Ο ψεύτης και ο κλέφτης (όλο τον χρόνο χαίρονται)
Ο ψεύτης και ο κλέφτης (όλο τον χρόνο χαίρονται)
Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη, παίδες μου αγαπημένοι. Για μένα πάντα είναι μεγάλη η στιγμή που γνωρίζω κάθε μελλοντικό εργοδότη μου. Ο άνθρωπος που θα ορίσει το εργασιακό μου πεπρωμένο, ο τύπος που ως άλλος Ιησούς θα επωμιστεί ξαφνικά όλες μου τις ιδιορρυθμίες, την επαναστατική φούντωση, την γκρίνια, τα αιτήματα προκαταβολών και αδειών, το ταξικό βουντού, ο άνθρωπος ηλί-ηλί-λαμά-σαβαχθανί στέκεται εκεί μπροστά μου ανυποψίαστος για τις μαύρες μέρες της σταύρωσης που τον περιμένουν στη γωνία.
Ο Εμμανουήλ (μη χέσω!) με οδήγησε σ΄ ένα διαμέρισμα τρίτου ορόφου απέναντι από το Άλσος Συγγρού, χτύπησε το κουδούνι, περίμενε λίγο, κοίταξε από το ματάκι της πόρτας, περίμενε ακόμα λίγο και μετά στράφηκε σε μένα αναποφάσιστος.
-Μα, γιατί δεν ανοίγει; Αφού μας περιμένει.
-Μπορεί να κατουράει, ρε παιδάκι μου, ο άνθρωπος. Άνοιξε εσύ. Δεν έχεις κλειδιά;
-Φυσικά έχω κλειδιά, αλλά δεν βλέπω φως μέσα.
-Ε, και;
-Ε… άμα δεν έχει αναμμένο το φως ή λείπει ή έχει φέρει γκόμενα.
-Είναι σκοταδιστής ο τύπος;
-Τι εννοείς;
-Πηδάει μόνο στα σκοτεινά;
-Ε… ναι.
-Μα, τι διάολο; Ποια του ‘κατσε στα ξαφνικά; Πριν ένα τέταρτο μιλούσατε.
-Μπορεί να πέρασε καμιά με φυλλάδια. Έχει τρέλα με τα φυλλάδια. Τις έχει πηδήξει όλες, εκτός IKEA.
-Γιατί;
-Εεεε… πολύ do it yourself λέει.
-Καλά, πλάκα μου κάνεις τώρα; Άνοιξε, παιδί μου. Μπορεί να είναι στο άλλο δωμάτιο.
-Ποιο άλλο δωμάτιο; Γκαρσονιέρα έχουμε.
Εκνευρίστηκα, παίδες. Τον άντρα τον θέλω δραστήριο, ειδικά άμα μένει σε σπίτι με ένα δωμάτιο (σε περίπτωση πυργούχου είμαι πιο ελαστική). Του αρπάζω το κλειδί απ΄ τα χέρια και ανοίγω την πόρτα φωνάζοντας: "καλυφτείτε, Ηθών"! Ουδεμία φωνή διαμαρτυρίας ηκούσθη όμως. Ουδείς τριγμός σομιέ. Ουδείς βόγκος ηδονής. Τίποτα λέμε. Σκέτη απογοήτευση.
Εν τω μεταξύ ο Εμμανουήλ (μη χέσω!) άνοιξε το φως και τότε αντίκρισα ένα γκαρσονιεράκι άδειο σαν κενοτάφιο με ένα διπλό στρώμα στο πάτωμα, ένα γραφείο απ’ αυτά που πουλούσε η ΝΕΟΣΕΤ και φαλίρισε, ένα ξεπεσμένο ψυγείο κι ένα άδειο τραπεζάκι.
-Μινιμαλιστικό το διαμερισματάκι βλέπω, είπα ευγενέστατα.
-Πού σκατά πήγε η τηλεόραση; είπε ταυτόχρονα ο Εμμανουήλ (μη χέσω)
-Κάπου μαζί με το σαλόνι, την τραπεζαρία και την κουζίνα, είπα ρεαλιστικά.
-Σοβαρά τώρα. Μόλις είχα πάρει τηλεόραση 3D, τελευταίο μοντέλο. 17 δόσεις χρωστάω στο Mediamarkt. Πού πήγε;
-Τι να σου πω κι εγώ… Στη μάνα του Τζάμπα.
Όσο μιλούσε πλησίασε το άδειο τραπεζάκι, ξεκόλλησε ένα ροζ post it που ήταν επάνω και διάβασε με τρεμάμενη φωνή: «Μανώλη, δεν γινόταν αλλιώς. Πώς να πάω στην Οία στεγνός σαν τη Σαχάρα, ρε μαλάκα;»
-Μα γιατί του επιτρέπεις να σε φωνάζει, Μανώλη, "Εμμανουήλ"; ρώτησα εγώ.
-Αυτό σε πείραξε εσένα; Εδώ μου ‘φαγε την τηλεόραση ο καργιόλης.
-Τώρα μιλάς σαν Μανώλης πάντως.
-Σταμάτα κι εσύ! Αστοδιάλο πια. Δεν είναι ζωή αυτή. Δεν μπορώ άλλο. Θέλω να ξέρω όταν μπαίνω στο σπίτι μου ότι το σπίτι μου θα είναι εκεί.
-Το σπίτι εδώ είναι πάντως. Μόνο την τηλεόραση πήρε.
-Σκάσε είπα!
Πάει, ξέφυγε και ο ντόκτορ. Πήρε τρέχοντας την κατιούσα. Αλλά έτσι είναι ο Έλλην, παίδες μου αγαπημένοι: Σου συστήνεται ως Εμμανουήλ και με την πρώτη στραβή βλέπεις τον Μανώλη μέσα του – και ενίοτε τη Μανωλάδα. Προφανώς είχε αναπτύξει μεγάλο συναισθηματικό σύνδεσμο με την 3D του. (Δεν κρίνω. Γούστα είναι αυτά) Πήγα στο ψυγείο, πήρα μια λεμονίτα φάντα και άραξα στο κρεβάτι παίζοντας angry birds στο κινητό μου μέχρι να αποφασίσει πώς θα διοχετεύσει τα αποθέματα οργής που είχαν σωρευθεί μέσα του από αιώνες καταπίεσης. Το θύμα κλοπής έκανε δυο τρεις κύκλους μέσα στο δωμάτιο σαν το λιοντάρι στο κλουβί και μετά όρμησε κατά πάνω μου και άρπαξε το κινητό μου.
-Θα τον σκίσω τον μαλάκα. Παίρνω ένα λεπτό από το δικό σου γιατί το δικό μου δεν θα το σηκώσει.
-Μ΄ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι. Βάλτο στην ανοιχτή ακρόαση.
Πραγματικά ο συγκάτοικος το σήκωσε με τη μία. Προφανώς τον εξιτάριζε το άγνωστο. Περίμενε ότι θα εμφανιστεί μια μέρα κάποιος μυστηριώδης άγνωστος και θα του προσφέρει ένα κερδοφόρο λόττο με τζακ ποτ, ένα μήνα δωρεάν στο Μπαλί ή θέση διευθύνοντος συμβούλου στην Κόκα/πέπσι κόλα.
-Παρακαλώ, ακούστηκε μια βαθιά φωνή γεμάτη κύρος, τεστοστερόνη και προσδοκίες για ένα καλύτερο αύριο.
-Τι παρακαλάς, ρε μαλάκα; Πού την πήγες την τηλεόρασή μου;
-Τι είπαμε, Μανώλη; Δεν υπάρχει «μου» και «σου». Υπάρχει «μας». Την τηλεόρασή μας.
-Τότε γιατί δεν πλήρωσες τα μισά για την τηλεόρασή μας;
-Γιατί δεν είχα, Μανώλη. Αλλά στις σχέσεις έτσι είναι αυτά. Μια δεν έχει ο ένας, μια δεν έχει ο άλλος.
-Εσύ πάντως δεν έχεις ποτέ!
-Σχέσεις; Καλέ, τι γίνεται εδώ; Τα 'χετε; Ρώτησα ελαφρώς σκανδαλισμένη κοιτάζοντας το διπλό στρώμα με άλλα μάτια
-Ποια είναι αυτή; Η δικιά μου; τσίμπησε αμέσως την έξοδο κινδύνου το λαμόγιο.
-Γεια σου, αφεντικό! του φώναξα ενθουσιασμένη.
-Σκάσε εσύ, είπε ο Μανώλης
-Μη μιλάς έτσι στο κορίτσι, ρε. Αυτά σου 'χω μάθει εγώ; τον μάλωσε ο γκουρού του έρωτα
-Πως σε λένε αφεντικό; Ξαναφώναξα εγώ
-Σάκη, απ΄το Μποδουσάκη.
-Εχω ένα ξάδερφο Σάκη, τον ενημέρωσα κάπως άκαιρα είναι αλήθεια.
-Χεστήκαμε, είπε ο Μανώλης που είχε εκνευριστεί πλέον για τα καλά με το αςμπέτα το δικό μας.
-Μανώλη, με απογοητεύεις, είπε στιβαρά αλλά θλιμμένα το αφεντικό μου. Με την πρώτη αναποδιά χάνεις το στυλ σου και το ήθος σου.
-Την τηλεόραση μου χάνω, ρε μαλάκα. Λέγε πού την πήγες.
-Μην ανησυχείς, είναι σε καλά χέρια. Την πούλησα στο Μάριο τον χοντρό, ρε. Θα τη βγάλει στο e-bay.
-Στο e-bay?
-ναι, ρε μαλάκα. Ξαναπάρτην από 'κει. Θα στην πουλήσει και φτηνότερα.
-Μου λες δηλαδή να την ξαναγοράσω; ΑΥΤΟ ΜΟΥ ΛΕΣ;
Η πικρή αλήθεια είναι πως αυτό του έλεγε, παίδες.
-Σε παρακαλώ, Μανώλη, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου. Γιατί φωνάζεις; Μου ζητάς μια λύση και στη βρίσκω. Τι άλλο θέλεις;
-ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΜΟΥ!
-Ωχ, βαρέθηκα τώρα. Eπαναλαμβανόμαστε. Κλείνω. Κοπελιά, χάρηκα πολύ, ρε συ. Θα τα πούμε, έτσι;
-Εννοείται, αναφώνησα ενθουσιασμένη. Και έχουμε να πούμε πολλά.
-Εμπρός; Εμπρός; ούρλιαξε μέσα στο αυτί μου ο Εμμανουήλ/Μανώλης. Ματαίως χαλούσε σάλιο όμως. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακουγόταν μόνο ένας ήχος.
– Τι κάνει; με ρώτησε αγχωμένος
-Ρουφάει τον φραπέ.
-ΤΟΝ ΦΡΑΠΕ;
-Στην καλύτερη φρέντο.
Ο Μανώλης πέταξε το κινητό μου στο στρώμα και άρπαξε μια τσάντα που ήταν στο πάτωμα.
-Πάμε Οία, είπε αποφασισμένα.
-Φύγαμε! Απάντησα αμέσως. Όταν σου χτυπάει η μοίρα σου, παίδες μου αγαπημένοι, πρέπει να είσαι έτοιμος να ανοίξεις την πόρτα. Ειδικά όταν δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News