Πριν από μερικές μέρες, με αφορμή τα παιδικά μου βιβλία, έλαβα το μεγαλύτερο ίσως δώρο που μου έχει χαριστεί στα δεκαπέντε χρόνια της συγγραφικής μου πορείας: μίλησα για μισή περίπου ώρα με τον Παντελή.
Εννέα ετών ο Παντελής, και ο ορισμός αυτού που λέμε παιδί-θαύμα: απίστευτη ευφράδεια και συγκρότηση στον λόγο του, σκέψη σύνθετη και διεισδυτική πολύ πέρα απ’ τα χρόνια του, αισθηματική ωριμότητα που θα ζήλευε κι ενήλικος – κι όλα αυτά σε συνδυασμό με μιαν ευγένεια και μιαν έμφυτη καλοσύνη που στο τέλος της πολύτιμης συνομιλίας μας είχα βουρκώσει.
Μέσα στο μισάωρο αυτό, όλη η ασχήμια που έχω απορροφήσει όπως όλοι μας από την επικαιρότητα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εξανεμίστηκε σαν κάτι το τελείως ασήμαντο· μια απλή, περαστική ενόχληση σε σύγκριση με το πνευματικό και ψυχικό μεγαλείο του εννιάχρονου συνανθρώπου μου, που έμοιαζε με κάθε του κουβέντα και κάθε γενναιόδωρη σκέψη του (όπως για τους φτωχούς της γης – τον εκπλήσσει και τον προβληματίζει αφάνταστα το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, που δεν έχουν να φάνε στην κυριολεξία, τη στιγμή που άλλοι απολαμβάνουν τόσες πολυτέλειες) να υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον, κι έναν κόσμο πολύ πιο ανθρώπινο απ’ τον σημερινό.
Το ξέρω: πλάσματα σαν τον Παντελή σπανίζουν. Μιλάμε για μία θαυμαστή σύμπραξη χαρισματικού γονιδιώματος και αξιέπαινης ανατροφής: ένα μυαλό και μια ψυχή τα περίσσια δώρα των οποίων σμιλεύτηκαν χάρη σε γονείς, παππούδες και δασκάλους στον ώριμο και καλοπροαίρετο συνομιλητή ο οποίος, στα τριάντα πέντε μου χρόνια, γέμισε την καρδιά μου με ελπίδα και αισιοδοξία.
Ξέρω επίσης πως ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Για κάθε τέτοιο ευφυές και καλλιεργημένο παιδί υπάρχουν ένα ή και περισσότερα που μεγαλώνουν – είτε λόγω συνθηκών είτε εξαιτίας της αμεριμνησίας των γονιών τους – μέσα σ’ ένα κλίμα αδιαφορίας, στερημένα από πρότυπα, ιδέες, αισθήματα κι ερεθίσματα που θα μπορούσαν να θρέψουν τη γόνιμη πρώτη ύλη που περιέχει κάθε παιδί.
Ο κόσμος μας είναι στη μεγάλη του πλειονότητα σκληρός και άδικος, ιδίως απέναντι στα παιδιά. Παιδιά που από μικρή ηλικία αναγκάζονται να δουλεύουν σε απάνθρωπες συνθήκες, να εκπορνεύονται από εγκληματίες γονείς κι εγκληματίες τουρίστες, να πουλάν και να καταναλώνουν ναρκωτικά, ή απλώς να μεγαλώνουν παρατημένα σαν αγριόχορτα, απορροφώντας, αντί για επαίνους, ενθάρρυνση κι αγάπη, όλη την ανελέητη βαναυσότητα της ένδειας και της ανισότητας.
Για πολλούς, η αισιοδοξία στις μέρες μας αποτελεί άλλη μια πολυτέλεια που δεν μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους. Αρχής γενομένης με την παγκόσμια οικονομική κρίση, η ανθρωπότητα τα τελευταία χρόνια έχει δείξει για πολλοστή φορά το αθλιότερο πρόσωπό της° η οικονομική δυσπραγία έτεκεν βία, φόβο και μίσος, που η ασχημοσύνη τους σκιάζει την πατρίδα μας όπως και τόσες άλλες χώρες, με τη στροφή στον συντηρητισμό και την καχυποψία, τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, το έγκλημα κατά ψυχών και σωμάτων. Πώς, θα με ρωτήσετε εύλογα, μπορείς κι αισιοδοξείς τη στιγμή που οι νεοναζί λυμαίνονται την κοινωνία μας, διαφθείροντας και δολοφονώντας υπό την ανοχή της ακροδεξιάς μας κυβέρνησης; Πώς στηρίζεις τόσες ελπίδες σ’ ένα παιδί τη στιγμή που κι αυτό και τους συνομηλίκους του περιμένει μια Ελλάδα μαστιζόμενη από την ανεργία και την αβεβαιότητα;
Κι ωστόσο, από κάπου πρέπει κι εγώ να πιαστώ, για να βρω τη δύναμη να συνεχίσω να ζω και να δουλεύω και να αγαπώ χωρίς να με στοιχειώνει κάθε ώρα και στιγμή το φάσμα ενός μέλλοντος τόσο μελανού που καθιστά όλες μου τις θυσίες και κάθε μου προσπάθεια, στη ζωή μου και στην τέχνη μου, θλιβερή ματαιοπονία.
Κι όπως η Ανιές στην “Αθανασία” του Κούντερα σκέφτεται πως μια μέρα η ασχήμια θα ’χει κατακλύσει τον κόσμο σε τέτοιο βαθμό ώστε το μόνο που της απομένει θα είναι να βγει στον δρόμο κρατώντας ένα μη-με-λησμόνει κι έχοντας το βλέμμα της καρφωμένο στην ομορφιά του για να ξορκίζει κάθε οχληρή φαυλότητα που την περιβάλλει, έτσι κι εγώ διαλέγω, σαν ανθρώπινο λουλούδι, τον μικρό Παντελή, και το κάθε παιδί – δικό σας, κι ελπίζω κάποια μέρα και δικό μου – που μες στην ενστικτώδη καλοσύνη του και τον νοητικό και ψυχικό του πλούτο κρύβει τον σπόρο μιας ανθοφορίας όχι μοναχικής αλλά καθολικής και πανανθρώπινης.
Και ξαφνικά έρχεται στον νου μου – πάντα ευπρόσδεκτη κι όμως πάντα αναπάντεχη σαν χάδι από αόρατο χέρι – η μάνα μου, τα χρόνια που ήμουν κι εγώ στην ηλικία του Παντελή, να με βάζει ν’ ακούσω σ’ ένα παλιό βινύλιο ένα απ’ τα πρώτα απείρως τρυφερά τραγούδια της Αρλέτας.
Τα μικρά παιδιά, που κρατούνε στο χέρι τους, σαν το μύλο τον χάρτινο, τις ελπίδες μας.
Δεν ξέρω αν η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Ελπίζω μονάχα ότι η ασχήμια, όσο κι αν εξαπλώνεται, όσες μορφές κι αν παίρνει, δεν θα μπορέσει ποτέ να τον καταστρέψει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News