Τη μία και μοναδική φορά που είδα τον Μάνο Χατζιδάκι από κοντά, ήμουν εννέα ετών. Καλοκαίρι του '88, και είχε ανέβει με τη Μούσχουρη στο Θέατρο Δάσους, για να παρουσιάσει την πρώτη τους συνεργασία έπειτα από χρόνια: τον εξαίσιο κύκλο τραγουδιών «Οι μύθοι μιας γυναίκας», σε στίχους Νίκου Γκάτσου. Ένα λεφούσι απίστευτο είχε μαζευτεί στο θέατρο, αν κι εμείς, για καλή μας τύχη, είχαμε εξασφαλίσει θέσεις στην πρώτη σειρά. Ωστόσο, λίγο αφότου άρχισε η συναυλία, μετά το πρώτο χλιαρό, μουδιασμένο χειροκρότημα για τη «Θυσία της Αντιγόνης», κόσμος στις κερκίδες άρχισε να ζητά διά βοής τα παλιά, γνώριμα σουξέ της Μούσχουρη – το «Κυπαρισσάκι», το «Κουρασμένο παλικάρι», κι ένα σωρό άλλα τραγούδια τα οποία, καίτοι πανέμορφα κι αλησμόνητα, ανήκαν στο παρελθόν του Χατζιδάκι, ένα παρελθόν που δεν είχε καμία διάθεση να ανασκαλέψει, καθώς βρισκόταν εκεί για το καινούριο του έργο. Έτσι, όταν οι φωνές συνεχίστηκαν και στην εισαγωγή του «Είπα επί γης ειρήνη», ο Χατζιδάκις σταμάτησε απότομα την ορχήστρα, γύρισε προς το κοινό, και συγκρατώντας με δυσκολία την οργή του φώναξε: «Όποιος δεν θέλει ν' ακούσει, να σηκωθεί να φύγει τώρα!».
Την αντίδραση αυτή ορισμένοι θα ερμήνευαν ως πράξη ελιτισμού, ή ακόμα και ξιπασιάς: μα να διώχνεις κόσμο απ' τη συναυλία σου επειδή ζητάει ν' ακούσει τα αγαπημένα του τραγούδια;
Μόνο που ο Χατζιδάκις, όπως έμελλε να μάθω συν τω χρόνω, ανήκε σ' αυτή τη σπάνια κατηγορία μεγαλοφυών δημιουργών που πλήττουν αφόρητα με κάθε τι το τελειωμένο, το παλιό, κι αγωνιούν διαρκώς για το καινούργιο – το επόμενο τραγούδι, την επόμενη κινηματογραφική μουσική: μια διαρκής, ασυγκράτητη ορμή προς το σαγηνευτικά άγνωστο μέλλον που κρύβει τόσες υποσχέσεις, μια αχορτασιά λεπταίσθητου εφήβου. Τα τελευταία χρόνια, η ασυμβίβαστη αυτή πλευρά του Χατζιδάκι, η εντιμότητα και ο τσαμπουκάς του -καθώς και ο πάντα ακριβός κι εύστοχος δημόσιος λόγος του- λείπουν πολύ και σε πολλούς, και συχνά προβάλλονται ως ένδειξη μιας συλλογικής ορφάνιας, μιας πορείας στα τυφλά δίχως τον φάρο που άλλοτε φώτιζε με την ομορφιά και την καθαρότητά του καρδιές και πνεύματα.
Ωστόσο, είμαι πεπεισμένος ότι ο Χατζιδάκις είτε θα έφριττε μ' αυτές τις μαζικές αναθέσεις διαφωτισμού της κοινωνίας, ή απλώς θα τους γύριζε την πλάτη. Κι αυτό γιατί ο αυτοπροσδιορισμός του, η επωδός του επί δεκαετίες, ήταν μια απλή όσο και ειλικρινής δήλωση: «Εγώ γράφω τραγούδια».
Κι έτσι, χωρίς να θέλω να στενοχωρήσω τους χιλιάδες συνανθρώπους μου που, από αγάπη στη μουσική και τον λόγο του μεγάλου μας συνθέτη τον φαντάζονται μπροστάρη σε αγώνες και λαοθάλασσες δίκαιης αγανάκτησης, αν ζούσε ο Χατζιδάκις, παρά τα ογδόντα οχτώ του χρόνια, θα ήταν πεισματικά κι αποκλειστικά αφοσιωμένος στα καινούρια του τραγούδια, στο επόμενο έργο – καθώς και στο έργο νέων καλλιτεχνών, τους οποίους θα προωθούσε με κάθε τρόπο κι από καθαρή μεγαλοψυχία, όπως έκανε επί δεκαετίες για πλείστους εξαίρετους συνθέτες και τραγουδοποιούς μας: απ' τον Θεοδωράκη και τον Σαββόπουλο μέχρι τη Λένα Πλάτωνος και τον Σταύρο Παπασταύρου.
Όπως κι όσο ζούσε, ο Χατζιδάκις θα ήταν μέγας γκατζετάς, και μ' ενθουσιασμό παιδιού θα εξερευνούσε καθημερινά τις νέες δυνατότητες που θα του παρείχε η τεχνολογία για να φτιάξει ακόμα ωραιότερα τραγούδια. Το ότι ολάκερη η δισκογραφία του Χάυντν χωράει πλέον σ' ένα στικάκι θα τον μάγευε, όπως και η δυνατότητα να μοιράζεται τη μουσική του, άμεσα και χωρίς δισκογραφικές, με νέους ακροατές του.
Αυτή θα ήταν η δικαίωσή του, κατά την ταπεινή μου γνώμη: το ότι παιδιά δεκαοχτώ και είκοσι χρονώ ανακαλύπτουν τα τραγούδια του και παθιάζονται με δαύτα σαν να γράφτηκαν χτες, για τον καθένα τους – όπως είχε συμβεί και σε μένα με τον τελευταίο του δίσκο, «Τα τραγούδια της αμαρτίας», όταν, στα δεκαεφτά μου, είδα τον ομοφυλοφιλικό έρωτα (τον αρχαίο έρωτα εν μέσω της βυζαντινής αμαρτίας, για να δανειστώ τον υπότιτλο του κύκλου) να μετουσιώνεται σε οδύνη και λύτρωση, σε σπαραγμό, παραίτηση και πυρετώδες όνειρο.
Ο ενενηκοντούτης σχεδόν Χατζιδάκις μπορεί να έλειπε λοιπόν από θώκους και προμαχώνες όπου τοποθετείται από πλεόνασμα αγάπης και ανάγκης, αλλά θα ήταν διαρκώς παρών εκεί που θα τον χρειαζόμασταν περισσότερο: στη μουσική του, που μες σ' αυτά τα δεκαεννέα χρόνια θα 'χε γεννήσει ένας Θεός ξέρει πόσα διαμάντια ακόμα, πόσα τραγούδια σφύζοντα σαν φλέβα σε χέρι ζωντανού αγάλματος.
Επιτρέψτε μου να κλείσω με μιαν ακόμη ανάμνηση, κι ας γνωρίζω πως το συγκεκριμένο περιστατικό θα έκανε τον λατρεμένο μου κύριο Χατζιδάκι έξω φρενών.
Ο τάφος του, που λέτε, βρίσκεται αποτραβηγμένος σ' ένα μικρό κοιμητήριο της Παιανίας, και περνά σχεδόν απαρατήρητος: μια πλάκα ρόδινο μάρμαρο με την υπογραφή του κι ένα τετράστιχο του Γκάτσου. Και τίποτ' άλλο. Πριν χρόνια λοιπόν, στα είκοσι ένα μου, είχα ζητήσει απ' τον φίλο μου Γιώργο Πανουσόπουλο -γείτονα και μεγάλη αδυναμία του εκλιπόντος- να με πάει στο νεκροταφείο. «Θα θυμώσει», με είχε προειδοποιήσει. Αλλά εγώ επέμεινα. Κι έτσι, λίγο μετά το χάραμα, βρέθηκα καθιστός οκλαδόν πάνω στο μόλις ζεσταμένο μάρμαρο, να καπνίζω ένα αναθηματικό τσιγάρο, όπως έκανα και με τη μάνα μου, πιστεύοντας πως και οι νεκροί το νοσταλγούν το τσιγαράκι τους. Και ήταν γλυκιά η ζεστασιά που με ανατρίχιαζε, και μες στην απέραντη νεανική μου αφέλεια ένιωθα πως υπήρχε κάποια ποιητικότητα στη νεκροφιλική μου πράξη.
Είχα άδικο, βέβαια. Ο Χατζιδάκις δεν βρισκόταν, πια, εκεί. Μας περίμενε πίσω στο αυτοκίνητο, στο CD player, με τον ανεκτίμητο δίσκο «2000 Μ.Χ.», που λιώναμε τα βράδια με το Κατερινάκι. Κι εκεί θα είναι πάντα. Μην τον αναζητάτε στα όνειρά σας, αλλά στα δικά του όνειρα, στο καταφύγιο του κυρ Αντώνη.
Στα τραγούδια του, πάλι και πάντα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News