Παντρεύτηκε μια ευνουχίστρια!
Παντρεύτηκε μια ευνουχίστρια!
Λοιπόν, για όσους από σας, παίδες, έχετε συμπτώματα early Altzheimer’s, υπενθυμίζω ότι μόλις έχω κατεβεί από το τρένο στη στάση ΚΑΤ και πέφτω μούρη με μούρη με τον πατέρα-ευνούχο: κομοδινί μαλλί, καρό σακάκι δεκαετίας, μάτι κόκκινο, με σακούλες. Κουκλί ζωντανό σας λέω. Να το πιεις στο ποτήρι. Να παίρνει η Ρωσίδα και της Ουκρανής να μη δίνει. Εγώ πάντως χαλαρά θα του 'δινα 1 ευρώ στο μετρό αν είχε και το σύνδρομο Λαροσφουξό. (Καλά, εντάξει, το παράχεσα, το αφήνω).
Σαν σωστή κόρη τον αγκαλιάζω για να συνέρθει (ψέματα, μια αγκωνιά του 'δωκα, μην τα παραλέμε και μεταξύ μας) και τον αναγκάζω να μου εξηγήσει την πηγή της κουλαμάρας του. Η καθολική Ρωσίδα (όπως λέμε Εβραία Παλαιστίνια) γκόμενά του, η ελαφροτάτων ηθών και γκράντε τσουλάρα Ειρήνα (Ειρήνη την αποκαλούσε αυτός, για να ακούγεται πιο μεσογειακή και λιγότερο τσουλάρα) την έκανε για Μόσχα παίρνοντας μαζί τη μεζονέτα μας, 200.000 που είχε ο μαλάκας ο πατέρας μου κρυφά από τη μάνατζερ στην τράπεζα και το μωρό που έκανε μαζί του αναγκάζοντάς τον να την πηδήξει άνευ προφυλακτικού (σε φάση Let΄s get it on, που θα 'λεγε και η Durex )
-Και τώρα για πού το βαλες σ΄ αυτό το χάλι; ρωτάω εν τέλει με απορία. Διότι να πήγαινε για δουλειά το απέκλεισα. Αν έκανε εμφάνιση στο δικαστήριο με αυτό το λουκ, θα τον μπέρδευαν με τον Πασχάλη και θα τον έχωναν μέσα για το ξένο, στιγμιαίο λάθος.
-Πάω στον ΕΟΠΠΥ να μου γράψει ο νευρολόγος ηρεμιστικά. Παίρνω ένα ηρεμιστικό κι ένα αγχολυτικό κάθε 6 ώρες.
-ΚΑΙ ηρεμιστικό, ΚΑΙ αγχολυτικό, ρε φαρμακαποθήκη;
-Το ηρεμιστικό το παίρνω για να ηρεμήσω και να πάρω το αγχολυτικό.
-Και γιατί δεν παίρνεις κατευθείαν το αγχολυτικό;
-Γιατί μου φέρνει άγχος.
-Το αγχολυτικό;
-Όχι, το ηρεμιστικό.
-Καλά, άστο, γιατί αν το πάμε έτσι θα πλακωθώ κι εγώ στα χάπια και δεν κάνει.
-Εσύ πώς κι από δω;
Ηχείστε τύμπανα. Ο πατέρας μου ξεκόλλησε από την πάρτη του και είδε ότι υπάρχω! Επειδή αυτά δεν τυχαίνουν κάθε μέρα, κολακεύτηκα κάπως και προσπάθησα ειλικρινά να του εξηγήσω.
-Εγώ, πατέρα, φόρτωσα πολύ με τα γεγονότα της Κύπρου. Πύραυλος έγινα. Δεν ξέρω. Ανησυχώ πολύ. Πρέπει να κάνω κάτι.
Βγάζει τότε μια χούφτα χάπια από τη δεξιά τσέπη του θλιβερού σακακιού και διαλέγει ένα γαλαζωπό.
-Θες ένα ηρεμιστικό; Να, αυτό το μπλέ είναι.
– Αυτό σκέφτηκες ως πατέρας; Να μου δώσεις Βιάγκρα;
-Συγνώμη, παιδί μου. Η πρεσβυωπία. Θες ένα ροζ, που είσαι και κοριτσάκι;
-Αααααα, έχεις κάψει φλάτζες, έτσι; Λοιπόν, εσύ, ξέχνα τον ΕΟΠΠΥ κι εγώ ξεχνάω την Κύπρο. Θα πάμε σπίτι να κάνουμε οικογενειακό συμβούλιο. Εσύ έχεις καραξεφύγει. Πρέπει να λάβουμε μέτρα.
-Δεν πάω σπίτι. Φοβάμαι.
-Τι φοβάσαι, καλέ; Τη φωλίτσα μας;
-Η μάνα σου με δέρνει.
-Μεταφορικά μιλάμε ή κυριολεκτούμε;
-Παντόφλα μιλάμε. Εφημερίδες. Περιοδικά. Μπανάνες. Σκαμνάκια.
-Τι είναι αυτά;
-Αυτά μου ρίχνει. Δεν τολμάω να ξεμυτίσω απ΄ την πόρτα και μου ρίχνει μπανάνες σαν να είμαι γορίλας, μου ρίχνει σάντουιτς, ό,τι τρώει. Μια φορά μου 'ριξε γεμιστά.
-Πιπεριές ή ντομάτες;
-Ντομάτες η ρουφιάνα. Την πιπεριά τη χλαπάκιασε. Μου 'ριξε την ντομάτα που δεν την τρώει.
Όπως καταλάβατε, παίδες μου αγαπημένοι, υπήρχε μια συνέργεια στην αγαπημένη μας φαμίλια. Φόρτωσα εγώ στο νησί με το Κυπριακό, κήρυξαν ελληνοτουρκικό πόλεμο αυτοί. Μια καρδιά σε τρία σώματα λέμε. Το μωρό στη Μόσχα θα μπορούσε χαλαρά να βαφτιστεί Αττίλας.
-Έλα, πάμε. Ψηλά το κεφάλι. Έχεις την κόρη σου ρε, ποιο είναι το πρόβλημά σου;
-Η γυναίκα μου.
Τον έσυρα μέχρι την πολυκατοικία όπου η αγία οικογένειά μας έχει πλέον μετακομίσει το αρχηγείο της. Στρατηγικά (και προφητικά) τοποθετημένη κοντά στο νοσοκομείο ΚΑΤ, το νέο μας σπιτάκι ήταν δέκα κλάσεις κάτω στην γκλαμουρόλιστα από τη μεζονέτα. Δηλαδή, μια χαρά σπίτι.
Πήρα τα κλειδιά του και άνοιξα. Στη συνέχεια άνοιξα και το στόμα. Το λίβινγκ ρουμ ήταν ξεπατικωσούρα της σελίδας 123 του καταλόγου της ΙΚΕΑ. Τα ράφια BERLING, τον καναπέ SUANG, όλα τα 'χε σου λέω, ακόμα και το φωτιστικό εδάφους ΝΟΡΑΜ. Ένας νέος, σουηδικός άνεμος είχε ξεθεμελιώσει το κραταιό βασίλειο της Roche Bobois. Η δημοκρατία, επιτέλους, νίκησε!
Έριξα μια ματιά παντού. Πάνω που ρωτούσα τον πατέρα μου γιατί στην κρεβατοκάμαρά τους υπήρχε μόνο ένα μονό κρεβάτι, άκουσα την εξώπορτα να ανοίγει. Ενστικτωδώς ο ντάντης μου κρύφτηκε πίσω από την πλάτη μου. Τον έσυρα πάλι μπροστά και τον έστησα σε όρθια στάση.
-Ψηλά το κεφάλι. Μέσα η κοιλιά. Έτοιμος; Πάμε!
-Απαπαπα. Εσύ μπροστά. Την ακούω. Είναι κοντά στο ψυγείο.
Τι να κάνω; Προηγούμαι ως ανθρώπινη ασπίδα και με αυτοθυσία φτάνω στο σαλόνι/κουζίνα όπου η μάνατζερ έτρωγε παγωτό. Μόλις άκουσε βήματα το χέρι της υψώθηκε και ετοιμάστηκε να εκτοξεύσει λίγη γρανίτα μάγκο που είχε ξεμείνει.
-Αλτ! Τις ει; ρώτησα στρατιωτικά για να την ψαρώσω ενώ έβλεπα. Η τρελή ει.
Μόλις με βλέπει η κυρία ντελιριάζεται από τη χαρά της. Προς το παρόν το γλύτωσε ο μάγκας το μάγκο!
-Εδώ είσαι, αγάπη μου; Ήρθες κοριτσάκι μου; Ο Θεός σ’ έστειλε!
-Ο Σεν Τζον, στην καλύτερη. Με τον Θεό διατηρούμε μια απόσταση ασφαλείας, ως γνωστόν.
Η μάνατζερ εξάντλησε τάχιστα τα αποθέματα μητρικής χαράς και στράφηκε ξανά στον κιοτή που είχε ταμπουρωθεί πίσω μου.
-Βγες ρε, αν είσαι άντρας. Βγες! Αλλά ποιος έχασε το αντριλίκι του για να το βρεις εσύ; Χάπατο, ε, χάπατο. Ηλίθιε! Οι άντρες τις πηδάνε τις Ρωσίδες, ρε. Εσένα σε πηδήξαν αυτές.
-Αυτό είναι το πρόβλημά σου, ρε μάνα, τώρα; Ποιος πήδηξε ποιόν;
-Ένα είναι σίγουρο. Τώρα θα τον πηδήξω εγώ!
Παίδες, περιττεύει να σας πω ότι τελικά πηδήξαν και οι δύο εμένα. Το επόμενο τρίωρο έμαθα πράγματα που δεν ήθελα να μάθω (αγγλιστί too much information): Η καθολική γκράντε τσουλάρα Ειρήνα, μόλις γέννησε τον Αττίλα, είπε στον πατέρα μου να πει «στο γκυναίκα του» ότι αν δεν της γράψουμε τη μεζονέτα α) θα μείνει στην Αθήνα, σε σπίτι δίπλα στο δικό μας και θα μάθει τον Αττίλα να φωνάζει «μπαμπά, έλα σπίτι μας, παζάλστα=σε παρακαλώ» έξω από τα παράθυρά μας β) θα κάνει DNA test στον πατέρα μου για να αποδείξει ότι είναι ο μαλάκας που είναι και δεν χρησιμοποιούσε Durex (lets get it on).
Η μάνατζερ, σαν γνήσια κοτάρα που είναι, φοβήθηκε την ξευτίλα στον κύκλο της και της παρέδωσε τα κλειδιά της μεζονέτας για να πάρει το μούλικο και να σηκωθεί και να φύγει ελπίζοντας ότι θα χαθεί κάπου στη στέπα. Αυτό που δεν ήξερε η μάνατζερ ήταν πως η Ειρήνα είχε μαζέψει πριν και τις κρυφές καταθέσεις του Μπερλουσκόνι του πατέρα μου. Εκεί τον πήρε και τον σήκωσε κυριολεκτικά. Για να μην τον πετάξει στο δρόμο τον έβαλε να της υποσχεθεί πως θα πάει να κάνει βαζεκτομή – να στειρωθεί, δηλαδή, σαν να ήταν μαντρόσκυλο.
Ο πατέρας μου άκουγε το αμείλικτο κατηγορώ της αμίλητος, με την κεφάλα κάτω. Όταν τελείωσε, σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε και ρώτησε θλιμμένα:
-Πώς να μου σηκωθεί τώρα εμένα, παιδί μου; Ούτε το βιάγκρα δεν κάνει δουλειά. Είναι ψυχολογικό, σου λέει ο γιατρός. Φοβάμαι τον ανδρισμό μου.
-Ποιον ανδρισμό σου, μωρή λολότα; ούρλιαξε η μάνατζερ ξαναπιάνοντας το λιωμένο πια μάγκο. Κοίτα τα μούτρα σου στον καθρέφτη που είσαι σα στραβοπατημένη παντόφλα!
Πάνω σ’ αυτό το σημείο σηκώθηκα όρθια και φώναξα.
-Χώρισέ τον επιτέλους, καλέ. Τι τον κρατάς αφού είναι τόσο μαλάκας;
-Δε σφάξαν που θα τον χαρίσω στην τσουλάρα την τατάρα. Εδώ θα μείνει μέχρι ο θάνατος να μας χωρίσει.
-Το παιδί πάντως θα απο-χωρίσει, είπα αποτρελαμένη και άρπαξα το σάκο μου.
-Ποιο παιδί; Εχω δύο, σχολίασε ο Μπερλουσκόνι αυτοκαταστροφικά ενώ απέφευγε ένα σταχτοδοχείο που αστραπιαία εκτόξευσε η μάνατζερ.
– Σκάστε κι οι δυο! Σεν Τζον, κάνε το θαύμα σου. Δεν αντέχω άλλο.
Είπα και βάρεσα την πόρτα πίσω μου κάνοντάς την από τη σφηκοφωλιά. Περπάτησα ως το σταθμό και ξαναμπήκα στο τρένο. Δεν είχα ιδέα πού ήθελα να πάω και γιατί. Το κεφάλι μου άρχισε να παίρνει περίεργες στροφές και να με οδηγεί σε παράδοξες αποφάσεις: Αν φτάσω Περισσό, θα γραφτώ στο ΚΚΕ. Αν κατεβώ Μοναστηράκι, πρέπει να ακούσω το ινδιάνικο γκρουπάκι. Πάνω που σκεφτόμουνα τι πρέπει να κάνω αν κατεβώ Βικτώρια, ακούω μια ύποπτα γνώριμη φωνή να λέει:
-Κυρίες και κύριοι, σας παρακαλώ. Εχω το σύνδρομο Λαροσφουκό, σας παρακαλώ. Θα πεθάνω σε τρεις μήνες. Το μόνο που με σώζει είναι ένας καφές μ’ αυτή την κοπέλα εδώ, σας παρακαλώ.
Σηκώνω τα μάτια και βλέπω το φιλελέ γιατρουδάκι να κάνει τον καραγκιόζη στο τρένο.
-Ελβετόψυχε, τα 'παιξες κι εσύ; Τι κάνεις εδώ, ρε;
-Για να μάθεις να μη με λες ξενέρωτο, είπε και με τράβηξε να κατεβούμε. Τον ακολούθησα σαν υπνωτισμένη. Πολλές οι εκπλήξεις, παίδες, ζαλίστηκα. Το μόνο που πρόσεξα ήταν πως κατεβήκαμε στάση Νερατζιώτισσα. Σεν Τζον, πες μου, τι πρέπει να κάνω;
Τότε ξεχώρισα μέσα στη βουή του πλήθους μια γνώριμη, υποβλητική, αγία φωνή που έλεγε: «Νερατζιώτισσα; Να πιεις καφέ στο Mall».
-Μα, στο Mall είναι πολύ μπαναλαρία, Σεν Τζον…
-Αυτό που σου λέω εγώ, ψωνάρα. Στο Mall. Δημοκρατικά. With all».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News