2462
|

Παναγιώτης Σπύρου: ο γιατρός που μιλούσε στις καρδιές

Παναγιώτης Σπύρου: ο γιατρός που μιλούσε στις καρδιές

Ο Παναγιώτης Σπύρου, ο καρδιοχειρουργός δηλαδή που τη δεκαετία του ’90 καθιέρωσε τις μεταμοσχεύσεις καρδιάς στην Ελλάδα, αμφισβητούσε τη μέθοδο της μεταμόσχευσης. Θεωρούσε ότι ήταν προτιμότερο να βελτιωθεί το εθνικό οδικό δίκτυο, από το να επενδύει στο θάνατο ενός νέου ανθρώπου στην άσφαλτο για να σώσει κάποιον άλλον. Μάλιστα, πίστευε αταλάντευτα πως η ιατρική έπρεπε να στραφεί προς την τεχνητή καρδιά, η οποία δεν προϋπέθετε τη θυσία μιας ζωής. Κι όμως, η δική του ζωή ήταν μια αδιάκοπη θυσία προς τους ασθενείς του. Σαν τον ήρωα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στην ταινία «Έβδομη Σφραγίδα», έπαιζε νυχθημερόν σκάκι με το Χάρο. Αν και μισούσε την ήττα, γνώριζε εξαρχής πως δε μπορούσε να κερδίζει πάντα. Όποτε έχανε, κλεινόταν στον εαυτό του κι έκανε γης μαδιάμ το γραφείο του. Όταν νικούσε, πανηγύριζε σαν μικρό παιδί στα μπουζούκια με τους εντιμότατους φίλους του. Κι όπως αποδεικνύει το προσωπικό του φωτογραφικό άλμπουμ, οι βραδιές με τα γαρίφαλα, τα πούρα και το ουίσκι, έγιναν η αγαπημένη του συνήθεια.

Ο Παναγιώτης Σπύρου, γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου του 1936 στο Ανταρτικό, ένα ορεινό χωριό κοντά στη Μικρή Πρέσπα, δυτικά της Φλώρινας. Οι γονείς του, ο Γιώργος και η Σοφία, ασχολιόντουσαν κυρίως με τη γεωργία και δευτερευόντως με το εμπόριο. Λίγο μετά τον πόλεμο, έχοντας χάσει όλη τους την περιουσία, μετακομίζουν οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη για ένα καινούριο ξεκίνημα. Ο Παναγιώτης, ως αριστούχος μαθητής στο δεύτερο γυμνάσιο στην οδό Ικτίνου, συχνάζει στη ΧΑΝΘ, ακούει στο ραδιόφωνο τα μπασκετικά ματς του Άρη, κλοτσάει το τόπι στα στενά της γειτονιάς του, πέριξ των Δικαστηρίων, και βγάζει χαρτζιλίκι πουλώντας παγοκολόνες πόρτα-πόρτα. Το 1955, περνάει ταυτόχρονα στο Μαθηματικό και στην Ιατρική. Εκείνη τη χρονιά, πεθαίνει ένας καθηγητής μαθηματικών που θαύμαζε κι επιλέγει τελικώς να υπηρετήσει τον όρκο του Ιπποκράτη στη Θεσσαλονίκη. Πάντως, το γεγονός ότι ποτέ δε βρήκε χρόνο να μάθει ανώτερα μαθηματικά του έμεινε απωθημένο.
Ύστερα από τη διετή στρατιωτική του θητεία (1963-1965) ως οπλίτης-γιατρός, ασκείται στην Αθήνα για τέσσερα χρόνια ως εσωτερικός γιατρός στη γενική χειρουργική του νοσοκομείου ΙΚΑ Πεντέλης. Εκεί, ο θάνατος του δείχνει πάλι ποιο δρόμο να ακολουθήσει. Ο πατέρας του, πενήντα εννιά ετών, πεθαίνει στα χέρια του από αναπνευστική ανεπάρκεια. Τότε, αποφασίζει να σπουδάσει θωρακοχειρουργική και παίρνει το δεύτερο πιο σημαντικό όρκο της ζωής του. Να προσφέρει στον κόσμο αυτό που δε μπόρεσε να προσφέρει σε εκείνον.

Τα χρόνια στην Αμερική
Κρατώντας υπό μάλης την ειδικότητα του γενικού χειρουργού, τον Ιούνιο του 1969 φεύγει με υποτροφία για μεταπτυχιακό στην Αμερική. Στα δεκατρία χρόνια παραμονής του στη Φιλαδέλφεια και στο Νιού Τζέρσεϊ προλαβαίνει να συμπληρώσει ένα εξωπραγματικό βιογραφικό, το οποίο εκτός από μια πληθώρα χειρουργικών επεμβάσεων καρδιάς, αγγείων και πνευμόνων, περιλαμβάνει μεταμοσχεύσεις νεφρού, συστηματική ενασχόληση με την παιδοκαρδιοχειρουργική και εκπαίδευση παραϊατρικού προσωπικού. Άλλωστε, το ταλέντο του είχε φανεί από νωρίς. Μόλις στο δεύτερο έτος των σπουδών του, ο χειρούργος Φρανκ Τροπέα, επιβλέπων καθηγητής του στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο «Hahnemann» της Φιλαδέλφειας, ομολογεί ενώπιων των συμφοιτητών του ότι μόνο τον Σπύρου θα εμπιστευόταν για να τον χειρουργήσει.

Η μία διάκριση διαδέχεται την άλλη, με αποκορύφωμα την εκλογή του το 1981 ως μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου Καρδιοαγγειοχειρουργικής της Αμερικάνικης Καρδιολογικής εταιρείας. Την τριετία 1979-1982, ως διευθυντής του καρδιοχειρουργικού κέντρου του νοσοκομείου «Our Lady of Lourdes», χειρουργεί συνολικά 1.200 καρδιές με το χαμηλότερο ποσοστό εγχειρητικής θνησιμότητας στην πολιτεία του Νιού Τζέρσεϊ. Σχεδόν την ίδια περίοδο, παντρεύεται με πολιτικό γάμο την Αλίκη, μια κόρη μπετατζή -συνήθιζε να το αναφέρει περήφανος- που δούλευε ως νοσοκόμα όταν έκανε την ειδικότητά του, κι αποκτούν δυο παιδιά, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο, τον οποίο ονόμασε έτσι προς τιμήν του μακεδόνα στρατηλάτη. Στο απόγειο της δόξας του, νιώθει αμετάκλητα την ανάγκη να γυρίσει στην Ελλάδα. Κι επιστρέφει, σαν σύγχρονος Οδυσσέας που έχει νοσταλγήσει τον τόπο του. Συνοδευόμενος από τους ιστιοπλόους του ναυτικού ομίλου Θεσσαλονίκης, Νότη Μπατσή, Δημήτρη Φυντανίδη και Τάκη Πριτσούλη, το φθινόπωρο του 1981 πραγματοποιεί το διάπλου του Ατλαντικού με το «Sofia Jean», ένα σκάφος ούτε δέκα μέτρων που είχε αγοράσει στην Αμερική κι έφερε το όνομα της κόρης του.

Η απομυθοποίηση της καρδιάς
Τον Οκτώβριο του 1982 εγκαθίσταται μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Όπως εξομολογείται ο επιστήθιος φίλος και γραμματέας του, Χρήστος Κοντότσης, του προτείνουν να πάει σε καρδιοχειρουργική κλινική στο Ριάντ με 20.000.000 δραχμές το μήνα. Την απορρίπτει, αφού όραμά του ήταν η συγκρότηση ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας για τους αγρότες και τους φτωχούς. Πέντε μήνες αργότερα, οργανώνει και διευθύνει το καρδιοχειρουργικό κέντρο Βορείου Ελλάδας στο νοσοκομείο «Γεώργιος Παπανικολάου». Οι πρωτοποριακές εγχειρητικοί μέθοδοι που εφαρμόζει σε συνδυασμό με τους έντονους ρυθμούς παραγωγικότητας, πρωτοφανείς για τα ελληνικά δεδομένα, δημιουργούν έναν αξεπέραστο μύθο, ο οποίος σκεπάζει αυτόματα τα προηγούμενα επιτεύγματα του κλάδου του. Φερ’ ειπείν, συχνά λέγεται και γράφεται ότι ο Παναγιώτης Σπύρου ήταν ο πρώτος που τόλμησε εγχείριση ανοικτής καρδιάς. Λάθος. Η πρώτη εγχείριση ανοικτής καρδιάς έγινε το 1958 από τον Νικόλαο Οικονόμου στην Πολυκλινική Αθηνών, η πρώτη καρδιοχειρουργική κλινική στήθηκε το 1965 στο Ιπποκράτειο Αθηνών από το Δημήτριο Λαζαρίδη και η πρώτη επιτυχημένη μεταμόσχευση καρδιάς ολοκληρώθηκε στις 15 Αυγούστου του 1990 από το Χρήστο Λόλα στον Ευαγγελισμό.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον Σωτήρη Πράπα, τον πρώτο ειδικευόμενο γιατρό του Παναγιώτη Σπύρου και νυν διευθυντή της καρδιοχειρουργικής κλινικής του «Ερρίκος Ντυνάν», ο μέντοράς του άλλαξε τον ρου της ελληνικής καρδιοχειρουργικής κι άφησε χρυσή παρακαταθήκη μια ανεπανάληπτη παραγωγή -τουλάχιστον δέκα- στελεχών, εκ των οποίων όλοι σήμερα είναι επικεφαλής καρδιοχειρουργικών κλινικών, κρατικών ή ιδιωτικών νοσοκομείων. «Ο Σπύρου, φέρνοντας στην Ελλάδα τη σύγχρονη καρδιοχειρουργική, ουσιαστικά απομυθοποίησε αυτό που υπήρχε στο μυαλό μας για την καρδιά, την οποία δεν τολμούσαμε ούτε να την ακουμπήσουμε», μου εξηγεί ο κύριος Πράπας, που ακολούθησε την καρδιοχειρουργική επειδή μαγεύτηκε από την προσωπικότητα του δασκάλου του, και προσθέτει πως «αυτό που χαρακτήριζε τον Σπύρου ήταν η εξαιρετική ικανότητα του να αυτενεργεί. Όταν προέκυπτε μια επιπλοκή, έβγαινε από το πρωτόκολλο και αυτοσχεδίαζε. Μου δίδαξε ότι καλός χειρουργός δε σημαίνει καλός χειροπράκτης, αλλά σκεπτόμενος άνθρωπος που θα πάρει αμέσως πρωτοβουλίες για να σώσει τον ασθενή».

Πέρα από την ευρηματικότητά του, βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του ήταν το πείσμα, η γενναιότητα και η εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Το 1992, συγκρούεται μετωπικά με το Εθνικό Κέντρο Μεταμοσχεύσεων γιατί δεν του έδιναν έγκριση για μεταμοσχεύσεις. Εκείνος, αρνούμενος να δεχτεί ότι μεταμοσχεύσεις μπορούν να γίνονται μόνο στον Ευαγγελισμό, όχι μόνο δε συμβιβάζεται, αλλά ιδρύει και μεταμοσχευτική ομάδα στο «Γ. Παπανικολάου» με την οποία εκτελεί συνολικά 39 μεταμοσχεύσεις. Όπως ο ίδιος έχει σημειώσει στο δακτυλογραφημένο βιογραφικό του, «οι μεταμοσχεύσεις καρδιάς-πνευμόνων και πνευμόνων (ενός ή διπλού) που εκτελέστηκαν στο κέντρο μας είναι πρωτοποριακές και οι μοναδικές που έγιναν στην Ελλάδα».

Από το Σεπτέμβρη του 1983 ως το Νοέμβριο του 1996, πραγματοποιεί 5.900 καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις, 4.218 θωρακοχειρουργικές και 932 αγγειοχειρουργικές, εκπαιδεύει 15 χειρουργούς θώρακα, καρδιάς και αγγείων, φτιάχνει την πρώτη σχολή τεχνικών εξωσωματικής κυκλοφορίας (1988) και εφαρμόζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη μηχανική υποστήριξη της κυκλοφορίας σαν γέφυρα για τη μεταμόσχευση ή σαν μόνιμη αιμοδυναμική λύση. «Μέσα στο χειρουργείο ήταν ο απόλυτος άρχοντας, κινείτο δίχως άγχος, με τη χορευτική άνεση του Νουρέγιεφ», μου περιγράφει η δημοσιογράφος της εφημερίδας «Τα Νέα», Βίκυ Χαρισοπούλου, η οποία τον είχε παρακολουθήσει ζωντανά να χειρουργεί. Σε μία από τις είκοσι δυο συνεντεύξεις τους, τον είχε ρωτήσει αν αισθάνεται Θεός. «Προς Θεού», ήταν η απάντησή του.

Πολύ σύντομα η φήμη του ξεπερνάει τα όρια της Θεσσαλονίκης. Ήταν τόσο πολλοί οι καρδιοπαθείς από όλη την Ελλάδα που κατέφθαναν στο «Γ. Παπανικολάου», που οι κάτοικοι της Εξοχής, της περιοχής δηλαδή που βρίσκεται το νοσοκομείο, είχαν μετατρέψει τα δωμάτιά τους σε ξενώνες και τα νοίκιαζαν στους συγγενείς των αρρώστων. Για πρώτη φορά, σχηματίζεται ένα ρεύμα ασθενών από το κέντρο προς την περιφέρεια. Ο Σπύρου όμως αδιαφορούσε για τις αμέτρητες πρωτιές του, τον ενδιέφεραν αποκλειστικά οι -φτωχοί-ασθενείς. Αυτός ήταν και ο λόγος που το 1987 είχε εναντιωθεί στην ανέγερση του Ωνασείου και το είχε χαρακτηρίσει «παιδική χαρά». «Το Ωνάσειο είναι ακόμη μια υπερπολυτελής καρδιοχειρουργική μονάδα για τα υψηλά στρώματα. Ούτως ή άλλως, οι πλούσιοι πάνε στο Λονδίνο. Αν χτιζόταν στην Αλεξανδρούπολη, τότε ναι…», είχε δηλώσει στη Βίκυ Χαρισοπούλου. Όνειρό του ήταν να δημιουργηθεί ένα ΕΣΥ, βασισμένο σε 5-6 περιφερειακά νοσοκομεία, που θα παρέχει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες μόνο στους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και του ΟΓΑ, οι οποίοι υποστήριζε με θέρμη ότι έπρεπε να αποκτήσουν ενιαία ασφάλιση.

Η εαυτού εξοχότης ο ασθενής
«Σημασία δεν έχει πόσους χειρούργησα, αλλά πόσους γλίτωσα από την επέμβαση», είχε πει κάποτε στο στενό του συνεργάτη, Χρήστο Κοντότση. «Ο Παναγιώτης ήταν ταπεινός και πάντοτε συμβούλευε τους ασθενείς του να πάρουν γνώμη κι από άλλο γιατρό. Ωστόσο, δε χειρουργούσε ποτέ χωρίς να συντρέχει σοβαρός λόγος. Θυμάμαι έναν ασθενή από την Αθήνα, που είχε ανέβει εσπευσμένα γιατί του είχαν γνωματεύσει πως αν δεν χειρουργείτο αμέσως θα πέθαινε. Ο Σπύρου τον εξέτασε, τον καθησύχασε και του πρότεινε για προληπτικούς λόγους να έρθει ξανά σε μια πενταετία», μου εξιστορεί βουρκωμένος ο κύριος Κοντότσης, και συνεχίζει την αφήγησή του. «Αυτό που συνέβαινε ήταν άνευ προηγουμένου. Καθημερινά μου τηλεφωνούσαν βουλευτές, υπουργοί, τραγουδιστές, αθλητές, και ζητούσαν να μεσολαβήσω για κάποιο συγγενή τους. Μέχρι και στο δρόμο με σταματούσαν, θυρωροί, λαχειοπώλες, μανάβηδες, για να τους κανονίσω μια εγχείριση. Στο Παπανικολάου γινόταν λαϊκό προσκύνημα, η λίστα αναμονής έφτανε τους πέντε μήνες…».

Πράγματι, ο Παναγιώτης Σπύρου χειρουργούσε μέσο όρο τέσσερις φορές την ημέρα, δίχως να λογαριάζει Σαββατοκύριακα κι αργίες. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη, έβλεπε οχτώ ασθενείς, τέσσερις Θεσσαλονικείς και τέσσερις από την επαρχία, στο προσωπικό του ιατρείο στην οδό Αγίας Σοφίας. Επειδή αργούσε πάντα στα χειρουργεία, τους εξέταζε κατά κανόνα μετά τα μεσάνυχτα. «Η εαυτού εξοχότης ο ασθενής», επαναλάμβανε συχνά στους συνεργάτες του. Το έλεγε και το υπερασπιζόταν με τη ψυχή του. «Υπήρχαν πολλοί ασθενείς που λόγω φτώχιας αναγκάζονταν να δανειστούν χρήματα για να πληρώσουν τα οδοιπορικά τους. Ο Σπύρου, μαζί με το εξιτήριο, τους έδινε χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής και τους αποζημίωνε για τα μεροκάματα που έχαναν», μου διηγείται ο κύριος Κοντότσης.
Οι ασθενείς του κυριολεκτικά τον λάτρευαν και του εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους με όποιο τρόπο μπορούσαν. Το γραφείο του στο «Γ. Παπανικολάου»  ήταν μονίμως κατειλημμένο από αβγά, κρέας, ψάρια, μπουγάτσες, τσίπουρο, πίπες, κούτες με πούρα, πίνακες -σαν κι αυτόν που του είχε χαρίσει ο αλβανός πρόεδρος Ραμίζ Αλία-, θρησκευτικές εικόνες και μπουκάλια με το αγαπημένο του σπέσιαλ ουίσκι. Παρ' όλη την αγάπη του κόσμου, η επιτυχία του φαίνεται πως είχε ενοχλήσει το «παραϊατρικό σύστημα», το οποίο, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, τον πολεμούσε διότι για δεκαετίες θησαύριζε από τον ιατρικό τουρισμό στην Αγγλία. «Τη δεκαετία του ’70 και του ‘80 πολλοί γιατροί έπαιρναν φακελάκια από τους ασθενείς για να υπογράψουν τα χαρτιά των ασφαλιστικών τους ταμείων, με τα οποία δικαιολογούσαν την εγχείριση τους στο εξωτερικό. Ο Παναγιώτης ανέκοψε αυτή τη ροή προς τα έξω και τους χάλασε την πιάτσα», μου εξηγεί ένας συνάδελφός του από το «Γ. Παπανικολάου», που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του.

Το 1993 λοιπόν, προκύπτει αναπάντεχα η αμφιλεγόμενη ιστορία με τα φακελάκια και ο λαός της Θεσσαλονίκης διαδηλώνει με πανό υπέρ του στην πλατεία Αριστοτέλους. «Νίκησε το ΕΣΥ και πρέπει να το εμπιστευτεί ο λαός», δηλώνει ο ίδιος στις 26 Ιουλίου του 1995 μετά την αθώωσή του λόγω αμφιβολιών.«Αν και ήταν ήρεμος, μιλούσε έξω από τα δόντια και δεν καταδεχόταν να κάνει εκπτώσεις στα λόγια του», μου λέει η δημοσιογράφος Έλλη Στάη, που τότε του είχε πάρει ζωντανή συνέντευξη στο δελτίο ειδήσεων του Σκάι, και συνεχίζει λέγοντας πως «ήταν μια πολύ γοητευτική κι αντιφατική προσωπικότητα. Από τη μία ένας καταξιωμένος επιστήμονας, καινοτόμος στη δουλειά του, κι από την άλλη ένας σεμνός άνθρωπος με ανεξάντλητο ενδιαφέρον. Θυμάμαι πως όταν του είχα εκφράσει το θαυμασμό μου για τους ανθρώπους που ανοίγουν καρδιές, μου είχε απαντήσει πως το ζήτημα είναι εντελώς τεχνικό. Σωλήνες και αποφράξεις…».

Καθηγητής, πιλότος και πρόεδρος
Με χιούμορ αντιμετώπισε και στις αρχές του ΄90 την απόρριψη της υποψηφιότητάς του, με ψήφους 35-0!, για τη θέση του καθηγητή ιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. «Ευχαριστώ και τους 35 για τη ψήφο τους, διότι αν υπήρχε έστω και μία ψήφος υπέρ μου, ο καθείς εξ αυτών θα τη διεκδικούσε», είχε σχολιάσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον απέρριπταν. Το 1989, το Πανεπιστήμιο Πατρών, με ψήφους 7-6, δεν είχε αποδεχτεί την υποψηφιότητά του. Εν τέλει, το 1997 κατορθώνει με την τρίτη προσπάθεια να καταλάβει την έδρα του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το αμφιθέατρο του οποίου κατακλύζεται από φοιτητές που συρρέουν ακόμη και από την πρωτεύουσα. Στη Λάρισα, εκτός του ότι πραγματοποιεί την πρώτη εγχείριση ανοικτής καρδιάς στην πόλη, το Μάιο του 1998 γίνεται πανελλαδικά ο πρώτος πολίτης που συμμετέχει σε επιχειρησιακή πτήση με Φάντομ (RF-4) μαζί με τον τότε αντισμήναρχο Χρήστο Βαΐτση. Στη ριψοκίνδυνη πτήση, σπάνε το φράγμα του ήχου και εμπλέκονται σε αερομαχίες πάνω από τη Λήμνο.

Γενικότερα, ο Παναγιώτης Σπύρου έξω από το χειρουργείο κυνηγούσε τις έντονες στιγμές και ακολουθούσε τυφλά τα πάθη του, δηλαδή τον Άρη, τα μπουζούκια (ο Γιάννης Πάριος ήταν ο αγαπημένος του τραγουδιστής) και τις πλάκες με τους φίλους του. Το 1992, αναλαμβάνει πρόεδρος του μπασκετικού Άρη και φέρνει τον Ούολτερ Μπέρι στη Θεσσαλονίκη, ταράζοντας τα νερά του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Όμως, οι (φημολογούμενες) συγκρούσεις του με τις βεντέτες τον αναγκάζουν να φύγει άρον-άρον από την ομάδα της καρδιάς του. Λίγα χρόνια αργότερα, επιστρατεύεται ως πρόεδρος και στο ποδόσφαιρο του Άρη. Η πρότασή του να συγχωνευτούν ο Άρης με τον ΠΑΟΚ, για να δημιουργηθεί μια πανίσχυρη ομάδα που θα πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη, προκαλεί τις έξαλλες αντιδράσεις των οργανωμένων οπαδών. «Καλά κάνουν και μας φωνάζουν σκουλήκια», δηλώνει δημόσια και αποχωρεί απογοητευμένος.

Ο θάνατος της κόρης του
Το 2006, όταν πλέον χειρουργούσε αραιά στο «Διαβαλκανικό», ένας ακόμη θάνατος σημαδεύει τη ζωή του. Η βουτιά στο κενό της Σοφίας, της εικοσιεξάχρονης κόρης του, τον συμπαρασύρει στο σκοτεινό βυθό της κατάθλιψης. «Ο Πάνος ουσιαστικά πέθανε την ημέρα της κηδείας. Τον θυμάμαι με ένα χοντρό παλτό να περπατάει μόνος του στο νεκροταφείο, δεν ήθελε κανέναν δίπλα του. Ήταν απαρηγόρητος», μου περιγράφει η Βίκυ Χαρισοπούλου. Η δική του πτώση κρατάει έξι ολόκληρα χρόνια. Σταματάει να χειρουργεί και κλείνεται στον εαυτό του. «Εγώ που έσωσα τόσους ασθενείς, δε μπόρεσα να σώσω το παιδί μου», εξομολογείται, συντετριμμένος από τις τύψεις, στον καρδιακό του φίλο Χρήστο Κοντότση.

Συντετριμμένοι ήταν και οι άνθρωποι που την Τετάρτη 17 Οκτωβρίου πλημμύρισαν τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης για να αποτίσουν φόρο τιμής στον καρδιοχειρουργό με το θεϊκό ταλέντο. Αντιμετώπιζαν τη σορό του σαν να ήταν ο επιτάφιος. Κάποιοι έκαναν γονυπετείς μετάνοιες μπροστά από το φέρετρο κι άλλοι προσεύχονταν με το πρόσωπο στραμμένο προς τον ουρανό. Από το συνωστισμό δε μπορούσε να αρχίσει η τελετή, λες και ο κόσμος ήθελε να αναβάλλει το τελευταίο του ταξίδι, όπως εκείνος όλα αυτά τα χρόνια επέμενε να παρατείνει τη διάρκεια ζωής των ασθενών του.

Θέλω να κλείσω αυτό το άρθρο με μια προσωπική παρατήρηση. Διαβάζοντας τα δημοσιεύματα για τον Παναγιώτη Σπύρου συνάντησα πολλές ανακρίβειες και υπερβολές που αφορούσαν τη ζωή και τα κατορθώματά του. Ενδεχομένως, και σε αυτό το κείμενο να υπάρχουν ανακρίβειες και να μην το γνωρίζω. Αλλά δεν πειράζει. Γιατί οι ανακρίβειες επιβεβαιώνουν το μύθο του Παναγιώτη Σπύρου, το μύθο που φτιάχτηκε από στόμα σε στόμα στους διαδρόμους του «Γ. Παπανικολάου».

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News