815
|

Ο νέος είναι ωραίος!

Ο νέος είναι ωραίος!

Κάθισα, που λέτε παίδες, με τα μούτρα να σκουπίζουν το τέλειο δρύινο πάτωμα με το τέλειο χειροποίητο χαλί του (ξε)σαλέ και δεν ήξερα τι να κάνω:
 

1) Να πάρω τον σάκο μου και να την κάνω αφήνοντας ένα φιλί πάνω στο μαξιλάρι του ξανθού (τα βλέπετε πόσο βουτυράτη καρδιά έχω τελικά ε; Μην κοιτάτε που κάνω κόλπα ζόρικα. Κατά βάθος είμαι τρυφερή σαν ανοιξιάτικος αρακάς)
2)Να μείνω κάνοντας την καρδιά μου πέτρα (κινδυνεύοντας βέβαια ν’ αρπάξω καμιά πέτρα και να κοπανήσω κανέναν;)

Με άλλα λόγια πως θα αντέξω 1) να τον αφήσω και 2) να μην τον αφήσω;

Αποφάσισα να πιω κανα ποτάκι για να χαλαρώσω και να αποφασίσω με τη ησυχία μου. Μέχρι να κάνει τις σάουνές του το παρεάκι, μέχρι να βάλει τις μάσκες ενεργειακής σοκολατοθεραπείας και τα βιομαγνητικά βότσαλα στα τσάκρας του, είχα καιρό. Ήπια λοιπόν ένα ποτάκι. Δεν μπορούσα όμως να το αφήσω ασυνόδευτο. Ήπια λοιπόν δυο ποτάκια. Θα μου πεις τι να σου κάνουν 2 ποτάκια όταν έχεις τέτοια προβληματάρα; Σωστός! Τα έκανα λοιπόν τρία τα ποτάκια. Να περάσω κατευθείαν στην τελική σούμα; Δεκατρία τα ποτάκια.
 

Στο δέκατο τρίτο ποτάκι μια φωνή μέσα μου μου είπε πως ήρθε η ώρα να αναμετρηθώ με το καυτό μου δίλημμα (ποιανού μαλάκα ήταν αυτή η φωνή αδυνατώ να εξιχνιάσω. Νομίζω πάντως πως ακουγόταν κάπως σαν του Τζον Λοκ…) Αποφασίζω να την υπακούσω, να συγκεντρώσω το μυαλό μου, να βάλω τα δεδομένα κάτω (ή πάνω, όπου βολεύονται τα δεδομένα) και να λάβω τη μεγάλη απόφαση. Έλα όμως που τα δεδομένα δεν κάθονταν ούτε πάνω ούτε κάτω αλλά χόρευαν μπόσα νόβα μπροστά μου. Αναρωτήθηκα τι να φταίει και κατέληξα με τη βοήθεια μιας άλλης φωνής (που μάλλον ανήκε στον Μπουκόφσκι) ότι φταίει το γεγονός πως είχα πιεί 13 ποτάκια. Φως φανάρι! Με χτύπησε γρουσουζιά. Έπρεπε να πιω επειγόντως ένα 14ο ποτάκι να έρθω στα ίσα μου. Έβαλα λοιπόν ένα τεράστιο ποτήρι ρούμι και το ήπια άσπρο πάτο για να φύγει η γκαντεμιά και να μην πιάσω πάτο (όπως βλέπετε όταν είμαι ντίρλα σκέφτομαι κάπως ομοιοκαταληκτικά… Βρε μπας έχω και καμιά Μελισσάνθη, καμιά Δημουλά κρυμμένη μέσα μου; Να θυμηθώ όταν συνέλθω να επιχειρήσω σε δεκαπεντασύλλαβο.)

Μην τα πολυλογώ το πιάσατε το θέμα: Όταν οι ανταύγειες επέστρεψαν χαλαρές και μασαζαρισμένες σπίτι με βρήκαν να κοιμάμαι του καλού καιρού στο πάτωμα αγκαλιά με μια γάτα που είχε μπει από κάπου (έμαθα τελικά πως ήταν του διπλανού σαλέ, κωλοπερίεργη, πεινάλα και τη λέγανε Ερατοσθένη γιατί ήταν γάτος). Ο ξανθός έπαθε κοκομπλόκο ο φουκαράς. Ξέρετε ποια ήταν η πρώτη του κίνηση; Πήρε το 100 και κατήγγειλε το γεγονός με τη φράση «Ελάτε γρήγορα σας παρακαλώ. Η κοπέλα μου βρίσκεται στο πάτωμα αναίσθητη με μια γάτα»! Τους έστειλε άκλαυτους τους μπάτσους-σκιέρ!

Περιμένοντας τη βοήθεια (που φυσικά δεν ήρθε ποτέ) ο ξανθός ανασήκωσε το κεφάλι μου και φώναζε απελπισμένα το όνομά μου ελπίζοντας να ξυπνήσω. Εγώ –χαμηλώνοντας για πολλοστή φορά τα στάνταρντς της καλής βίζιτας σε σαλέ- ‘άνοιξα μεν το στοματάκι μου αλλά, αντί να μιλήσω, ξέρασα στο υπέροχο δρύινο πάτωμα 13 τεκίλες και ένα ρούμι . Οι ανταύγειες σοκαρισμένες άρχισαν να φωνάζουν όλες μαζί: παναγία μου, πάει το πάτωμα/χαλί/μπουφάν/σπίτι! Προσπαθώντας να τους απαντήσω ξέρασα και ένα ουζάκι το οποίο είχα κατεβάσει για ορεκτικό στην αρχή της αλκοολικής καριέρας μου στην Αράχωβα. Οι κραυγές έγιναν οργή και αγανάκτηση: Γιακ, μπλιάχ, πάρτην από δω! Ξέρεις πόσο έχει αυτό το χαλί; Πάρτην από δω είπα!

Και τότε παίδες έγινε το θαύμα που όλοι περιμένατε: Ο ξανθός ύψωσε το ανάστημά του (και όπως ξέρουμε είχε μπόλικο!) και ανέκραξε: Δε ντρέπεστε ρε; Το κορίτσι είναι του θανατά κι εσείς σκέφτεστε το χαλί; Θα σας το πλύνω εγώ το χαλί σας, εντάξει;
Ύστερα έφερε νεράκι, μου δωσε να πιω σαν μανούλα, και μου έβαλε ένα μαξιλαράκι κάτω από το κεφάλι αγνοώντας την Νταιζάρα που κραύγαζε εκνευρισμένη «όχι αυτό, είναι Armani home»!!! Μετά πήρε ένα κουβά και μια σφουγγαρίστρα κι άρχισε να καθαρίζει το πάτωμα ενώπιον των υπολοίπων που είχαν παγώσει και παρακολουθούσαν το θέαμα σαν ήταν μπροστά σε home video. Μετά μάζεψε τα πράγματά μας, είπε ένα σκέτο «τα λέμε» στις ανταύγειες, με βοήθησε να σηκωθώ και με έβαλε να ξαπλώσω στο πίσω κάθισμα του τζιπ σκεπάζοντάς με με μια ροζ χνουδωτή κουβερτούλα. Όλα αυτά παίδες θέλω να τα φανταστείτε με μηδενικό σάουντρακ. Κιχ δεν ακούστηκε από την στιγμή που ξέσπασε η οργή του ξανθού. Όταν άκουσα τη μηχανή του αυτοκινήτου να παίρνει μπρος ένιωσα μια τεράστια ανακούφιση, το πιο κοντινό πράγμα σε ευτυχία που είχα νιώσει τα τελευταία χρόνια. Ο ξανθός μου δεν ήταν σαν κι αυτούς. Ο ξανθός μου ήταν γλύκας. Είμαστε μόνον οι δυο μας στο ζεστό αμαξάκι και ταξιδεύουμε. Ο γκρίζος κόσμος μου έγινε ροζ -σαν την κουβερτούλα μου. Η ζωή ήταν πάλι ωραία- σαν κι αυτόν!

(αλλά βέβαια η ζωή είναι αλλού- να τον ακούμε τον Κούντερα. Και η ευτυχία πρόσκαιρη και απατηλή- να τον ακούμε τον Κρισναμούρτι. Κι εγώ μεθυσμένη. Ποτέ μην ακούτε ένα μεθυσμένο koritsi…)
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News