Πλανήτης Μελαγχολία
Πλανήτης Μελαγχολία
Καταμέτρηση ήχων και μυρωδιών: ένας άνδρας στριφογυρνά στο κρεβάτι του δίχως ύπνο, χέρια χτυπούν γρήγορα σε γραφομηχανή, το σκίσιμο των φακέλων στα αριστερά, γράμματα βγαίνουν από το πλάι, το ξεδίπλωμα των φύλλων, λέξεις επάνω στο τραπέζι και ύστερα βήματα σε βροχερό χάραμα, το τσαφ ενός σπίρτου, δάχτυλα που ξέρουν όλα τα χάδια, μια καύτρα λερώνει κάποιο πεζοδρόμιο, μάτια με όλες τις ματιές κάτω από παράθυρα, στιγμές σιωπής, το κλάμα της γυναίκας πίσω από τις κουρτίνες. Και ύστερα, μαυροπράσινο κορίτσι μέσα σε κάδρο, λευκά συνεσταλμένα δάχτυλα αφημένα δίπλα σε ένα φλιτζάνι εσπρέσσο, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες δυστυχώς δεν κιτρινίζουν πια. Μυρωδιά μου!
Η Μυρωδιά σου αγαπάει ακόμη τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα, ψάχνει για άλλη μια φορά καύτρες στο σκοτάδι και ύστερα τραβά την επιδιορθωμένη καρέκλα δίπλα στα μεγάλα παράθυρα προσπαθώντας να ξεχωρίσει το μπλεγμένο στο γιασεμί νυχτολούλουδο. Η Μυρωδιά σου τρελαίνεται όταν βρέχει νύχτες με χίλιες σταγόνες και ύστερα λυπημένη γυρίζει στο πλάι της καρέκλας και μένει εκεί να χαζεύει με τις ώρες ταπετσαρίες με εξωτικά πουλιά και λουλούδια και ύστερα παίζει με τη μοναξιά και καθώς συγκρούονται, σχηματίζουν τη δική τους προσωπική ιστορία που ακούει στο όνομα Μελαγχολία. Κάτω στη Δεξαμενή εκατοντάδες άνθρωποι είδαν μιαν άλλη μελαγχολία, οι ιστορίες δυο αδελφών λίγο προτού ο πλανήτης μελαγχολία διαλύσει τον κόσμο μας, όλα και όλοι λιωμένοι λίγο ή πολύ ή καθόλου στο μελαγχολικό και αυστηρό και για πολλούς δήθεν, σύμπαν του Τρίερ, των νάτσος και της μυρωδιάς του λιωμένου τυριού.
Αλλά η αληθινή Μελαγχολία δεν είναι μουσική, ούτε ποιητική, ούτε γευστική, είναι σφοδρή, ανελέητη και δυσβάσταχτη γιατί μοιάζει ατελείωτη, στρογγυλοκάθεται στο στήθος και τις τσέπες σαν ένα τσουβάλι πέτρες και σε πάει ίσια στον πάτο της αν της αφεθείς. Η αληθινή Μελαγχολία μυρωδιά μου είναι οδυνηρή σαν τα χρόνια που αφήσαμε και αφήνουμε πίσω μας, σαν τις ηλικίες που περνούν τρέχοντας καθώς σβήνουν τα κεράκια στις τούρτες, σα μια γυναίκα που δεν φαίνεται πια νέα και για το λόγο αυτό παύει να είναι. Η αληθινή μελαγχολία είναι ατσάλινη, σαν τη μοναξιά της, μια ποινή που καθένας εκτίει μέσα στον εαυτό του, κλείνεται στον κόσμο του, αληθινό ή ψεύτικο, κατεβάζει ρολά, σβήνει τα φώτα και ξάγρυπνος μένει ευάλωτος στο σκοτάδι. Και κάπου εκεί στην ταπετσαρία της ζωής του, πίσω από τα προσωπεία του κόσμου, των πουλιών και των λουλουδιών ξεπροβάλλει άθλιο και βρωμερό το αληθινό του άχθος, σχηματίζεται η απόγνωση, τόσο ξεκάθαρη και λαμπερή κάτω από μισοαδειασμένες και μισογεμάτες ώρες πλήξης και άγχους, και καθώς αυτός ετοιμάζεται να ουρλιάξει, οι αναμνήσεις ή τα χαμένα σχέδια πέφτουν από το ταβάνι και τον πλακώνουν μαζί με την ταπετσαρία και του σπάνε τα μούτρα, τα πλευρά και τα άκρα πριν προλάβει να αντιδράσει, πριν βρει μια τρύπα για λίγο αέρα, πριν την αναπνοή .
Αν με ακούς, κάτσε κοντά μου όλες τις νύχτες με τις χιλιάδες σταγόνες, η καταμέτρηση των λέξεων κόλλησε στο συναίσθημα, τι να μετρήσεις εκεί κάτω στον πάτο, μόνο το συναίσθημα ξέμεινε επάνω στο τραπέζι. Έλα, τράβηξε την καρέκλα σου και κάτσε κοντά μου, είσαι ωραίος απόψε μες το γαλάζιο σου πουκάμισο, από απόσταση φαίνεται 100% λινό, κράτα μου το χέρι, κοντεύω να φτάσω, δέκα βήματα μείνανε όλα και όλα από το κέντρο της καρδιάς μου, κρατώ σφικτά πάνω μου όλα τα γράμματά σου, στην άκρη του πεζοδρομίου μου οι καύτρες σου είναι στη θέση τους, με ακούς; μείνε μαζί μου.
Στην ταινία οι δύο αδερφές μέσα από συρμάτινους κύκλους κοιτούν τον πλανήτη Μελαγχολία που πλησιάζει τη γη και ύστερα μένουν αγκαλιασμένες κάτω από μια πρόχειρη καλύβα από κλαδιά δέντρων δίχως φόβο.
Αυτό σου ζητώ και ‘γω, βοήθησέ με να μη φοβάμαι. Αυτή η καλύβα υπάρχει στα αλήθεια, και αν και πρόχειρη, μέσα από τα σύρματά της είναι ορατές και οι κρυφές πληγές μας. Σου εμφανίζεται όμως μονάχα όταν ανακαλύψεις πως όλοι κατά βάθος μοιάζουμε, τη βλέπεις μπροστά σου μόνο αν σε έχουν πονέσει, βρίσκεις την είσοδό της εφόσον έχεις πονέσει για άλλους και ‘συ. Και τότε, έστω και για λίγο, ακόμη και αν ξέρεις καλά πως δεν είσαι ατσαλένιος, βλέπεις τους ανθρώπους πιο γλυκά, πιο τρυφερά και ανθρώπινα, και μες τη ζεστασιά τους χώνεσαι και τρίβεσαι πάνω τους, την ώρα που όλα τα σύνθετά σου ανταλλάσσονται πιο εύκολα, καθώς ξορκίζεις έναν-έναν τους φόβους σου και όλα τα δικά σου- επιθυμίες, παρουσίες και απουσίες, τύψεις και χρέη- όλα τυλίγονται με εκείνα του άλλου, σα να μασουλάμε παρέα μια σακούλα πατατάκια σε δυο θέσεις σινεμά, σα να μοιραζόμαστε πιο δίκαια και πιο αληθινά τις προσωπικές μας ιστορίες, αυτές που μια τις αγαπάς και μια θες να τις ξεράσεις.
Και τότε η μοναξιά γίνεται ξαφνικά βελούδινη και η μελαγχολία μενεξεδένια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News