3212
|

Πλαστικέ μου έρωτα

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 14 Δεκεμβρίου 2011, 06:12

Πλαστικέ μου έρωτα

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 14 Δεκεμβρίου 2011, 06:12

Κατ’ αρχάς οφείλω να μνημονεύσω ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζω παιδιόθεν, και το οποίο αποτελεί τη βάση για τα έκτροπα που θα σας αφηγηθώ εντός ολίγου. Όπως λοιπόν υπάρχουν άνθρωποι με αλλεργία στις τρίχες γάτας, στη γλουτένη (ό,τι κι αν είναι αυτό – αλλά για να ’ναι τόσο στη μόδα πρέπει να ’ναι ωραίο πράμα), ή στις υψηλές οκτάβες και τις ταυτολογίες της Δέσποινας Μοιραράκη («Αυτή την κα-τα-πλη-κτι-κή μπουχάρα την έφερα εγώ, η ίδια, μόνη μου, με τα χεράκια μου, απ’ τα υψίπεδα του Χαμούρ-Πονστάν!»), έτσι κι εγώ πάσχω από σοβαρή και ανίατη αλλεργία στο χρήμα. Που σημαίνει ότι, ενώ το λατρεύω, και το θέλω κοντά μου, μετά από μερικά λεπτά έκθεσης στη χάρτινη σαγήνη του αρχίζω να παρουσιάζω γενικευμένο κνησμό – με ή χωρίς καντήλες – τα χέρια μου καίνε και τα πόδια μου αρχίζουν να με μεταφέρουν, εκόντα άκοντα, στο πλησιέστερο κατάστημα (ανεξαρτήτως του τι εμπορεύεται) προκειμένου να απαλλαγώ απ’ την αλλεργιογόνο παρουσία των ευρώ που μπορεί να θέσουν την υγεία μου σε μεγάλο κίνδυνο.

Τα πρώτα συμπτώματα της νόσου αυτής που έμελλε να με ακολουθεί εσαεί ως μία απ’ τις φωνές που συνθέτουν τον κακό μου εαυτό παρουσιάστηκαν αρχικά όταν ήμουν στην τρυφερή ηλικία των έξι ετών, όπου, μαζί με την προπαίδεια, το Σύμβολο της Πίστεως και την subjonctif, έπρεπε να μάθω και το αγαθό της αποταμίευσης.

Με το που μας το εξήγησε η δασκάλα, βεβαίως, τσίνισα αυτομάτως – διότι, όπως έχω αναφέρει και αλλού, οι γονείς μου ήταν και οι δύο θηριωδώς σπάταλοι. Οπότε γυρίζω στο σπίτι, κι όπως καθόμαστε να φάμε, τους ρωτάω ποια ακριβώς είναι τα οφέλη της αποταμίευσης. Οι έρμοι γονείς, φορείς κι αυτοί του ένοχου γονιδίου, κοκκίνισαν και βουβάθηκαν λες και τους είχα ζητήσει να μου εξηγήσουν τις τεχνικές λεπτομέρειες και παραλλαγές παρτούζας έξι ατόμων. Τέλος ο πατήρ Κορτώ, ως κουβαλητής, κολώνα του σπιτιού και μπουγαρίνι του Μικρού Καράμπουρνου, αφού ξερόβηξε και κόμπιασε, κατέληξε στην εξής απάντηση: Πώς όταν αποταμιεύεις, τα λεφτά που μαζεύονται είναι πολύ περισσότερα απ’ το εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι, και μπορείς να τα ξοδέψεις όοοολα μαζί, αγοράζοντας ένα κάρο πράγματα.

Κι ενώ η προοπτική ενός υπέροχου κάρου γεμάτου με βιβλία, video games και επιτραπέζια ήταν αρκετή για να μου προκαλέσει σιελόρροια, η συλλογιστική της αποταμίευσης εξακολουθούσε να μου φαίνεται μια μπούρδα και μισή. Δηλαδή αντί να τρως τα λεφτά λίγα-λίγα, τα τρως όλα μαζί; Σπουδαία αρετή!

Ωστόσο, ως ευεπηρέαστο μπουρεκάκι που ήμουν, αποφάσισα ν’ αρχίσω κι εγώ να αποθησαυρίζω, εντός παραδοσιακού γουρουνοκουμπαρά που μου ’χε φέρει δώρο μια θειά κι ο οποίος μέχρι τότε τελούσε χρέη μπιμπελό. Το θυμάμαι ακόμα το γουρουνάκι εκείνο, διότι ήταν πανέμορφο: γαλάζιο, με ροζ πιτσίλες, και κάτι ματάρες με τσίνορα καμπαρετζούς που το ’βλεπε κανίβαλος και γινόταν vegan επί τόπου. Εκείνο που δεν είχα υπολογίσει, ωστόσο, ήταν πως, άπαξ και η Γαλάζια Καλλονή μπούκωνε από κέρμα και χαρτονόμισμα, θα ’πρεπε να την ανοίξουμε – και καθώς τότε ακόμα δεν έπαιζε λαπαροσκόπηση, ο μόνος τρόπος να λευτερώσουμε το άτιμο το χρήμα ήταν σπάζοντας τη γουρουνίσα εις τα εξ' ων συνετέθη. Κλάααμααα! Θρήνος και κοπετός! Απαρηγόρητος να ολολύζω κάτω απ’ το πάπλωμα, ενόσω ο δόλιος πατέρας έστεκε δίπλα με τον κουμπαρά στα χέρια ως άλλος Αβραάμ που περιμένει το θείο όρντινο.

Στο τέλος το γουρούνι συνετρίβη στο πάτωμα του μπαλκονιού, και με τμήμα του περιεχομένου του (που δεν ήθελα μήτε να τα δω – τα λεφτά με είχαν κάνει προδότη και συνεργό σε φόνο) η μαμά μου πήγε και μου πήρε άλλο γρούνι, χρώματος λιλά (ερωτικός προσανατολισμός: αναπόδραστος), το οποίο γρούνι από κάτω είχε μια πλαστική τάπα, ώστε έτσι και το πιτσιρίκι πάθαινε αμόκ, αντί να παίζει με σφυριά ή να σουτάρει τον κουμπαρά από κανά μπαλκόνι σαν τη Θεία απ’ το Σικάγο, άνοιγε την τάπα, τσιμπούσε το κάτι τις του, το ξόδευε, και ησύχαζε το σκασμένο. Του κώλου αποταμίευση θα μου πείτε, αλλά εγώ και το λιλά γρούνι περάσαμε ένα χρόνο πλήρως αρμονικής συνύπαρξης, στη διάρκεια του οποίου είχα χώσει τόσες φορές τα δάχτυλά μου στην τρύπα του, που αν είχε στόμα θα μου ζητούσε τεστ Παπ. Εκείνο που δεν συνυπολόγισα, ήταν το γεγονός της σταδιακής μου λουκουμαδοποίησης, στα πλαίσια της οποίας, εξόν απ’ την κοιλίτσα, τα μεριά και τα ροδομαγουλάκια μου, είχαν αφρατέψει και τα χεράκια μου. Οπότε και μια ωραία πρωία οι γονείς ξυπνούν απ’ τα ουρλιαχτά του σπλάχνου τους, που ’χε χώσει χεράκι μέσα-μέσα για να τσιμπήσει ένα τζαναμπέτικο κατοστάρικο, με αποτέλεσμα το χέρι του να φρακάρει στο ύψος του καρπού. Η ιστορία επαναλήφθηκε και μετά τη δεύτερη χοιροκτονία αποφάσισα ότι θα αγόραζα εγώ κουμπαρά της αρεσκείας μου. Όπερ και εγένετο κι έτσι απέκτησα το πρώτο μου μίνι-χρηματοκιβώτιο, του οποίου τον συνδυασμό ξέχασα τη δεύτερη μέρα, λίγο προτού χάσω και τα δύο του κλειδιά. Η αποταμίευση δεν με ήθελε καθόλου.

Και ήταν λογικό. Τα δύο σχετικά παραμύθια που είχα διαβάσει δεν είχαν την παραμικρή σχέση με μένα και τη ζωή μου. Στο πρώτο ο μικρός πρωταγωνιστής μαζεύει κουκί-σπυρί ό,τι βγάζει ως λουστράκος, κι έτσι, όταν μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα ο άσπλαχνος εργοστασιάρχης απολύει τον πατέρα του απ’ τη φάμπρικα χωρίς αποζημίωση (του κώλου σωματείο είχε ο πατέρας) και δεν ξέρουν τι θα απογίνουν καθ’ όσον έχουν και μάνα φθισική και κατάκοιτη, ο πιτσιρικάς σπάει τον κουμπαρά, βγαίνει από μέσα τσοκ μπερντέ, και περνάει μπέικα η φαμίλια (μέχρι που τελειώνουν οι γιορτές, οπότε υποθέτω πως αυτοκτονούν ομαδικά, άλλο αν η αφήγηση σταματά στο χριστουγεννιάτικο δείπνο, με στολισμένο δέντρο, γαλοπούλα θρεμμένη με ουράνιο και τη χτικιάρα μάνα ντυμένη με μαύρη τουαλέτα, να μη φαίνεται και το κόκκινο της αιμόπτυσης). Στο άλλο, ο μικρός πρωταγωνιστής είναι ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο που κάθε χρόνο παίρνει ένα βουνό δώρα που τον αφήνουν παγερά αδιάφορο, μέχρι που γνωρίζει ένα χαμίνι, γίνονται κολλητοί, και βλέποντας σε τι εξαθλίωση ζει ο φίλος του και η φαμίλια του, ο πιτσιρικάς παίρνει ούλα του τα δώρα παραμάσχαλα και τα μοιράζει στη Συνοικία η Απόγνωσις. Όλα καλά κι ωραία και μελό, μόνο που: α) εγώ δεν ήμουν λουστράκος (τότε ακόμη ούτε καν πουστράκος δεν ήμουν), β) ο μπαμπάς μου δεν δούλευε σε φάμπρικα, αλλά ήταν οδοντίατρος στο ΙΚΑ, γ) η μάνα μου μπορεί να ’βηχε μια ζωή σαν αδελφή Μπροντέ αλλά αυτό οφειλόταν στα τέσσερα πακέτα τη μέρα που φουμάριζε, και δ) η γειτονιά μας κατοικείτο από πλουσίους και νεόπλουτους, που έτσι και βλέπανε χαμίνι το ψεκάζανε με TEZA, γιατί αυτά τα χαμίνια είναι άτιμο πράμα, κι έτσι και σου κάνουν φωλιά σε καμιά κουζίνα κάτω απ’ το νεροχύτη, τη γάμησες.

Η εφηβεία δεν έκανε τίποτε άλλο απ’ το να επιβεβαιώσει τις απόψεις μου περί χρήματος και γιατί η άμεση απαλλαγή μου απ’ την τόσο λαχταριστή του παρουσία ήταν ζήτημα επιβίωσης. Επιπλέον, όταν βιβλία και CD δεν συνυπολογίζονταν στο χαρτζιλίκι, κι αφ’ ης στιγμής μπορούσα να κλέβω τσιγάρα απ’ τους γονείς μου, δεν υπήρχε όχι λόγος, αλλά ούτε στιγμιαία φαντασίωση αποτεμίευσης. Ωστόσο, παρ’ όλη μου την τρυφηλότητα, ενδόμυχα, ξέροντας καλά τα κουσούρια μου, είχα ορκιστεί στον εαυτό μου ένα πράγμα: πως ό,τι κι αν έκανα στη ζωή μου, ποτέ μα ποτέ δεν θα αποκτούσα πιστωτική κάρτα. Ο πατέρας μου είχε βεβαίως δυο-τρείς, αλλά τις χειριζόταν με σύνεση, και μου είχε εξηγήσει τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην αλόγιστη χρήση του πλαστικού χρήματος, με περιγραφές που μπροστά τους εικόνες πολύνεκρων τροχαίων και φρικαλέα παραμορφωτικών και θανατηφόρων ασθενειών ωχριούσαν. «Να ξες πόσα έχει η τσέπα σου,» όπως έλεγε κι ο παππούς μου ο Πέτρος.

Μόνο που ο καιρός περνά, κι ο άνθρωπος μεγαλώνει, και συνειδητοποιεί αυτό που υποψιαζόταν ανέκαθεν: ότι ο μόνος λόγος να γεμίσεις την τσέπα σου είναι για να μπορείς να την αδειάσεις με τους αγαπημένους σου κι ότι, όσα βάσανα κι αν φέρνει η κακοδιαχείρισή του, το άτιμο το χρήμα μπορεί να προσφέρει τρομερή ανάταση.

Και περνούν τα χρόνια ως είθισται, και φτάνουμε στο σωτήριον έτος 2005. Έχουμε μόλις μετακομίσει με το Κουτάβι στην τωρινή μας κατοικία και το πρώτο μέλημα, ασφαλώς, είναι η επίπλωσή του. Οπότε και παίρνω τη μεγάλη απόφαση να βγάλω την πρώτη μου πιστωτική, δίνοντας όρκο στον εαυτό μου, πως, αφότου σκάσω τα απαιτούμενα φράγκα στο ΙΚΕΑ, δεν θα την ξαναχρησιμοποιήσω ποτέ, αλλά θα την ξοφλήσω και θα την κόψω (κούνια που με κούναγε…) Όταν όμως ήρθε η ώρα να πάω στην τράπεζα κώλωσα, διότι, μικρός κι αθώος κι αμάλλιαγος όπως ήμουν, και μη γνωρίζοντας ότι οι τράπεζες έτσι επιβιώνουν την σήμερον ημέρα, φοβόμουν μη μου πουν: «Ουστ από δω ψωρίλε συγγραφίσκο που θες και πιστωτική!» Αντιθέτως, το μόνο που χρειάστηκε ήταν η υπογραφή του πατέρα μου ως εγγυητή, ο οποίος με όρκισε στα κόκκαλα της μάνας μου, τα δικά του και των Ελλήνων τα ιερά, να μην πατήσω το πόδι μου σε καζίνο φέρων πιστωτική κάρτα. Η αγωνία του ήταν δικαιολογημένη, βέβαια, καθώς λίγα χρόνια πριν, όταν στην όμορφη Θεσσαλονίκη είχε πρωτανοίξει το υπέρλαμπρο καζίνο γνωστού ξενοδοχειακού ομίλου, η παλιά μου βερζιόν των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών, με το δέλεαρ του πρωινού μπουφέ όπου με 5 ευρώ έτρωγες ένα χοιροστάσιο μπέικον και πέντε πανέρια αυγά, πού μ’ έχανες πού μ’ έβρισκες ξημεροβραδιαζόμουν στη ρουλέτα των ψιλικατζήδων, να πίνω τζιν τόνικ μέχρι τελικής πτώσης και να ξεπαραδιάζομαι για να περνά η ώρα.

Όλα πήγαν κατ’ ευχήν και μάλιστα, προς απέραντη χαρά μου, δέκα μέρες μετά βρήκα στην αλληλογραφία μου όχι τη μία που είχα ζητήσει, αλλά δύο πιστωτικές! Κατενθουσιασμένος, έσπευσα να μοιραστώ το χαρμόσυνο νέο με το Κουτάβι, προτρέποντάς το να εκμεταλλευτεί κι αυτό την απίστευτη γαλαντομία της τράπεζας – οπότε κι ο νουνεχής καλός μου με πληροφόρησε ότι στην πραγματικότητα η δεύτερη κάρτα συνιστούσε παγίδα για να ξοδέψω και να χρεωθώ κι άλλο κι ότι έπρεπε να την καταστρέψω πάραυτα ή έστω να του την δώσω να την καταχωνιάσει στου βοδιού το κέρατο και να με προστατεύσει απ’ τον σπάταλο εαυτό μου.

Αλλά την επομένη πήγαμε στο ΙΚΕΑ, όπου για πρώτη φορά κατάλαβα τι εστί καταναλωτικό αμόκ. Το ’βλεπα; Το ποθούσα για έστω και 4/10 του δευτερολέπτου; Το ’ριχνα στην τσάντα δίχως δεύτερη σκέψη. Μέσα σε τέσσερις ώρες ψυχωσικής υπερέντασης, γεμίσαμε τέσσερις τσάντες με τζίτζιλα-μίτζιλα (μιλάμε για τόσο λούτρινο κουκλάκι και πλαστικό παιδικό σερβίτσιο και φωτάκια νυκτός, που άνοιγες χαλαρά βρεφονηπιακό σταθμό), φορτώσαμε δυο παλέτες έπιπλα ως απάνω, και φεύγοντας, σηκώσαμε και τα μισά τρόφιμα. Το τριχίλιαρο που έσκασα είχε τσούξει λιγάκι, αλλά είχε κι ένα στοιχείο εξωπραγματικού: Είχα όντως μόλις ξοδέψει 3000 ευρώ; Ένα εκατομμύριο παλιά λεφτά; Εγώ; Δεν μπορεί. Και μόλις παράχωσα κάρτα κι απόδειξη στην τσέπη, το όργιο ήταν ως μη γενόμενο. Ακολούθησε μήνας απερίγραπτης ευφορίας και διακοσμητικού οίστρου, όπου τα πρωινά εγώ και η Ρ. συναρμολογούσαμε τα έπιπλα όλα λάθος και τα βράδια το Κουτάβι γύριζε απ’ τη δουλειά, τα ’λυνε, και τα ξανάφτιαχνε σωστά.

Και στο μήνα πάνω σκάει ο πρώτος λογαριασμός… Και συνειδητοποιώ για πρώτη φορά το ιλιγγιώδες ύψος του χρέους, καθώς και το γεγονός ότι, για να το εξοφλήσω καταβάλλοντας μόνο την ελάχιστη δόση, θα ’πρεπε να ζήσω μέχρι τα ενενήντα έξι μίνιμουμ. Οπότε, καθώς τα ζόρια της μετακόμισης καλά κρατούσαν, τι πάω και κάνω η γάτα με τα πέταλα; Αρχίζω να χρησιμοποιώ τη δεύτερη κάρτα ως cash card για να πληρώνω τις δόσεις της πρώτης, αλλά και για ποικίλα άλλα έξοδα, αντιμετωπίζοντας το πιστωτικό της όριο σαν καταθετικό λογαριασμό που μου ’χε χαριστεί, ως διά μαγείας, για τις δύσκολες στιγμές. Με αποτέλεσμα σύντομα η δόση της να ισοφαρίσει τη δόση της πρώτης και πλέον ξετιναγμένης κάρτας.

Κι όπως συμβαίνει στο πρώτο στάδιο του πένθους, περνώ απ’ το πρώτο σοκ στην άρνηση – η οποία και εκδηλώνεται ως εξής: κάθε φορά που έσκαγε ο φάκελος με τη λυπητερή, αντί να τον ανοίγω και να συγχύζομαι, τον πετούσα όπως ήταν στα σκουπίδια και κατέθετα όσα ήθελα, όποτε ήθελα και αν ήθελα. Η φάση ‘φύγε κακό απ’ τα μάτια μου’ κράτησε κανά τρίμηνο, στο τέλος του οποίου το Κουτάβι με συνέλαβε επ’ αυτοφώρω να σουτάρω μια ντάνα φακέλους στον κάδο κι αρπάζοντάς με απ’ το αυτί μου εξήγησε ότι δεν παίζουμε μ’ αυτά τα πράγματα. Οπότε κι εγώ του εξομολογήθηκα πως το τελευταίο διάστημα, όποτε μ’ έπαιρναν τηλέφωνο για να μου υπενθυμίσουν τη δόση που πάσχιζα με κάθε τρόπο να ξεχάσω, προσποιούμουν ότι δεν είχα σήμα, βγάζοντας άναρθρες κραυγές του τύπου: «Χχχχ… δεν ακούω τι λε… σύνδεση…χχ…» και στα καπάκια κλείνοντας κινητό, σταθερό και παραθυρόφυλλα.

Η μόνη λύση ήταν η μεταφορά υπολοίπου σε πιστωτική άλλης τράπεζας. Εγώ την είχα ακουστά τη μεταφορά, αλλά όταν το Κουτάβι μου εξήγησε πώς λειτουργεί (κι εγώ τα εξέλαβα όπως με βόλευε, τουτ’ έστιν ότι μια καλόκαρδη τράπεζα-σωτήρας θα μ’ έσωζε απ’ τα νύχια της κακιασμένης τράπεζας που με κυνηγούσε για μερικά ψωροχιλιάρικα), ενθουσιάστηκα τόσο που πήγα επί τόπου κι έσκασα 120 ευρώ για ροζ σαμπάνιες, για να γιορτάσουμε την επικείμενη λευτεριά μου.

Κι έτσι γίναν τρεις οι πιστωτικές… Βέβαια, προτού το Κουτάβι υπογράψει ως εγγυητής, μ’ έβαλε να επαναλάβω τον δεκάλογο του συνετού καταναλωτή:

«Τι κάνουμε όταν έρχεται ο λογαριασμός;»
«Τον ανοίγουμε και τον διαβάζουμε.»
«Και μετά;»
«Τον πετάμε και βάζουμε – ε, δηλαδή, βάζουμε την ελάχιστη καταβολή.»
«Και τι ΔΕΝ είναι η πιστωτική κάρτα;»
«Δεν είναι κάρτα απεριορίστων αναλήψεων από ΑΤΜ.»
«Γιατί;»
«Γιατί τα επιτόκια για την ανάληψη είναι λίγο πιο μικρά απ’ το σύμπαν γιατί πρέπει να χωράνε κάπου.»
«Και τι είναι η τράπεζα; Φίλος ή εχθρός;»
«Εχθρός.»
«Και τι μας κάνει έτσι και τη φεσώνουμε επ’ αόριστον;»
«Μας παίρνει το πατρικό και βρισκόμαστε χωρίς βρακί στον κώλο.»
«Και γι’ αυτό….;»
«Δεν αγοράζουμε ακριβά βρακιά; Όχι, όχι! Είμαστε συνεπείς με τις δόσεις!»

Και ούτω καθ’ εξής, μέχρι που το ’μαθα νεράκι το μάθημά μου.

Μόνο που σπάει ο διάολος το ποδάρι του και λίγες μέρες μετά ο καναπές του σαλονιού κλατάρει. Κι έπειτα από μια βδομάδα ξάπλας και κωλοχτυπήματος σε κάθε λογής και τιμής καναπέδες, ερωτευόμεθα αμφότεροι ένα αριστούργημα της Roche Bobois (όπου εξακολουθώ να διάγω το μεγαλύτερο μέρος του βίου μου). Και παρά τους αλλεπάλληλους όρκους, βγάζω μία κάρτα απ’ τις πρώην ξεπαρθενεμένες και νυν παρθενοραμμένες και μια βδομάδα μετά τα μεριά μου βρίσκονται στη βασιλεία των ουρανών, απολαμβάνοντας την υψηλής αισθητική αφρατοσύνη του νέου καναπέ.

Παράλληλα, ωστόσο, συνέβαιναν πλήθος άλλες σπατάλες, μικρές και μεγάλες και τεράστιες, τόσο στα μαγαζιά της Αθήνας όσο και της αλλοδαπής. Διότι με το που αυγάτισε το δρομολόγιο της easyJet, αρχίσαμε να κάνουμε το Παρίσι-Βερολίνο Σύνταγμα-Ομόνοια – και φυσικά τι πιο πρακτικό, αντί να κουβαλάς πάνω σου ένα μάτσο ευρώ και να τα νιώθεις να λιγοστεύουν δραματικά, απ’ το να πασάρεις την κάρτα στον εξυπηρετικότατο υπάλληλο, να πατάς μια τζίφρα, και να φεύγεις απ’ το εκάστοτε ανάκτορο της haute couture φορτωμένος με τις σακουλάρες σαν πετρελαιάς; (άλλο που δεν έχεις πετρέλαιο μήτες για εντριβή). Κι ασφαλώς, όλοι οι ομοιοπαθείς το ’χετε αισθανθεί – το ζωτικό ψεύδος, και την απερίγραπτη ηδονή του. Ότι αν χλαπακιάσεις δεύτερο πιάτο μακαρόνια στα όρθια, πάνω απ’ την κατσαρόλα, έχουν λιγότερες θερμίδες. Ότι αν αγοράσεις το τάδε ή δείνα μπλουζάκι επειδή είναι σε εξευτελιστική τιμή, γλυτώνεις κάμποσα ευρώ από αντίστοιχο ακριβότερο που θα σου γυαλίσει αύριο-μεθαύριο. Ε, για μένα αποκορύφωμα όλης αυτής της εξαίσιας πλάνης ήταν η στιγμή που απίθωνα την παντοδύναμη κάρτα πάνω στο γκισέ, και ήξερα ότι μέσα σε δευτερόλεπτα είχα προσφέρει στους ανθρώπους που αγαπώ και θέλω να κακομαθαίνω ένα μικρό πλην λαμπερό δείγμα της αφοσίωσής μου. Κι έπειτα ο φαύλος κύκλος του υπερκαταναλωτισμού ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, διότι δεν σου πάει η καρδιά να γυρίσεις φορτωμένος με τη μισή Rive Droite σε ξενοδοχειάκι δύο αστέρων – οπότε δώσ’ του οι κάρτες να χορεύουν καρσιλαμά στα μάρμαρα του Ritz και του Meurice, του Adlon και του St. Regis Rome, και ποιος γαμεί τράπεζες και δόσεις; (Σε γαμούν αυτές, θα μου πείτε, αλλά εκείνες τις στιγμές δεν το σκεφτόμουν, δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο εξόν απ’ το επόμενο όργιο).

Και βεβαίως να μην ξεχνάμε το άλλο μεγάλο και φονικό δέλεαρ – τις αγορές μέσω ίντερνετ, όπου η φτήνια τρώει τον παρά κι όπου το κάθε θελκτικό αντικείμενο, στα όρια μεταξύ πλαστού κι αληθινού, σε καλεί ως άλλη σειρήνα να το κάνεις δικό σου με το πάτημα λίγων μόνο πλήκτρων. Και για να γίνει η κόλαση ακόμα πιο κολασμένη, άρπα και μια online υπηρεσία μεταφοράς χρημάτων, ώστε αντί να συμπληρώνεις κάθε φορά τα στοιχεία της κάρτας και να νιώθεις την καυτή αναπνοή των Ερινυών στο σβέρκο σου, πατάς εκεί τον κωδικό και τσακ! Πάει το κατοστάρι κι άντε μάζωχ’το! Χώρια η απληστία σούπερ μάρκετ που μπορεί να σε πιάσει όταν είσαι junkie της κουλτούρας. Διότι να το καινούριο βιβλίο του Ναμπόκοφ, που ο ίδιος πριν πεθάνει είχε καταραστεί με την κατάρα του Τουταγχαμών και της μάγισσας του Αστραπόγιαννου όποιον τολμήσει να βγάλει τις καρτέλες απ’ τη θυρίδα, έλα όμως που ο γιος εβδομηντάρισε και θέλει καινούρια μασέλα, οπότε τι είναι 40 ψωροευρώ για προπαραγγελία του έπους που δεν διαβάζεται με τίποτα κι ίσα σου πιάνει χώρο καθώς για να μοιάζει κελεπούρι το κάναν λίγο πιο μικρό από μπαούλο λουιβιτόν. Και να μην τσιμπήσεις και την όπερα του Σούμπερτ που βρέθηκε μετά θάνατον στη σοφίτα του αρχιμουσικού που την ‘ολοκλήρωσε’, προσθέτοντας μόνον 80 σελίδες δικής του μουσικής κι ένα τελείως άσχετο λιμπρέτο γιατί το παλιό ήτο της πουτσός; Άσε την κυκλοφορία για πρώτη φορά σε DVD του παραγνωρισμένου τιτάνα της σοβιετικής πρωτοπορίας Γιεβγκένι Ψωλαρένκο, που είχε αφοσιωθεί στο σινεμά χωρίς ήχο και χωρίς εικόνα, φτιάχνοντας οχτάωρα αριστουργήματα που τα ’παιζαν στα γκούλαγκ για τιμωρία στους αντιφρονούντες, σε ειδική έκδοση box set με κομμάτια απ’ το λείψανο του μακαρίτη και έξτρα βιβλίο με τα σενάρια που χρησιμοποιείται και ως σημειωματάριο για τα ψώνια και τις παραγγελίες απ’ το σουβλατζίδικο, καθ’ ότι σενάριο γιοκ. Και να μην πιάσω ρούχα, εξωτικά φαγώσιμα, κουζινικά, φωτιστικά, σεντόνια κανονικά και για κατούρημα, και συνδρομές σε ιστότοπους-μνημεία της καλαίσθητης εικονοφιλίας (τσοντο-site). Τι να πιάσεις και τι ν’ αφήσεις…

Ε λοιπόν, οι τράπεζες έπιασαν εμένα, και δεν μ’ άφηναν, διότι στις τρεις τιγκαρισμένες κάρτες είχε προστεθεί και μια τέταρτη, απ’ την πρώτη τράπεζα αν έχεις το Θεό σου, που προφανώς είχε αντιληφθεί τι κορόιδο ήμουν και μου ’δινε αβέρτα σκοινί και σαπούνι. Η κατάληξη ήταν ένας διαρκής εφιάλτης, όπου γκαστρωμένοι φάκελοι έσκαγαν πανταχόθεν, τηλέφωνα έπεφταν νυχθημερόν, κι εγώ βρέθηκα να δουλεύω σαν τον σκλάβο στη γαλέρα για τις τέσσερις κάρτες μου.

Έκτοτε μεσολάβησε η κρίση και οι τράπεζες έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα σοβαρότερα προβλήματά τους, ενώ εγώ, όπως και πολλοί συνάνθρωποί μου υποθέτω, περνούσα κανά τέταρτο κάθε μέρα σκαλίζοντας το πανεράκι με τα ψιλά για τσιγάρα και σούπερ μάρκετ, σε σημείο που ακόμα και τώρα άμα μου δώσεις μια χούφτα κέρματα μπορώ να σου πω αυτομάτως το ποσό, με δύο δεκαδικά. Τα χρέη ξαναμεταφέρθηκαν σε τρίτη τράπεζα πλην με όρους δρακόντειους και χωρίς έκδοση νέας πιστωτικής, ενώ τις παλιές, ένα απερίγραπτα ηδονικό πρωί πριν από μερικούς μήνες, τις είδα να κόβονται στα δύο από περίλυπους υπαλλήλους, ενώ συγχρόνως στο τηλέφωνο η ίδια τράπεζα με εκλιπαρούσε μέσω δύσμοιρης εκπροσώπου να μη φύγω γιατί θα φαρμακωθούν κι ότι μπορούν να μου διπλασιάσουν το πιστωτικό όριο.

Το ηθικόν δίδαγμα; Δεν υπάρχει. Ήμουν, είμαι και θα παραμείνω σπάταλος, τρυπιοχέρης και απερίσκεπτος. Ωστόσο όλη αυτή η περιπέτεια, σε συνδυασμό με τη δριμεία οικονομική κατάσταση στην οποία παραδέρνει η χώρα, κάνοντας τα νεύρα όλων μας κοτσίδα ίσαμε της Ραπουνζέλ και πυροδοτώντας μάταιες κοινωνικές συγκρούσεις ανάμεσα σε ανθρώπους κυνηγημένους απ’ τα ίδια στοιχειά, μ’ έμαθε πως η αρετή της αποταμίευσης δεν σημαίνει αποκλειστικά και μόνο να βάζεις λεφτά στην άκρη – αλλά να ξοδεύεις και να ζεις με λιγότερα, ιδίως όταν ο καταθετικός λογαριασμός της καρδιάς σου είναι, όπως της δικής μου, σκασμένος από αγάπη.

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News