1277
|

O μπαμπάς μου αγανακτισμένος!

O μπαμπάς μου αγανακτισμένος!

Όταν γύρισα με 3 καφέδες φαρμάκι βρήκα το θρυλικό ζεύγος να κάθεται ήσυχο ήσυχο στο στρώμα (δίπλα στο χώμα) με την ίδια άνεση που θα κάθονταν σε καναπεδάκι Roche Boubois. Παρά τα όσα του χω μαζεμένα του σούργελου που με φερε στον κόσμο ( πρώτα απ΄όλα το γεγονός ότι με έφερε στον κόσμο. Δεύτερον, αφού με έφερε, γιατί δεν με μετέφερε τουλάχιστον στη Βαρκελώνη λ.χ. και μ΄άφησε να αναπτυχθώ σ΄αυτή τη χαβούζα), τον θαύμασα από μέσα μου τον νταντυ μου παίδες. Δε πα να καβατζάρισε τα εξήντα, δε πα να χρωστάει παντού (και της Μιχαλούς πρώτα απ΄όλα) δεν το βάζει κάτω. Προσαρμόζεται ο μπαγάσας. Στρώμα θα βρει; Σε στρώμα θα καθίσει. Δεν αναπολεί τα σαλόνια που του κατασχέθηκαν από τις τράπεζες. Λαρίσα γκόμενα θα βρει; Λαρίσα θα πηδήξει. Δεν κάθεται να κλαψουρίσει ότι δεν του κάθισε η Τζένη Μπαλατσινού που dances with the stars. Άσε που με 3 ώρες ύπνο καταφέρνει και κυκλοφορεί φρέσκος και ορεξάτος στην πιάτσα γέρος άνθρωπος -σε αντίθεση με μένα που αν πρέπει να σηκωθώ να πάω στη δουλειά χωρίς να κλείσω το 9ωρο υπνάκι μου, έχω το θολό μάτι τσιπούρας ιχθυοτροφείου και το ύφος του παγιδευμένου (από τον  καπιταλισμό γενικά και τον ανάπηρο ειδικότερα) ροφού.

Τέλος πάντων. Κάθομαι στο περβάζι του παραθύρου απέναντί τους σε θέση μάχης, ρουφάω μια γουλιά πικρού καφέ και περιμένω ατάραχη και σιωπηλή μέχρι που να σπάσει τη σιωπή του ο σούργελος. (Η Λαρίσα ήταν απασχολημένη: ταχτοποιούσε το κομπινεζόν από μαύρη νταντέλα που πρόβαλε κάτω από το διακριτικά διαφανέστατο πλεχτό δείγμα φουστανιού που φορούσε.)

-Παιδί μου ανησυχώ, είπε τελικά  με βαρύγδουπο ύφος.
-Εγώ να δεις, είπα ειλικρινέστατα. Τι έπαθε ο πατέρας παίδες; Πρώτα απ΄όλα θυμήθηκε ότι είμαι παιδί του και όχι μια φίλη του, η μικρή του αδερφή, η ανηψιά της κουμπάρας κλπ. Επίσης γιατί ανησυχεί;;; Αυτός είναι εκ γενετής τόσο γομάρι που δεν ανησυχούσε ούτε όταν τον κυνηγούσαν και οι 4 μαζί μαφιόζοι του Λουτρακίου.( επιχείρημα: Μη φοβάσαι ρε χαζό. Τον τρώνε τέτοιο πελάτη σαν κι εμένα; Εγώ είμαι καλύτερος κι από golden visa!) Αυτός  θα συνέχιζε να ποντάρει ανενόχλητος στο 11 (γενέθλια της νυν γκόμενας) ακόμα κι αν η ρουλέτα ήταν στο κέντρο της Φουκουσίμα (επιχείρημα: η μακρά πείρα μου με δίδαξε ότι αν έχεις τύχη διάβαινε αγάπη!)
-Η Ελλαδίτσα μας δεν πάει καθόλου καλά…
Τσιμπήθηκα παίδες. Ο πατέρας μου μιλούσε ή ήταν κρυμμένος από πίσω του ο Μίκης –lady-gaga- Θεοδωράκης κι αυτός απλώς ανοιγόκλεινε το στόμα;
-Ούτε συ πας καλά ρε πατέρα. Ασορτί σας βρίσκω.
-Σοβαρολογώ παιδί μου.

Ε, αυτό ήταν που με τελείωσε. Ο πατέρας μου σοβαρολογεί. Contradiction in terms λέμε!
-Πατέρα κάτσε φρόνιμα. Δε θα μας τρελάνεις πρωί πρωί.
Έβηξε λίγο, καθάρισε το ρινοφάρυγγα και προχώρησε στην εκφώνηση του λογιδρίου που ακολουθεί. (σας παρακαλώ παίδες, καθίστε πριν διαβάσετε. Η όρθια στάση δεν συνιστάται ως επικίνδυνος)
-Άκου κορίτσι μου. Η κατάσταση αυτή δεν πάει άλλο. Η Ελλαδίτσα μας έχει πέσει στα νύχια των κερδοσκόπων. Κι εγώ το ίδιο αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
-Ε, όχι ρε πατέρα. Δεν είναι μια άλλη ιστορία. Η ίδια είναι. Κι εσύ και η Ελλαδίτσα σας είστε για τα μπάζα. Μόνοι σας πέσατε στα νύχια των κερδοσκόπων. Οικειοθελώς. Α παρατάτε μας λοιπόν. Κι εσύ και η Ελλαδίτσα σας.
(ΥΓ αν ξαναπεί Ελλαδίτσα, θα ξεράσω.)

-Μόνοι μας; Εμείς φταίμε δηλαδή που μας εκμεταλλεύτηκαν οι πολιτικοί; Που ξεπούλησαν κάθε γωνιά της πατρίδας τα ξένα κέντρα αποφάσεων;
-Πρώτα απ΄όλα κάνε μου τη χάρη και μην κλέβεις την ορολογία των παλαιοπασοκατζήδων.  Εσύ είσαι Νου Δου πριν ακόμα ιδρυθεί η ΝΟΥΔΟΥ. Κι έπειτα, τα ξένα κέντρα αποφάσεων σε πείραξαν;  Εσύ έχεις κανένα δικό σου κέντρο αποφάσεων; Γιατί εγώ δεν έχω επισημάνει κανένα στα 28 χρόνια που γνωριζόμαστε. Ότι ναι κάνεις.
-Μπορεί να έχω κάνει κι εγώ τα λάθη μου…
-ΜΠΟΡΕΙ;;;; Παίζεται δηλαδή αν έχεις κάνει λάθη. Δεν είσαι και σίγουρος…
-… αλλά δεν ξεπούλησα τίποτα εγώ! Είμαι πατριώτης!
-Τι λε ρε που δεν ξεπούλησες! δεκαπέντε οικόπεδα έφαγες σε μια δεκαετία. Μέσα στο σχέδιο πόλεως, χώρια τα δασικά τα καταπατηθέντα. Που πήγαν αυτά τα λεφτά;
-Τι υπαινίσσεσαι; Ότι τα έπαιξα; Ε, και; Στην ανάπτυξη του Λουτρακίου πήγαν. Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα παιδί μου. Δεν μπορούμε να αφήσουμε την επαρχία να ρημάξει!
-Δε μου λες ρε λαμόγιο, πας για βουλευτής Λουτρακίου;
-Πάει το Λουτράκι. Άστο αυτό. Τώρα υπάρχουν άλλες προτεραιότητες.
-Άλλες ε; ποιες δηλαδή; Για λέγε… Για λέγε…
(με είχε διαολίσει παίδες η σουπιά. Κάπου το πήγαινε αυτός αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν καταλάβαινα που)

-Εγώ και η Λαρίσα αποφασίσαμε να κατασκηνώσουμε στο Σύνταγμα. Είμαστε αγανακτισμένοι!
-Με το καλό, είπα χωρίς να δείξω κανένα σημάδι της δικής μου αγανάκτησης.
Εκεί ζορίστηκε παίδες. Προφανώς δεν αντιδρούσα όπως το είχε σχεδιάσει.
-εεεεε… χμ…. Μήπως μπορείς να μας δανείσεις τη σκηνή σου; Δεν σου χα κάνει δώρο εγώ μια πράσινη;
-Αυτή με τον Σκρουτζ μακ Ντακ εννοείς; που έστηνα στον κήπο όταν ήμουν τριών χρονών;

Απογοητεύτηκε το άτομο. Μνήμη ξουράφι όμως. Θυμήθηκε το μοναδικό καλό δώρο που μου χε φέρει ποτέ. (συνήθως ξεχνούσε ότι είχα γενέθλια και όταν του το θύμιζε η μανατζερ μου έφερνε από το περίπτερο κάτι λαχνούς  που τους έξυνες και κέρδιζες τσίχλες. Αφού από το πολύ ξύσιμο,  μου έχει μείνει μια φαγούρα)
-Δηλαδή δεν έχεις σκηνή; Και που θα κοιμηθούμε; είπε κοιτάζοντας μια εμένα και μια τη  Λαρίσα (που μέχρι τότε τον κοιτούσε μέσα στο στόμα σαν κωφάλαλη για να καταλάβει τι σκατά έλεγε με τόση σοβαρότητα.)
Ώστε εκεί το πήγαινε ο παπάρας! Ήθελε να τον φιλοξενήσω με τη γκόμενα τώρα που έμεινε χωρίς καβάτζες. Αμ δε! Καλύτερα να φιλοξενήσω κάτι άστεγα πακιστανάκια που περιφέρονται στη  γειτονιά παρά τον ξεπεσμένο Μπερλουσκόνι τον δικό μου.
-Να κοιμηθείτε σπίτι σας. 
-Μα δεν έχουμε σπίτι…
-Εσύ στο δικό σου κι αυτή στο δικό της εννοώ.
-Ποιο δικό μου; είπε αυτός.
-Ποιο ντικό μου; είπε αυτή.

Σ΄αυτό το σημείο ξαναβηξε, ξανακαθάρισε το ρινοφάρυγγα και ξεστόμισε
-Η μάνα σου η Μέρκελ με πέταξε έξω. Είμαι άστεγος. Και άφραγκος.
-Ουπότε κι εγκώ, συμπλήρωσε η Λαρίσα.
-Δεν σου είπε τίποτα; συμπλήρωσε με αγωνία στο μάτι.
-όχι. Δεν ανταλλάσουμε απόψεις σε αισθηματικά θέματα.

Εκεί ο πατέρας μου σηκώθηκε απ΄το στρώμα κι άρχισε να βολτάρει πάνω κάτω. Δεν καταλάβαινε γιατί καθόμουν και τον άκουγα πιο ατάραχη κι απ΄τον Βούδα.
-Και μετά σου λέει οικογένεια ο άλλος! Να γιατί διαλύονται οι οικογένειες σήμερα. Γιατί ο καθένας κάνει του κεφαλιού του. Δεν ρωτάει, δεν παίρνει μια γνώμη. Που είναι η αλληλεγγύη; Η μάνα η δική μου στήριζε τον πατέρα μου σε όλες τις αποφάσεις του. Δεν τον πέταγε απ΄το σπίτι χωρίς δεύτερη κουβέντα!
-Ποιες αποφάσεις του στήριζε; Είχε αποφασίσει ποτέ ο παππούς να ξεπουλήσει όλη την  περιουσία του στο μπλακ τζακ; Να χρηματοδοτήσει όλες τις νταρντάνες μετανάστριες;
-Οι φτωχές οι κοπέλες σου φταίνε; Ντροπή σου παιδί μου. Αντί να τις υποστηρίξεις ως γυναίκα…
-Τις υποστηρίζεις εσύ ως άντρας πάντως.
-Γιατί είμαι χριστιανός. Ο έχων δύο χιτώνας να δίνει τον έναν, δίδαξε ο Κύριος.
-Το ζήτημα είναι ότι ξέμεινες από χιτώνες, ε; κι από σπίτι.
-Ακριβώς.
-Ε, δεν βαριέσαι. Θα ζήσετε σαν τα πετεινά του ουρανού. Κι αυτό ο Κύριος το είπε. Στην παραβολή του άφρονος πλουσίου.

Εκεί η Λαρίσα ακούγοντας τη λέξη –κλειδί τσίμπησε, σηκώθηκε κι έστρωσε τη φούστα της.
-Πλούσιους κύριους; Ποιος ίνι αυτός; Ξέρεις κινητό του;
Ο πατέρας μου κοκκίνισε, την άρπαξε απ΄το χέρι και πήγε προς την πόρτα.
Όσο κι αν τον λυπήθηκα τον ξεμωραμένο δεν μπόρεσα να μην του πετάξω την αποχαιρετιστήρια μπηχτή:
-Κατάλαβες τώρα γιατί η εργατική τάξη δεν θα πάει στον Παράδεισο πατέρα; Γιατί ξεπουλιέται εύκολα ρε γαμώτο…

(Έκανα καλά που τον σουτάρισα παίδες; Εσείς δηλαδή τι θα κάνατε στη θέση μου ως κόρη, ως ανθρωπίστρια, ως φιλόσοφερ, ως προστάτις των αδυνάτων; Περιμένω την τίμια γνώμη σας στα σχόλια και στο http://www.facebook.com/koritsi.toudiplanouportal )

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News