Ήταν Απρίλης του 2005 όταν πρωτοσυνάντησα τον Μένη Κουμανταρέα. Ως υπεύθυνος παρουσίασης ενός λογοτεχνικού περιοδικού, που εκδίδει η Λέσχη Συγγραφέων Αλβανών Μεταναστών, έψαχνα να βρω Έλληνες συγγραφείς και δημοσιογράφους, να τους καλέσω στην εκδήλωση. Να γνωριστούμε, και να μας βοηθήσουν με την πείρα τους να βελτιώσουμε το περιοδικό. Ο Κουμανταρέας ανταποκρίθηκε άμεσα, χωρίς ίχνος «ντίβας». Ήρθαν και αρκετοί άλλοι γνωστοί συγγραφείς, δημοσιογράφοι, ποιητές, κριτικοί λογοτεχνίας. Ασυνήθιστο, για εκδήλωση μεταναστών και για περιοδικό που κυκλοφορούσε στην αλβανική γλώσσα. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που λόγω δυσκολίας της γλώσσας, είχαν λιγότερες επαφές με Έλληνες συναδέλφους, ένιωσαν ισότιμοι και ευπρόσδεκτοι. Θυμάμαι τον Τίτο Πατρίκιο, που είχε πει ότι η πρώτη γενιά μεταναστών λειτουργεί όπως τα δεκαπεντάχρονα παιδιά: γράφει ποιήματα, ερωτεύεται, προσπαθεί να εκδώσει περιοδικά. Αυτό που κάναμε κι εμείς.
Ο Κουμανταρέας μιλούσε χαμηλόφωνα -τόσο που με δυσκόλευε στη μετάφραση- συνεσταλμένα, με έμφυτη ευγένεια που σε καθήλωνε. Μας συνεχάρη, μας ενθάρρυνε, μίλησε για τους δικούς του μετανάστες. Για τους φίλους του, έτσι τους έβλεπε, για την πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Έλεγε τα μικρά ονόματα, ανδρών και γυναικών, από διάφορες χώρες, με την ευκολία που απαριθμούμε τους παιδικούς μας φίλους. Στο τέλος, μας υποσχέθηκε να γράψει κάτι μόνο για το περιοδικό μας. Και κράτησε στο ακέραιο τον λόγο του. Κάποια στιγμή, με ενημέρωσε να πάω να το πάρω. Ήταν ένα διήγημα που το είχε τιτλοφορήσει «Ο Άγιος Παντελεήμονας». Δεν ξέρω αν πλέον υπάρχει και σε κάποια από τα βιβλία του. Την περιοχή φαινόταν να την ήξερε σε κάθε γωνιά. Μέσα από τις λέξεις έδειχνε ότι αφουγκράζεται τον κάθε ήχο της, να αισθάνεται την κάθε ανάσα, να πετάγεται σε κάθε θόρυβο που έβγαζε. Ένα εξαίσιο λογοτεχνικό ρεπορτάζ ήταν περισσότερο, παρά λογοτεχνική δημιουργία. Το μετέφρασα με πολλή χαρά.
Έκτοτε, τον συνάντησα μερικές φορές. Συζητήσαμε και για μετάφραση βιβλίων του στην αλβανική. Του άρεσε αρκετά η ιδέα. Ρωτούσε ειλικρινά για την πορεία του περιοδικού. Έβρισκε πάντα μια αφορμή να αναφερθεί στους μετανάστες. Με εκείνον τον ξεχωριστό, ευγενικό λόγο και έκφραση, τις μετρημένες κουβέντες.
Και ξαφνικά, μαθαίνω ότι βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του. Κάποιος, φαίνεται, που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του, τον έστειλε στον θάνατο. Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι ο Κουμανταρέας, ο συγγραφέας-υπέρμαχος της ειρήνης, πέθανε λόγω βίας. Δεν θέλω να διανοηθώ, παρά το γεγονός πως είχε πέσει θύμα βίας από ναζί, όπως είχε καταγγείλει, ότι ο θάνατός του οφείλεται σε πολιτικές διαφορές. Η μη χρήση όπλου ή μαχαιριού και η μη παραβίαση της οικίας του, μάλλον αυτό μαρτυρούν. Αυτά, όμως, θα τα βρει η Δικαιοσύνη, που εύχομαι να το πράξει σύντομα. Αναρωτιέμαι, ποιος ήταν αυτός που σήκωσε χέρι πάνω στον Μένη Κουμανταρέα, άραγε; Ποιος έστειλε στον θάνατο τον συγγραφέα; Ποιος τιμώρησε την ειρήνη -που αυτός ζητούσε και υπερασπιζόταν- με θάνατο; Πόσο μας θλίβει αυτή η απώλεια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News