ. Απ’ το κακό στο χειρότερο πάνε τα πράγματα – ιδίως η Χρυσή Αυγή κάθε μέρα με κάνει να ξερνάω της μάνας μου το γάλα – αλλά θέλω να πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα στρώσουν, διότι άμα δεν το φανταστώ τουλάχιστον το φως στο βάθος, δεν με βλέπω καλά, φιλενάδα. Με ελπίδα κινείται το σαραβαλάκι της επιβίωσης.

Δεν σου γράφω άλλα, ούτε τα πιο μελοδραματικά για το πόσο σ’ αγαπώ και πόσο σε νοσταλγώ, σκασμένο, γιατί θα με πιάσουνε τα κλάματα, καθ’ όσον ακούω και Χατζιδάκι την ώρα που σου γράφω – και μάλιστα ένα απ’ τ’ αγαπημένα σου, το «Τραγούδι της σειρήνας». Γιατί είσαι λυπημένο και δε μιλάς και συ;

Πάλι καλά που έχουμε και τα καλοκαίρια, και θα μας έρχεσαι έστω και για πέντε-δέκα μέρες να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου κι εμάς η καρδιά μας που θα σε ξαναδούμε. Για πάρτη σου έχουμε κρατήσει όμηρο τον ήλιο.
Μου λείπεις, πανάθεμά σε.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News