Εδώ και λίγο καιρό ξαναγύρισα στον πρωινό καφέ, στα λόγια, στις ιστορίες και στις συμβουλές του, είχα φύγει χρόνια μακριά του, έτρεχα με τα τσάγια, τις κούπες και τα μεγάλα τα φλιτζάνια, κουράστηκα, δεν είναι ο τόπος μου.
Με δέχτηκε σαν πραγματικός φίλος, χωρίς παράπονα και ερωτήσεις, δε ζήτησε εξηγήσεις.
Hρθε στο γυάλινο μικρό ποτήρι του κρασιού και κάθισε μαζί μου.
Aρχισε να μου μιλά με τη γλυκιά την ήρεμη φωνή που μόνο ο πρωινός πικρός καφές γνωρίζει.
Με πήρε και με σήκωσε. Με έφερε ξανά κοντά σου, δίπλα σου, να πίνω το δικό σου, τον πικρό καφέ από τα χέρια σου, τα κάρβουνά σου, τη φωτιά σου.
Να λέω και ν’ ακούω τα όνειρά μου, τα όνειρά σου.
Ταξίδευα με το πρωινό λεωφορείο, ερχόμουνα σε σένα, νύχτα ακόμα, δεν είχε ξημερώσει, χειμώνας, χιόνιζε έξω, δεν είχα εισιτήριο, ούτε χρήματα στην τσέπη και δε ξέρω πώς μέσα στο πουθενά του κόσμου, βρέθηκε ο ελεγκτής να μου ζητά το εισιτήριο κι εγώ να ψάχνομαι και να μην έχω και δίπλα μου κανείς – το λεωφορείο γεμάτο από γνωστούς και συγγενείς -να μη μου δίνει σημασία και βοήθεια και έξω να φυσά και να χιονίζει κι ο δρόμος κακοτράχαλος, να τρίζει, να αγκομαχά το μακρυμούρικο λεωφορείο, να μπάζει από παντού και ο ελεγκτής να επιμένει, να θέλει να με κατεβάσει κάτω, στις ερημιές, στους πέντε δρόμους.
Κι εκεί που όλα φαίνονταν τελειωμένα κι ετοιμαζόμουν με αναφιλητά και κλάματα να κατεβώ, μπαίνεις εσύ με τσάντες, με τραγούδια και με χρήματα και το μικρό ποτήρι του κρασιού που έπινα τον καφέ, γεμάτο.
-«Αγάπη μου ράγισες, έχεις χύσει πολλά δάκρυα για το σπίτι μας. Τώρα έγιναν κρασί».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News