955
|

Παραφροσύνη λόγω μη ευφροσύνης

Παραφροσύνη λόγω μη ευφροσύνης

Όπως καταλάβατε, παίδες μου αγαπημένοι, πήγα κι εγώ μια βδομάδα ρημαδοδιακοπές, δηλαδή την έπεσα στο σπίτι ενός φίλου μου στην Ανάφη χωρίς ίντερνετ και χωρίς φράγκα. Καρπουζοκατάσταση, σε γενικές γραμμές. Γύρισα όμως, δυστυχώς, στη γαμούπολη με τους τρελαμένους κατοίκους. Οι φίλοι μου που ξεμείνανε εδώ με ενημέρωσαν ότι όσο έλειπα ένα παιδί σκοτώθηκε και ο δικτυωμένος λαός την έπεσε στους απανταχού τρολεϊτζήδες όλων των ειδικοτήτων, σε τουλάχιστον 5-6 συγγραφείς (τους οποίους φυσικά ποτέ δεν είχε διαβάσει γιατί δεν το 'χει το κακό συνήθειο. Διαβάζει Πρώτο Θέμα άμα θέλει να περάσει την ώρα του που δεν περνάει με τίποτα τώρα με την ανεργία) και σε όσους πετούν με ιδιωτικά τζετ. Το σετ, μου προκάλεσε βέρτιγκο λογικής. Τους παρακάλεσα λοιπόν στο εξής να μη με ενημερώνουν για τα πογκρόμ πάσης φύσεως γιατί έχω συνταγή γιατρού να απέχω από τα αγριεμένα πλήθη (γι' αυτό άλλωστε δεν συμμετείχα και στις γραφικότατες τελετές της Χρυσής Αυγής στον ναό υπό το φως της πανσελήνου που με ενδιέφεραν και επιστημονικώς.)

Για να στανιάρω άρχισα να βολτάρω στην άδεια (αλλά τόσο γεμάτη από μίσος) πόλη μας. Έτσι έφτασα που λέτε, παίδες μου αγαπημένοι, κάπου στο κέντρο – δεν πρόκειται όμως να σας πω πού ακριβώς, ακόμα κι αν μου βγάλετε τα δόντια με τανάλια, γιατί ναι μεν θέλω τρελά να ξεμπροστιάσω τον ιδιοκτήτη αλλά δεν μου φταίνε οι φουκαράδες οι εργαζόμενοι. Ήμουν που λέτε σ´ αυτό το κεντρικό και μυστηριώδες σημείο όταν με έπιασε μια λιγούρα. Από έναν ψευτοέλεγχο που έκανα στη γειτονιά υπήρχαν τα πάντα όλα: σουβλασερί με περίεργα ονόματα (σουβλάκι-κολωνάκι, σουβλάκι-γκομενάκι κ.λπ.), φούρνοι, τυροπιτάδικα, σαντουιτσάδικα, πατσατζίδικα. Εγώ όμως ήθελα μια σαλάτα καθότι τελευταίως έχω γίνει πολύ βετζετέριαν γιατί τα νεκρά ζώα είναι σαν τα ζωντανά ζώα: σου εξάπτουν τα μίση και τα πάθη.

Μπαίνω λοιπόν στο περί ου ο λόγος μαγαζί και κάθομαι στην ουρά μπροστά από τις σαλάτες. Μπροστά μου ήταν μια γιαγιά λίγο ορεινή μεν αλλά άφοβη, τσαγανή και κοτσονάτη. Κάτι φώναζε στον υπάλληλο και του ‘δειχνε μια ταμπέλα πάνω στη βιτρίνα με το σαλατικό που έλεγε: ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ: ΣΑΛΑΤΑ ΜΕ 3 ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΣΑΣ 3,99 ΕΥΡΩ.

-Γιατί γράφεις 3,99 και όχι 4 ευρώ, παιδάκι μου; Πόσο είναι αυτό; 1.000 δραχμές; Τόσο το 'χεις το μαρουλάκι;

Σωστά τα υπολόγισε η γιαγιά Ντακ, παίδες. Μιλάμε για 1.000 δραχμούλες – για να θυμούνται οι παλιοί (εμείς) και να μαθαίνουν τα τινέιτζερ μωρά. Το προλάβατε το κατοστάρικο που ζητούσαν τα φρικιά και τα πρεζάκια στα Εξάρχεια για να φάνε -και καλά- μια τυρόπιτα; Ε, αυτό δέκα φορές πάνω, τώρα που τα φράγκα που παίζουν είναι δέκα φορές κάτω… Αυτό βέβαια προσφορά δεν το λες παρά μόνο αν είσαι ο ιδιοκτήτης της αλυσίδας ή ρώσος μαφιόζος.

Ο υπάλληλος κούνησε το κεφάλι του πάνω-κάτω. Ναι, δηλαδή.

-Τέλος πάντων, τι να κάνουμε…, του λέει η γιαγιά. Δώσε μου το μαρουλάκι και βάλε μου τυρί, κοτόπουλο και -τρία δεν είπες;- ντοματάκια απ´ αυτά τα μικρούτσικα.
-Να σας βάλω αλλά αυτά τα πληρώνετε. Δεν είναι στην προσφορά, είπε ο υπάλληλος
-Τρία δεν είπες; ξαναρώτησε για να επιβεβαιώσει η γιαγιά
-Ναι, αλλά όχι αυτά τα τρία. Όσα είναι στο πορτοκαλί τμήμα.
-Ποιο πορτοκαλί, αγόρι μου; ρωτάει ξανά η γιαγιά ψάχνοντας με το μάτι τι σκατά εννοούσε ο τύπος.
-Αυτό, της απαντάει αυτός δείχνοντας μια πορτοκαλί λουρίδα αόρατη στο μάτι αν δεν ήσουν υποψιασμένος.

Εντός λουρίδας ήταν τα ντοματίνια (τα λεγόμενα και μικρούτσικα)• η κότα και το τυρί μαζί με όλα τα ακριβά συστατικά ήταν εκτός φυσικά. (ωραίο το κολπάκι λαμόγια, μου ήρθε να πω αλλά το κατάπια εύκολα γιατί πεινούσα)

-Καλά, αγόρι μου, ανασυντάσσεται αυτομάτως η αειθαλής γραία. Να την πληρώσω την κότα και το τυρί. Πόσο παραπάνω θες;
-Εεεεε, πρέπει να πληρώσετε και τα ντοματίνια, όμως…
-Γιατί; (Ναι, ρε άνθρωπε, γιατί; ήθελα να ουρλιάξω κι εγώ)
-Εεεε, γιατί ή θα πάρετε την προσφορά όλη ή όχι.
-Δηλαδή, πόσο θα πάει το μαρουλάκι, αγόρι μου;
-3,99 η βάση συν ένα ευρώ κάθε συστατικό, ίσον 7.
-Μα 3,99 κάνει άμα βάλεις και τρία από τα πορτοκαλί. Τώρα την παίρνω σκέτη και βάζω τα δικά μου μέσα.
-Ναι, αλλά σας εξήγησα. (Σκατά μας εξήγησες, ήθελα να πω αλλά πάλι συγκρατήθηκα)
-Και είναι λογικό τώρα αυτό; αναρωτήθηκε φωναχτά η γιαγιούλα.
-Γιατί βλέπετε εσείς να γίνεται τίποτα λογικό; απάντησε φιλοσοφημένα ο υπάλληλος, προφανώς παιγμένος που πρέπει να υποστηρίζει την παράλογη πολιτική του αφεντικού του όλη μέρα κάθε μέρα ενώπιον επίσης παιγμένου κόσμου.

Σ´ αυτό το σημείο πάνω δεν άντεξα. Μπήκα στη μέση. Φύτρωσα εκεί που δεν με σπέρνουν. Κλασικά.

-Όχι, γιαγιά, μην την πάρεις. Να δώσεις πάνω από 2.000 δραχμές για μια σαλάτα;

Φρίκαρε η γλυκούλα μου η ορεσίβια. Ήξερα εγώ τι έκανα. Μόλις τα μεταφράσεις τα ευρώ σε δραχμές το παθαίνει το εγκεφαλικό ο άνθρωπος της υπαίθρου και του μόχθου που έχει σώας τας φρένας. Διότι αυτός τα φράγκα του τα βγάζει με τον ιδρώτα του προσώπου του, όπως ο Αδάμ και η τσούγδω η Εύα. Δεν τα 'χει σηκώσει από τον λογαριασμό του μπαμπάκα στη γαμοτράπεζα Πειραιώς.

-Δυο χιλιάρικα για δυο φύλλα μαρούλι; Πω πω πω πω. Εγώ τα δίνω στις κατσίκες, αγόρι μου, τι μου λες τώρα; Άστο να πάει στο καλό. Θα νηστέψω.

Βγήκε έξω από το μαγαζί και πήρε την κατηφόρα αλλόφρων. Εγώ είχα ήδη πεταχτεί στον φούρνο δίπλα, της είχα πάρει ένα κουλούρι με άφθονο σουσαμάκι που έχει και βιταμίνη Α ( μπορεί και Β, δεν εγγυώμαι) και της το ‘δωσα με ένα χαμόγελο από δω μέχρι το φαληρικό Δέλτα.

-Ένα κουλουράκι για το στομάχι, της είπα. Δωράκι από μένα.
-Γιατί, κορίτσι μου; απόρησε αυτή (αλλά το χούφτωσε το κουλουράκι γιατί ισχυρή και η ευγένεια, αλλά η λόρδα ισχυρότερη)
-Γιατί είστε η τελευταία νησίδα λογικής που μας έχει απομείνει, γιαγιά, της είπα και της φίλησα το κακοπαθημένο αλλά ζεστό χέρι.

Υ.Γ.: Για όποιον δεν βρίσκει τεράστια λογική συνοχή στο κομμάτι, απαντώ ότι πράγματι δεν έχει. Αλλά, όπως είπε και ο υπάλληλος, βλέπετε εσείς τίποτα γύρω σας που να 'χει λογική;

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News