Ο σωστός κλέφτης έχει πάντα διπλή την ακοή και το περπάτημα ελαφρύ, του αρέσει να κλέβει. Να κλέβει στον δρόμο. Κάνει τ' αυτί του χέρι και χαίρεται.
Προπορεύεται. Ετσι και αντιληφθεί άνθρωπο με βαρύ περπάτημα, άνθρωπο σοβαρό, ανοίγει το βήμα του και γίνεται λαγός του, οδηγός του, τον παρασύρει, τον ρουφά με τον τρόπο του και τον ληστεύει. Του παίρνει τα πάντα, τα λόγια του, τα ολόχρυσα ρολόγια του.
Ο σωστός κλέφτης αγαπάει, έχει αδυναμία στον άνθρωπο που παραμιλάει, που μιλά μοναχός του, γιατί το ξέρει καλά, το γνωρίζει, τότε είναι που πάντα σε κάποιον μιλά πραγματικά, τότε είναι που έρχονται οι ξεχασμένες λέξεις και πέφτουν σαν τις νιφάδες του χιονιού σαν τις σταγόνες του νερού μία-μία και καθεμιά στο χέρι της κρατά τον άγγελό της.
Ο σωστός κλεφτής είναι χασαπόσκυλο, ξέρει τη μέρα και την ώρα της σφαγής, μυρίζεται τη λέξη από μακριά την ώρα που της κόβουν τον λαιμό με το μαχαίρι και σπαρταρά, την αρπάζει στον αέρα με τα αίματα και φεύγει γαβγίζοντας στις σκοτεινές γωνιές, στα ρέματα, μακριά, μαζί με δυο αλήθειες και τρία ψέματα.
Ο σωστός κλέφτης γνωρίζει τα μυστικά περάσματα, ξέρει να στήνει ξόβεργες και δίχτυα, είναι πάντα εκεί την ώρα που περνά η λέξη που ταιριάζει στο τραγούδι του.
Την αρπάζει από τη μέση, πηδά στη βάρκα του Μπικάκη και ξανοίγεται στα πιο βαθιά νερά και είναι τις πιο πολλές φορές που γυρίζει ολομόναχος και καραβοπνιγμένος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News