1024
|

Ο Μπαμπάς μου κι η μαμά του;;!!

Ο Μπαμπάς μου κι η μαμά του;;!!

Ελπίζω να θυμόσαστε, παίδες, ότι την προηγούμενη Πέμπτη μας είχατε αφήσει  σακατεμένους σ΄ένα δωμάτιο δημόσιου νοσοκομείου. Εγώ έτρωγα τα νύχια μου από αγωνία κι ο ξανθός  είχε παραδώσει  πνεύμα και κοιμόταν του καλού καιρού βγάζοντας μικρά (σέξι)  βογγητά.
 

Δεν θα είχαν περάσει δέκα λεπτά από το μοιραίο τηλεφώνημα όταν μια ψηλή, σκοτεινή φιγούρα σκίασε την είσοδο της πόρτας. Ήταν η μαντάμ Μαρκέτογλου αυτοπροσώπως  ντυμένη στα γκρί , με το επίσης γκρι μαλλί κολλημένο με τόνους τζελ στο κρανίο, και παγωμένο γκρι βλέμμα. Μου κόπηκε η ανάσα παίδες. Πάλι με πήρε φαλάγγι το γκαντεμογκρί;  Άσε που η γυναίκα- τοτέμ  πρέπει να ήταν πάνω από 1 και 80!

-Τι έπαθε; Τι συνέβη; ρώτησε με γκρί φωνή.
-Ποιός; Ο Άλεξ; είπα εντελώς ηλιθιωδώς εγώ για να κερδίσω χρόνο.
-Αλέξανδρο τον λένε, μου ριξε τον πρώτο κουβά παγάκια  το  πεθερικό. Θα μου πείτε επιτέλους τι έπαθε;

Όπως βλέπετε μόνο για τον γιόκα της ανησυχούσε η σκατόγρια. Για μένα χέστηκε. Κούνησα εκνευρισμένη τα δάχτυλα που είχαν παγιδευτεί μέσα στο γυψαρισμένο μου πόδι και αποφάσισα να δώσω τόπο στην οργή (επί του παρόντος φυσικά γιατί το νιώθω: Θα το σπάσω το μαγαζί!)
-Ε..ε… είχαμε ένα μικροατυχηματάκι. Τίποτα σπουδαίο. Μικροτροχαίο. Ξέρετε.
Μέχρι να ξαναβρώ το παροιμιώδες φλέγμα μου η μαντάμ Μ. είχε ορμήσει στο γιο της, είχε τσεκάρει το ημιβγαλμένο μάτι, είχε φορτώσει (κι άλλο γιατί ήταν ήδη φορτωμένη) και είχε αρχίσει να τον χαϊδεύει για να τον ξυπνήσει.
-Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι  ο Αλέξανδρος ποτέ μέχρι τώρα δεν ενεπλάκη σε τροχαίο! δήλωσε παγερά.
-Ε, τώρα ενεπλάκη…, είπα διαπιστωτικά εγώ. Μα τον Τουτάτη παίδες έπιασα τον εαυτό μου να παρακαλάει για πρώτη φορά να εμφανιστεί η μάνα(τζερ). Μόνο αυτή είχε τα κυβικά  να αναχαιτίσει το παγόβουνο Μαρκέτογλου!
-Μαμά, ψιθύρισε ο καημενούλης ο ξανθός μου ξυπνώντας. Πως ήρθες τόσο γρήγορα;
-Έτρωγα εδώ δίπλα με τους Εισαγωγέογλου. Τι σου συνέβη αγάπη μου; Να τηλεφωνήσω στον δικηγόρο μου;
Λέγοντας αυτά έριχνε λοξές ματιές στο πόδι μου. Αμάν! Εναντίον μου ήθελε να εξαπολύσει τον δικηγόρο της! Να μου το θυμηθείτε παίδες. Αυτήν κάποια στιγμή εγώ θα τη βαρέσω με το γύψο!
-Θα μου πείς τι συνέβη αγάπη μου; ανέβηκε μια οκτάβα η γυναίκα-τοτέμ εκνευρισμένη από την σιωπή του υιού του μονογενούς. Αποφάσισα να αναλάβω εγώ τις ευθύνες του.
-Αυτό που συνέβη μαντάμ  συνοψίζεται σε δυόμιση  λέξεις: Nitimur in vetitum!

Θαυματουργή  η  λατινικούρα παίδες!  Μαμά και γιός με κοίταξαν με διεσταλμένα μάτια. Ο γιος θαυμάζοντας το αινιγματικό αλλά τρε σικ  της απάντησης και η μήτηρ εξοργισμένη για τον ίδιο ακριβώς λόγο! (Μετάφραση μόνο για σας παίδες:  «ρέπουμε στο απαγορευμένο» σημαίνει η λατινικούρα αλλά σιγά μην της το μετέφραζα και σιγά να μη παραδεχόταν ότι δεν το ήξερε)
Ο θρίαμβος μου αποδείχτηκε φυσικά προσωρινός. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή  σκάει μύτη  αυτός που όλοι (εκτός από μένα) περιμένατε:  ο ντάντυς μου ντυμένος του κουτιού με γκρί κοστουμιά (παίδες υπάρχει ουράνιο σχέδιο εξόντωσής μου. Να θυμηθώ να φέρω παπά να διαβάσει έναν εξορκισμό) Κάπου κοντά θα «έτρωγε» κι αυτός…

-Τι τρέχει  κοριτσάρα μου; είπε ρίχνοντας μια διερευνητική ματιά στο πεδίο. Σαν γατόνι που ήταν εντόπισε αμέσως το στόχο (δεν ήταν και δύσκολο. 1και 80 ήταν ο στόχος!) και τον πλησίασε χαμογελώντας με εκτυφλωτικά άσπρο δόντι. (Τι διάολο με χλώριο τους κάνουν λεύκανση της μασέλας αυτουνού και του Μπερλουσκόνι;)
-«Κυρία μου χαίρω τα μάλα. Μεγαλοδικηγόρογλου», είπε κλίνοντας ελαφρώς επί δεξιά. «Ο πατέρας της μικρής». Μετά έριξε μια ματιά στον ξανθό και πρόσθεσε: «Ο νεαρός είναι γιος σας υποθέτω. Κληρονομικόν γαρ το κάλλος!»
Ευτυχώς που δεν ήταν κληρονομικός ο δικός σου ο κάλος, σκέφτηκα τελείως απελπισμένη πια. Τι καραγκιοζιλίκια ήταν αυτά; Ο ντάντυς ήταν χαρτόμουτρο (και ελαφρώς πουτανιάρης) αλλά ποτέ δεν ήταν γλυφτρόνι. Τι διάολο τον έπιασε τώρα και ξεφτιλιζότανε απροκάλυπτα  μπροστά σ΄αυτή τη γκρι μέγαιρα;

Και τότε παίδες έγινε αυτό που δεν περίμενα να γίνει. Η καραμπίτσω στράφηκε προς το μέρος του, τον έκοψε για λίγο σιωπηλή από πάνω μέχρι κάτω και μετά  (εντελώς αιφνιδιαστικά) έλιωσε σα βούτυρο στη θράκα. Προφανώς ο τελευταίος άντρας που της είχε κάνει κομπλιμέντο ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Του άπλωσε λοιπόν το χέρι χαμογελώντας τσαχπίνικα σαν την Αλίκη Βουγιουκλάκη (σε  τραβεστί εκδοχή) και είπε: «Ε, κι εσείς δεν πάτε πίσω…»

Το τι είδαμε εμείς τα αθώα θύματα του τροχαίου στο επόμενο τέταρτο δεν περιγράφεται: Ο ντάντυς έφερε καρέκλα για να μην κουράζεται ορθία  η στρίγγλα (που έγινε  κατσίκα). Στη συνέχεια  κάθισε κι αυτός δίπλα της, της έδωσε την κάρτα του και της εξήγησε ότι κάνει δουλειές όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ανατολική Ευρώπη (χωρίς να εξηγήσει ότι οι δουλειές είναι ψηλές, ξανθές, ξέκωλες και ακούν στο όνομα Λαρίσα). Η στρίγγλα κρεμόταν απ΄τα χείλη του. Παίδες πρέπει να ομολογήσω πως δεν είχα ξαναδεί τον ντάντυ μου στη δράση. Το είχε ο άτιμος. Ήταν χειμαρρώδης, ήταν τσαχπίνης, ήταν γκόμενος! Να από που είχα πάρει το je ne sais quoi μου που έκανε θραύση στον ανδρικό πληθυσμό!
 

-Μπαμπά δεν τηλεφωνείς στη μαμά να δεις που είναι; δοκίμασα να διακόψω το ραγδαία εξελισσόμενο ειδύλλιο γιατί έβλεπα τον ξανθό να στριφογυρίζει αμήχανος στο κρεβάτι του. Δε φτάνει που του είχα βγάλει εγώ το ένα μάτι, με αυτά που έβλεπε τώρα  θα του έβγαινε όπου να ναι και το άλλο!
-Μην ανησυχείς εσύ  γλυκιά μου, ξέρει η μαμά σου τι κάνει, μου είπε καθησυχαστικά και ξαναστράφηκε στην επιχείρηση γοητεία. Τώρα της έδειχνε στο I phone του φωτογραφίες του (φαντασιακού) φίλου του Τζώρτζ Σόρος!!!
Μα τι έκανε ο θεομπαίχτης; Μυρίστηκε φράγκα και έβαλε πλώρη να τα φάει;
-Μπαμπά έρχεσαι λίγο να σε ρωτήσω κάτι; επέμεινα.

Σηκώθηκε εντελώς απρόθυμα και με πλησίασε.
-Τι κάνεις εκεί πέρα ρε πατέρα; του σφύριξα στο αυτί ενώ η κυρία Μ. θυμήθηκε ότι είναι μάνα και πλησίασε διακριτικά το κρεβάτι του γιού της.
-Μου είπε η μάνα σου να την καλοπιάσω, είπε το γομάρι.
-Σου είπε και να της την πέσεις; 
-Δεν της την πέφτω ρε τσογλάνι.
-Και τι κάνεις τότε; Γιατί κάτι κάνεις!
-Υποκύπτω στη χημεία…
-Πρόσεξε γιατί αν σε δεί η μάνα θα υποκύψεις στα τραύματά σου!

(και τον είδε παίδες. Κι αυτά που έγιναν στο δωμάτιο του νοσοκομείου με έκαναν να νοσταλγήσω το γκρι δωμάτιο στην Αράχοβα. Διότι είναι ευκολότερο να αντιμετωπίζεις μία σκύλα και δύο μαλάκες από το να  αντιμετωπίζεις δυο σκύλες και έναν μαλάκα…)

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News