4923
|

Ο άντρας που αγαπούσε τις σερβιέτες

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 22 Φεβρουαρίου 2013, 00:11

Ο άντρας που αγαπούσε τις σερβιέτες

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 22 Φεβρουαρίου 2013, 00:11

Όταν ο δόκτωρ Κλέων Πατσατζής, αναπληρωτής καθηγητής Χειρουργικής στο ΑΠΘ, ξεστομίζει τη λέξη ‘τεράτωμα’, εγώ, μες στη σαστιμάρα μου, συγκρατώ μόνο το πρώτο συνθετικό, και μονολογώ ηττοπαθώς, ‘Τέλεια. Τώρα μας κράζει κι ο ιατρικός κλάδος κατάμουτρα’.

Διότι βλέπετε, βρίσκομαι στην πρώτη νιότη μου, και είμαι όντως τερατώδης: μαλλί μακρύ ως τον ώμο, μονίμως αχτένιστο και με πιο πολλούς κόμπους στις άκρες κι από μπορντοροδοκόκκινη μπουχάρα της Μοιραράκη, πατομπούκαλο Ροζίτας Σώκου τόσο ακάθαρτο που το περνάς και για γυαλί ηλίου, γενειάδα ακαζού, πυκνή κι ατίθαση, όπου, ανάλογα την ώρα και την ημέρα, μπορεί να βρεις σκαλωμένο από φύλλο σπανακόπιτας μέχρι λαιμό κοτόπουλου – κι από κάτω, εκατόν πενήντα κιλά απαράμιλλης γοητείας και σαγήνης, ενδεδυμένα με το αντίσκηνο του Ζορρό, διότι πιστεύω λαθεμένα ότι το μαύρο κόβει, ενώ στην περίπτωσή μου απλώς προξενεί σύγχυση και τρόμο στα δορυφορικά συστήματα, όπου οι μεν μετεωρολόγοι με αντιλαμβάνονται ως βαρομετρικό χαμηλό και οι δε εταιρίες προστασίας του περιβάλλοντος ως καταστροφικών διαστάσεων πετρελαιοκηλίδα.

Μα κι όταν πιάνω το δεύτερο συνθετικό του δυσοίωνου όρου, με κυριεύει ακόμη μεγαλύτερη θόλωση, διότι παραπέμπει σε έτερες ζοφερές λέξεις όπως ‘μελάνωμα’ και ‘καρκίνωμα’, που συχνά οδηγούν σε ομοιοκατάληκτα όπως ‘πτώμα’, ‘μαύρο χώμα’ κι ‘άντε να ’βρεις φέρετρο μεγάλο σαν το ΜοΜΑ’.

Ωστόσο ο δόκτωρ Πατσατζής, διακρίνοντας τον τρόμο στα μάτια μου παρά την μπίχλα των γυαλιών, σπεύδει να με καθησυχάσει, διαβεβαιώνοντάς με ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα τερατώματα είναι καλοήθη, και περιλαμβάνουν απλώς μια ποικιλία ιστών άλλοτε άλλης προέλευσης και μορφολογίας, από τρίχες μέχρι δόντια, νύχια, μπεγλέρια και σκαρπίνια με ενσωματωμένη αθλητική κάλτσα, τα οποία «καμιά φορά προέρχονται από δίδυμο κύημα που αφομοιώθηκε απ’ το πρώτο.»

‘Ακόμα πιο τέλεια. Όχι μόνο τρώω τη φάγουσα ως ενήλιξ, αλλά έφαγα και τον αδερφό μου τον δίδυμο στην κοιλιά της μάνας μου. Δεν είμαι απλώς χονδρός, είμαι το Alien – να δεις που γι’ αυτό έχω τέτοια όρεξη: όταν κοιμάμαι, βγαίνει μέσα απ’ τη στοματάρα μου και δεύτερος στόμας, και πάει στο ψυγείο και τρώει και τα ράφια’.

Όμως να κάνω μια μικρή αναδρομή στον λόγο που με έχει οδηγήσει στο γραφείο του καθηγητή μου.

Γενικά μιλώντας, όταν ο κώλος σου έχει λόγω διαστάσεων δικό του ΑΦΜ και οικογενειακή καρτέλα στο ληξιαρχείο, το κάτσιμο είναι ζόρικη υπόθεση – αλλού δεν χωράς, αλλού σφηνώνεις και δεν ξεσφηνώνεις, κι αλλού πιάνονται τα μεριά σου και η μέση σου. Σαν να μην έφτανε λοιπόν η αχωρεσιά που τον βασάνιζε, τον τελευταίο μήνα ο απαυτός μου είχε βγάλει κάτι σαν κακό σπυρί (έτσι υπέθετα τουλάχιστον, διότι τα χέρια μου δεν ήταν σαν του κύριου Γαργαλιστή και δεν έφταναν τόσο πίσω όσο απαιτούσε μια λεπτομερής ψηλάφηση, και ντρεπόμουν να πω στον μπαμπά μου, Ρε φάδερ, για ρίξε μια ματιά τι γίνεται εκεί πίσω στην κωλαγκαδιά διότι θα βγάλω κανάν ώμο κι εκτός από κουλή θα μείνω και κουλός), που όταν καθόμουν με πέθαινε στον πόνο. Στην αρχή είχα υποθέσει ότι ο κόκκυγάς μου – η λεγόμενη και ουρίτσα, ή, στην περίπτωσή μου, πρύμνη – είχε ραγίσει απ’ το άχθος που τον πλάκωνε, κι έτρεμα μην τυχόν και χρειαζόταν να μου φορέσουν πάνα-βρακάκι από γύψο κι αμμοχάλικο, μα όταν πια άρχισα να αισθάνομαι ότι ανάμεσα στα δύο μάγουλα πήγαινε να φυτρώσει και τρίτο, κατέφυγα στην επιστήμη, την οποία υπηρετούσα και ως φοιτητής, τρομάρα μου, γι’ αυτό και είχα αμελήσει το κωλόσπυρο ώσπου έγινε κωλόσπιτο ίσαμε της Εκάλης.

Και τώρα  μαθαίνω ότι εκτός των άνω οδόντων που γυμνάζω ολημερίς με τη μάσα, εφεξής θα έχει οδοντοστοιχία και ο πισινός μου, που άμα διαθέτει και σετάκι νύχια, του λείπουν μόνο τα μάτια για να βγαίνει τα βράδια για κυνήγι στην Καλαμαριά.

«Μολαταύτα,» εξακολουθεί ο δόκτωρ Κλέων Πατσατζής, «κατά πάσαν πιθανότητα δεν πρόκειται για τεράτωμα, αλλά για κύστη κόκκυγος, που είναι πολύ πιο διαδεδομένη και τελείως ακίνδυνη. Μάλιστα, υπάρχει και κληρονομική προδιάθεση.»

Υπέροχα. Δε μου φτάνει η ψυχασθένεια που ’χω κληρονομήσει κι απ’ τα δυο μου σόγια, τώρα ξέρω ότι τα θεσπέσια γονίδια που με συνθέτουν ως άνθρωπο και ως γεωφυσικό μόρφωμα είχαν προγραμματισμένη τη δημιουργία οπίσθιου καλόγερου κανονικών διαστάσεων, με ράσο, κομποσκοίνι, και δική του φουλ επιπλωμένη σκήτη.

«Θέλεις να σ’ την ανοίξω τώρα, τσακ μπαμ, να ξαλαφρώσεις;»

Αυτό είναι το κακό με τους χειρουργούς που δεν παίζουν στο Grey’s Anatomy: αντί να ρίχνουν δέκα-είκοσι πηδήματα τη μέρα να ξεδίνουν, γυρνάν με το νυστέρι σε ετοιμότητα και το χαμόγελο του αγαθού κρεοπώλη: «Το θέτε ολόκληρο, ή να σας το κόψω σε μερίδες;»

Και παρ’ ότι ο εν λόγω γιατρός προσπαθεί να με πείσει ότι με το ψυκτικό σπρέι δεν θα καταλάβω τίποτα, εγώ δεν υπάρχει περίπτωση να φάω τη μαχαιριά έτσι στην ψύχρα, χωρίς να πιούμε πρώτα ένα ποτάκι να γνωριστούμε καλύτερα. Για ποιον με πέρασε; Για το παρτάλι της μιας βραδιάς που είμαι στην πραγματικότητα;

Έτσι, γυρίζω στο σπίτι με τα χίλια ζόρια, μουγκρίζοντας απ’ τον πόνο κάθε φορά που φρενάρω και το βάρος μου πλακώνει την ευπαθή περιοχή, κι ανακοινώνω τα μαντάτα στους γονείς, καθώς το ζήτημα χρήζει οικογενειακών διαβουλεύσεων.

Οι οποίες κι εκτραχηλίζονται πάραυτα, καθώς η μάνα με το που ακούει για τεράτωμα είναι έτοιμη να βγάλει εισιτήριο για Τήνο και ν’ ανέβει μπουσουλώντας σαν παλιό Σιτροέν Βάτραχος στη Χάρη της μ’ έναν επάργυρο κώλο-τάμα στα δόντια.

«Έχει γούστο να είναι η κακιά αρρώστια!» ανακράζει, κοιτώντας τον πατέρα με απόγνωση – διότι κι ο μπαμπάς οδοντίατρος, κι όλο και κάτι θα ξέρει.

Αλλά εγώ της βάζω χέρι κατ’ ευθείαν: «Κατ’ αρχάς λέγεται ‘καρκίνος’ και δεν είναι σαν τον Σκαθαροζούμη, να ’ρχεται άμα τον φωνάξεις τρεις φορές. Κατά δεύτερον, όλες οι αρρώστιες είναι κακές – καλή αρρώστια είναι μόνο ο Διονυσίου. Και κατά τρίτον, το πιο πιθανό είναι να έχω κύστη κόκκυγος.»

Ο πατέρας χαμογελάει πλατιά. «Έλα μωρέ, δεν είναι τίποτα. Είχα βγάλει κι εγώ στον στρατό, κι απλώς πέρασα δυο βδομάδες μπρούμυτα, λουφάροντας.»

Η μάνα όμως δεν έχει πεισθεί εντελώς, κι ακόμα με κοιτά με το ύφος ‘να τάξω λαμπάδα στον Άγιο Νεκτάριο, ή να φάω καμιά χούφτα Stedon μαζεμένα να τον δω και live και να τον ρωτήσω πώς πάνε οι φυστικιές στην Αίγινα;’

«Και δηλαδή εσύ γιαβρί μου, που τα σπουδάζεις κιόλας, τι λες να ’χει μέσα αυτό το πράμα;»

«Έτσι που το κόβω, τετράδυμα.»

«Όχι, σοβαρά ρωτάω.»

«Ξέρω γω; Τρίχες.»

«Τρίχες; Τι τρίχες;»

«Αγριογούρουνου – απ’ αυτά που τρώω με το τομάρι. Δικές μου ρε μάνα!»

«Και στο ’λεγα να μ’ αφήνεις να σ’ τα ξεμπλέκω τα μαλλάκια σου μετά το λούσιμο. Δυο λεπτά να καθόσουν, θα ’χες ένα μαλλί ζηλευτό!»

«Δεν έχει σχέση,» παρεμβαίνει ο πατέρας. «Λόγω τριβής, χώνονται μέσα.»

«Τριβής; Ποιος τις τρίβει;»

«Οι μυλόπετρες του κώλου μου. Και τέλος η συζήτηση, διότι με τούτα και με κείνα πείνασα.» Έτσι είναι ο λαίμαργος ο άνθρωπος: του λες για κομμένα πόδια κι αυτός συλλογιέται ποδαράκια χοιρινά με πατσές να σιγοβράζουν, και σου ζητάει και μπούκοβο. Κι έτσι κι αλλιώς, το ’χω πάρει απόφαση: την επομένη κιόλας θα πάω στον ντόκτορ και θα του πω να μου την ανοίξει τη ρημάδα την κύστη να βρω την γιατρειά μου, καθώς πλέον για να καθίσω στον καναπέ χωρίς να πέσω με φόρα και ολολύξω απ’ τον πόνο, με καθίζουν οι δόλιοι γονείς βαστώντας με απ’ τα χέρια και χαμηλώνοντάς με προσεχτικά, με τον ίδιο τρόπο που ξεφορτώνεις όρθιο πιάνο.

Πάω λοιπόν την άλλη μέρα, και μου βάζει ο δόκτωρ Κλέων Πατσατζής το ψυκτικό σπρέι που κι αποσμητικό να μου ’βαζε την ίδια δουλειά (δεν) θα ’κανε, και μου πατάει τη νυστεριά που μ’ άκουσε όλο το Κεντρικό και πήγαν να σηκωθούν οι αποθαμένοι του νεκροταφείου της Ευαγγελίστριας γιατί νόμισαν ότι έρχεται η Δευτέρα Παρουσία, και ξεπετιούνται από μέσα όλα τα δεινά που βγήκαν κι απ’ το κουτί της Πανδώρας, μόνο που εκείνη το ’κλεισε κι άφησε μέσα την Ελπίδα, ενώ εμένα βγαίνει κι αυτή μαζί, ντυμένη με τσουβάλι και τραγουδώντας το «Θεό – Θεό – Θεό – Θεό δε σε λένε!»

Και μου λέει ο γιατρός να αλλάζω τρεις φορές τη μέρα γάζα, κι αν υποχωρήσει καλώς, ειδάλλως θέλει αφαίρεση χειρουργική, για να ‘σκάψει’ την περιοχή – και να βρει στις ανασκαφές τον χαμένο μου αδελφό και τη μασέλα του παππού μου, που τον ταΐζει η γιαγιά με το μπλέντερ.

Μόνο που στη βδομάδα πάνω αυτή η αφορεσμένη η κύστη έχει αρχίσει πάλι να πρήζεται, οπότε κι εγώ το ξαναπαίρνω απόφαση: θα την κάνω την επέμβαση, κι ας πονέσει, κι ας πρέπει να τη βγάλω δυο βδομάδες τέζα στο κρεβάτι – ουδέν κακόν αμιγές καλού: θα γλυτώσω και τα τρεχάματα σε κλινικές και αμφιθέατρα.

Έτσι μία ωραία πρωία ο μπαμπάς με ανεβάζει στο Παπανικολάου, όπου, αφού γδύνομαι και φορώ τρεις χάρτινες ρόμπες δεμένες μεταξύ τους για να καλύψουν τα στρέμματά μου, πηγαίνω και ξαπλώνομαι στο τραπέζι του χειρουργείου.

Η επέμβαση θα γινόταν με τοπική αναισθησία (τουτ’ έστιν: πόνος και των γονέων, που αν ήξερα τι με περίμενε θα ’χα ζητήσει μέθη επιπέδου Μπόρις Γιέλτσιν και θα ’χα τσιμπήσει και τίποτις μαστουρόχαπα της μητρός), κι όπως πασχίζω να βολευτώ πάνω στο κρύο το μέταλλο που μου παγώνει τα ούμπαλα, ακούω μια γνώριμη γυναικεία φωνή να λέει: «Πέτρο;»

Κι ανασηκώνω το κεφάλι και βλέπω την Κυριακή, συμμαθήτριά μου απ’ το φροντιστήριο που ’χε περάσει Νοσηλευτική, και η οποία, έπειτα από τέσσερα χρόνια που έχουμε να ιδωθούμε, έχει το αξιοζήλευτο καθήκον να πρέπει να μου ξυρίσει την κωλάθρα, για να μη χαθεί ο χειρουργός στη ζούγκλα και τον φάει ο δίδυμος Κορτώ που λουφάζει στα βάθη της κύστης είκοσι δύο χρόνια καταστρώνοντας την εκδίκησή του.

Τι να κάνω κι εγώ λοιπόν, το παίζω ψύχραιμος και της πιάνω την κουβέντα.

«Χρόνια και ζαμάνια. Εσύ λογικά όπου να ’ναι παίρνεις πτυχίο.» (Και νιώθω το ξυράφι ν’ αρχίζει το σούρτα-φέρτα στα βρεμένα με Betadine κωλομέρια μου).

«Τον Σεπτέμβρη, Θεού θέλοντος. Εσύ πώς τα πας με τη σχολή;»

«Περίφημα. Ζήτημα να χρωστάω είκοσι μαθήματα.»

«Έλα μωρέ, δεν είναι τίποτα. Θα τα περάσεις, εσύ είσαι αστέρι.» (Αστεροειδής, συγκεκριμένα, και με δικό μου κρατήρα).

«Έμαθα γράφεις και βιβλία; Ντροπή μου, αλλά δεν έχω διαβάσει κανένα.»

«Δεν χάνεις και τίποτα. Κι εξάλλου, εσύ με ξέρεις απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, δεν χρειάζεται να με διαβάσεις κιόλας.» (Διότι πόσοι αναγνώστες μου είχαν την εκλεκτή τιμή και σπάνια χαρά να μου ξουρίσουν κόντρα την κωλότριχα;)

Και τελειώνει κάποια στιγμή η Κυριακούλα με την ξούρα, κι ανοίγουν οι πόρτες του χειρουργείου κι ακούω τον δόκτορα Πατσατζή να λέει «Περάστε», κι έπειτα βήματα πολλά, ποδοβολητό και χάχανα, κι όπως ανασηκώνομαι να κοιτάξω, συνειδητοποιώ προς ανείπωτη φρίκη μου ότι όλοι οι συμφοιτητές του τμήματός μου – καθ’ όσον διδακτικό το ευαγές ίδρυμα, και να δούνε και τα έρμα τα γιατρουδάκια μια επεμβασούλα, κι ας είναι τύποις κτηνιατρική – έχουν μπουκάρει και στέκονται θαυμάζοντας το μεγαλείο του διπλόφαρδου, φρεσκοξυρισμένου μου κώλου.

Και πάνω που κοντεύω να τα κακαρώσω απ’ την ντροπή, τρώω και την πρώτη μαχαιριά και πατάω μια τσιρίδα εκκωφαντική, και σκάει στα γέλια σύμπασα η ομήγυρις, και κάνει και πλάκα ο Πατσατζής, «Έλα βρε, ούτε που σ’ ακούμπησα!» που αγάπη μου εσύ άμα αυτό το λες ακούμπημα, ο Θεός να φυλάει απ’ το χούφτωμά σου, και να σου πάλι η Κυριακή να μαζεύει τα αίματα, και οι φύτουλες του τμήματος να κάνουν κι ερωτήσεις οι αθεόφοβοι, ενόσω εγώ σπαράζω σαν το δαμάλι που το αφαιμάζουν για να το κάνουνε κοσέρ, κι άλλοι, της ανθρώπινης προσέγγισης που βάζουν πρώτα τον ασθενή και μετά την ασθένεια, να προσπαθούν να με κάνουν να ξεχαστώ ρωτώντας με κι αυτοί για τα βιβλία μου τα τρισκατάρατα, και «Πώς σου έρχεται η έμπνευση ρε συ, έτσι ξαφνικά εκεί που κάθεσαι;» (Όχι, όταν θέλω να εμπνευστώ, βγάζω κώλο και παπάρια φάτσα-φόρα σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο, και αντλώ από την εμπειρία και τη δύναμη της στιγμής), και «Λεφτά καθόλου έχει το συγγραφιλίκι;» (Ου, τι να σου πω, που είμαι να σκάσω επειδή δε μου πουλάει η Ωνάσαινα τον Σκορπιό για να παραθερίσω), και «Τελικά αληθεύει ότι ο Τάδε είναι γκέι;» (Δεν ξέρω, αν μου κάτσει θα σε ενημερώσω πρώτο-πρώτο) και ποικίλα άλλα αμήχανα και βλακώδη κι εξοργιστικά, και να θέλω να τους διαολοστείλω όλους μαζί με τον χασάπη που μου φιλετάρει τα μετόπισθεν, μέχρι που επιτέλους, έπειτα από μιαν αιωνιότητα καταισχύνης, ακούω το ευλογημένο «Ορίστε – έτοιμος!» και το ποδοβολητό και τα σούξου-μούξου να βγαίνουν απ’ την πόρτα και να ξεμακραίνουν, κι εγώ να σκέφτομαι ότι από δω και μπρος θα λένε τ’ όνομά μου και μονομιάς θα τους έρχεται η εικόνα των κολοσσιαίων, πλαδαρών μου γλουτών, με τη Βόσσου στο φόντο να τραγουδάει: «Θα ’ναι σαν να μπαίνει η άνοιξη, θα ’ναι βουβαλιού διάνοιξη» και να καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που αφέθηκα κι έγινα το θηρίο με τα σιδερένια δόντια και τον οισοφάγο από ανοξείδωτο χάλυβα, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν στιγμή η πάχυνση αλλά γεωλογική περίοδος.

Και με επιστρέφει στο σπίτι ο μπαμπάς πεσμένο μπρούμυτα στο πίσω κάθισμα και με το παντελόνι φουσκωμένο απ’ τις γάζες και τις φασκιές, κι αρχινά το μαρτύριο της αναμονής της επούλωσης κατά δεύτερο σκοπό, μια δοκιμασία που θα με φέρει πολλές φορές στα όρια της παραφροσύνης, ή και πέρα από αυτά.

Διότι άμα έχεις θρέψει σε τριψήφια μεγέθη και η ζυγαριά η ψηφιακή όταν την πατάς για ν’ ανάψει αντί για 0.00 γράφει S.O.S., ο ύπνος καθίσταται προβληματικός: ανάσκελα σε πλακώνει ο Βεζούβιος της κοιλάρας και οι μαστοί του Τειρεσία και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα, και μπρούμυτα δεν βολεύεται ο Ιωνάς που ’χεις καταπιεί πέρσι που πήγες για μπάνιο, και γενικώς το να κουμαντάρεις κοτζάμ κρεαταγορά χωρίς βοηθούς-χασαπάκια δεν είναι εύκολο πράμα, και τώρα έχω και το χάσμα των γενεών από πίσω να μου τραβάει σουβλιές με το παραμικρό, και κάθε βράδυ κλωθογυρνάω σαν τον Μάκβεθ που μετά το φονικό δεν τον έπιανε ούτε καρτέλα Hipnosedon, και ησυχασμό δεν βρίσκω, ώσπου, καθώς τα απλά τα παυσίπονα δεν με πιάνουν ούτε για πλάκα, το τρίτο πρωινό που με βρίσκει άυπνο και πονεμένο κι ευερέθιστο σε σημείο που μου λέει η μάνα «Καλημέρα πουλάκι μου,» κι εγώ της απαντώ «Μονάχος πορεύεται κανείς στη δόξα και στο θάνατο, κι έλα να με γυρίσεις γιατί θα πάθω κατακλίσεις απ’ την ακινησία και θα πρέπει να με ψεκάζεις Pulvo και να με γυρνάς κάθε τρεις και λίγο σαν τον γύρο τον άψητο,» παίρνω τηλέφωνο ένα φιλαράκι μου φουντικό πρώτης τάξεως, που ’χουμε καπνίσει μαζί λιβάδια και λειμώνες και λόγγους και φυτείες (μέχρι ρίγανη ένα βράδυ που ’χαμε ξεμείνει, και στη χαρμάνα μας είχαμε ρημάξει τα μυρωδικά) και του λέω να μου φέρει επειγόντως ένα μπουκαλάκι λάδι, όχι το παρθένο που το βάζεις στη σαλάτα, αλλά το άλλο, της κάνναβης, που παίρνεις λίγες σταγόνες με μια καρφίτσα και τρυπάς το τσιγάρο το κανονικό το αθώο και το κάνεις τούρμπο, που ούτε μυρίζει να μαλλιοτραβιέται ο πατέρας που ο μοναχογιός του εξόν από πούστης, μουσάτος και ιπποπόταμος, του βγήκε και χασικλής, και κάνεις ένα κεφάλι εικοσιτέσσερα καράτια, που ξεχνάς όχι τον πόνο του κόκκυγα, αλλά παίρνεις το πριόνι όπως στο Saw και κόβεις το ποδάρι σου για πλάκα, επειδή έτσι κι αλλιώς τώρα που δεν φτάνεις να κόψεις τα νύχια σε λίγο θα ’ναι χρήσιμο μόνο για να παίζεις σαντούρι ή κότο.

Ωστόσο, όπως γνωρίζουν οι μύστες του τρομπονιού του χάρτινου, καλό και άγιο το χορταράκι αλλά σου ανοίγει μια όρεξη ασυγκράτητη, κι άμα είσαι ήδη ο Παμφάγος Άδης, ε, θες μετά το σούπερ μάρκετ αγκαζέ χωρίς πελάτες, και με τους πιο τροφαντούς υπαλλήλους να μαρινάρονται. Και μιας και η ξάπλα έχει γίνει κόλαση, αποφασίζω να υποστώ τη θυσία της ορθοστασίας για να φτιάξω ένα γλυκό, που πολύ τ’ αγαπώ και που δεν το ’χω φκιάσει ποτέ – σφάλμα θανάσιμο, αλλά έτσι είμεθα εμείς οι καλλιτέγναι, βουτηγμένοι στην έπαρση και την ύβρι…

Το εν λόγω κολασμένο (από πολλές απόψεις) γλυκό είναι μια κρεμώδης καύλα ονόματι μαλεμπί, μια ηδονή αλαφριά – για πιάσε την, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο – και υπόγλυκη, περιχυμένη με μπόλικο σιρόπι τριαντάφυλλο, και τη συνταγή την έχω βρει σ’ ένα βιβλίο της μάνας, με τίτλο ‘Πολίτικες λιχουδιές’, διά χειρός Θέρας Κιοκπάσογλου.

Παίρνω λοιπόν τα κυβικά μου και πηγαίνω δίπλα στον Βασιλόπουλο, κι ας είναι η διαδρομή των πενήντα μέτρων ένα μαρτύριο που συνοψίζεται εύγλωττα στο ‘κούτσα-βόγκα-κλάσε-βρίσε’, και αγοράζω ούλα τα υλικά της λίστας, με γλυκό τριαντάφυλλο για το σιρόπι, κι επειδή δεν βρίσκω ρυζάλευρο σκέτο, παίρνω αυτό το βρεφικό, στο κουτί με τον χορτασμένο και γελαστό μπέμπη απόξω.

Και γυρνάω σπίτι, και βάζω το τσουκάλι στη φωτιά, κι ανακατεύω γάλατα και ζάχαρες και ρυζάλευρα, μόνο που περνάνε τα λεπτά και βράζει το γάλα και κοχλάζει και πάει ν’ αρπάξει και το άτιμο το μείγμα δεν λέει να πήξει. Οπότε λέω, θα ’κανα λάθος στις αναλογίες, και το χύνω κι ετοιμάζω δεύτερο, αυτή τη φορά με τη ζυγαριά κουζίνας, αλλά πάλι τα ίδια: τρία τέρμινα ανακάτεμα σε χαμηλή φωτιά, και το όλον αραιό σαν το δάκρυ που ετοιμάζομαι να χύσω από αγανάκτηση κι απόγνωση.

Τι κάνει στην περίπτωση αυτή ένας λογικός άνθρωπος; Πηγαίνει απέναντι στον Χατζή κι αγοράζει ένα ταψί μαλεμπιά, να φάει να σκάσει. Ναι, αλλά επειδή μιλάμε για μένα, και τον πληγωμένο μου εγωισμό που πονάει ακόμα και στο όρθιο, αντ’ αυτού παίρνω το βιβλίο, και βλέποντας ότι η Θέρα Κιοκπάσογλου έχει κάνει το (μοιραίο) σφάλμα να δημοσιεύσει και το κινητό της τηλέφωνο, την παίρνω επί τόπου.

«Η κυρία Κιοκπάσογλου;» (Φωνή τρεμάμενη απ’ το τσίτωμα). «Χίλια συγγνώμη που σας ενοχλώ τέτοια ώρα,» (δέκα το βράδυ, ταμάμ για να πάρεις και να ενημερώσεις περί στενού συγγενή που μόλις τα κόρδωσε), «αλλά εδώ και μία ώρα προσπαθώ να φτιάξω το μαλεμπί όπως το λέτε στη συνταγή σας, κι όσο έπηξε η Μαύρη Θάλασσα, άλλο τόσο έπηξε κι αυτό. Θα μπορούσατε να με βοηθήσετε διότι τυγχάνω κι εγχειρισμένος και δεν είμαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση;»

Άναυδη η έρμη η γυναίκα, λέει μετά από μια σύντομη παύση: «Μάλιστα. Περαστικά σας εύχομαι. Σίγουρα ακολουθήσατε τη συνταγή προσεκτικά;»
«Ευλαβικά όπως διάβαζε ο Παΐσιος τις Γραφές. Αλλά μαλεμπί γιοκ.»
«Δεν ξέρω τι να σας πω, ειλικρινά. Λυπάμαι πολύ, αλλά – »
«Εσείς γιατί να λυπάστε;» τη διακόπτω, με τον λυγμό να μου γαργαλάει τη μαλακή υπερώα. «Τη δική μου λύπη να δείτε, που όμοιά της μόνο η χαροκαμένη η μάνα έχει γνωρίσει! Ξέρετε πώς αισθάνομαι, κυρία Κιοκπάσογλου; Προδομένος! Προδομένος και συντετριμμένος!» Πλέον το κλάμα έχει αρχίσει κανονικότατα. «Έτσι με καταντήσατε! Σκιά του εαυτού μου, να κλαίω πάνω απ’ την κατσαρόλα σαν δαρμένη νοικοκυρά του ’50! Καταλαβαίνετε το δράμα μου; Όχι, πείτε μου, σας έχει τύχει ποτέ να φτιάξετε μαλεμπί και να μη σας πήζει; Δεν φαντάζεστε τι έριξα μπας και πηχτώσει αυτή η χυσαμόλη που γράφετε ανερυθρίαστα στο πατσαβούρι σας – από νισεστέ και κορν φλάουρ μέχρι αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, κι ούτε καν φούσκωσε το τριπλογαμημένο, ως και σ’ αυτό απέτυχα, διότι είμαι μια νούλα και δεν μου αξίζει να ζω!» Απ’ τον σπαραγμό η μάνα έχει έρθει απ’ το σαλόνι καλπάζοντας, και στέκει έντρομη στην πόρτα καθώς ο γιόκας της πλαντάζει στο φορητό.

Άγια γυναίκα η Θέρα, αντί να με διαολοστείλει και να μου το κλείσει, αρχίζει να με παρηγορεί, και να με ρωτάει υπομονετικά τι υλικά χρησιμοποίησα. Ώσπου της λέω για το ρυζάλευρο κι αυτή μου απαντά: «Αμ γι’ αυτό δεν πήζει, παλικάρι μου! Αυτό που λες είναι βρεφική τροφή, και το ’χουν αραιωμένο για τα μωράκια…»

«Μα το σούπερ μάρκετ δεν είχε άλλο-ο-ου-χου-χου…» Γόος και κοπετός.

Ώσπου μου αρπάζει η Κατερίνα το τηλέφωνο απ’ το χέρι, απολογείται στην δύσμοιρη συγγραφέα που ήδη σκέφτεται να καταφύγει στους τροπικούς, και για να με παρηγορήσει μου φτιάχνει στο φτερό ένα κέκι μαμαδίστικο με κόντιτα (έτσι τα λέγανε τα κομματάκια ξερών φρούτων τότενες), το οποίο και καταβροχθίζω βρεμένο απ’ το δάκρυ κορόμηλο που εξακολουθώ να ρίχνω για το αδικοχαμένο μαλεμπί.

Περνούν οι μέρες αργά και βασανιστικά – διότι καλό το λάδι για να γίνεις κουρούμπελο και να βάλεις το Ummagumma να παίζει λούπα, αλλά άμα έχεις μια χαρακιά ματωμένη σαν το φαράγγι της Σαμαριάς να σου σκίζει τα βάρδουλα, ε, δεν είναι και μορφίνη ενδοφλέβια, οπότε κι εγώ κάποια στιγμή αποφασίζω να αποζητήσω παρηγοριά κι αναισθησία στο αλκοόλ.

Και κατεβαίνω στο κέντρο, και συγκεκριμένα στα μαγαζιά της Παλιάς Παραλίας που τα βλέπω και με πιάνει σύγκρυο και θα ’πρεπε να συγκαταλέγονται κι αυτά στα τερατώματα, κι επειδή είναι πήχτρα, η ορθοστασία είναι επιβεβλημένη, κι έτσι πηγαίνω στο μπαρ ανοίγοντας δρόμο στο πι και φι (διότι έχουν και τα καλά τους τα πάχητα: σε βλέπει ο άλλος να ’ρχεσαι μαυροντυμένος και πελώριος σαν επιδημία πανούκλας, και κάνει πίσω όπως τα ύδατα της Ερυθράς Θαλάσσης όταν τα βάρεσε ο Μωυσής με την αγκλίτσα του), και παραγγέλνω ένα τζιν-τόνικ, ή μάλλον κάν’ το διπλό, ή καλύτερα χέσε το τόνικ και γέμισέ το ως απάνω με τζιν να τελειώνουμε.

Και πάνω που ’χω πιει μια δυο-γουλιές κι έχω ανάψει και τσιγαράκι νορμάλ γιατί δε λέει τώρα να βγάζω λάδια και καρφίτσες και ν’ αρχίζω τα τρυπήματα σαν τη μοδίστρα του Ανέστη Δελιά διότι θα μας μαζέψουν, και λέω Θεέ μου, επιτέλους θα χαλαρώσω και θα πάψω να σκέφτομαι του κώλου μου τα εννιάμερα συν πέντε για το ευχέλαιο, κάποιος με χτυπάει στην πλάτη – και γυρνάω, και βλέπω ένα αγόρι με μουστάκι πιο αραιό κι απ’ το μαλεμπί μου (καημός, όχι αστεία), που με τηράει με γουρλωμένα μάτια λες και είμαι μπογιατισμένος με τα χρώματα του πολέμου, κι αφού ανοιγοκλείνει το στόμα, ψελλίζει με δέος: «Ο κύριος Κορτώ;»

Καθ’ όσον τέτοια είναι η τύχη μου η μαύρη κι άραχλη, και το ένα βράδυ που βγήκα να πιω να γίνω τούρνα να ξεχάσω την κατάντια μου, έχω πέσει πάνω στον ένα από τους δεκαεφτά συνολικά αναγνώστες μου, ο οποίος με αναγνώρισε από την όψη του βοδιού την τρομερή, και θέλει να κάτσω με την παρέα του για να με συστήσει και να βρουν κι αυτή τη φώτιση, που τους έχει φάει ο Κάφκα και η Ντανιέλ Στιλ.

Αλλά το να κάτσω είναι μια κουβέντα, διότι τα καθίσματα ξύλινα και το μόνο άλλο διαθέσιμο είναι ένα σκαμπό της συμφοράς, χαμηλό και χωρίς μαξιλάρι. Τι να κάνω όμως που ο ολέθρια διαβαστερός νέος με τραβάει απ’ το μανίκι, παίρνω βαθιά εισπνοή και κάνω το κάθισμα του χεσμένου γέρου με λυγισμένα τα γόνατα, μόνο που το τραύμα είναι ανοιχτό σαν της Βίσση, και με το που πιάνω ξύλο μουγκρίζω σαν ταύρος καψωμένος.

«Όλα καλά;» ρωτάει μια κοπελίτσα, που βλέπει την οδύνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου.

Σκέψου κάτι λιγότερο ντροπιαστικό, μονολογώ πανικόβλητος, και καταλήγω στο ευφυέστατο: «Αμορροΐδες.»

Σιωπή στο τραπέζι. Μετά από λίγο, ο νεαρός που διάβαζε πολλά:
«Κύριε Κορτώ – να σας λέω Αύγουστο; – έχω που λέτε κι έναν θείο…»
«…που γράφει;» (Όχι Θεέ μου, μη μου πασάρει χειρόγραφο να του πω τη γνώμη μου, δεν θα τ’ αντέξω ο κωλολαβωμένος!)
«Όχι, που υποφέρει από αιμορροΐδες.»
«Μάλιστα. Ενδιαφέρον.»

Ακολουθεί συζήτηση καθηλωτική (κοινώς, που για να την παρακολουθήσεις πρέπει να είσαι καθηλωμένος με λουριά), ώσπου κάποια στιγμή, καθώς έχω κατεβάσει τρία τζιν σκέτα για να υπομείνω το δίδυμο σαρκικός πόνος – παπαρολογία προς καλοπροαίρετη νεολαία που σε κοιτάει σαν τη σοφή κουκουβάγια διότι δεν υποψιάζεται τι απροσάρμοστο νούμερο είσαι κατά βάθος, με πιάνει κατούρημα, και μεταμφιέζοντας ατυχώς την ιαχή του άλγους σε βροντερό γέλιο επίτιμου, σηκώνομαι απ’ το σκαμπό του μαρτυρίου και κινάω για την τουαλέτα.

Αλλά η φωνή του δέκατου έβδομου αναγνώστη μου με προλαβαίνει.

«Είχε νερά το σκαμπό; Γιατί νομίζω ότι βραχήκατε – βράχηκες.»

Και φέρνω με τρόμο το χέρι όσο πιο πίσω φτάνει, και πιάνω το παντελόνι μου, και ω Χριστέ μου είναι όντως υγρό κι έχει ποτίσει κι έχει κάνει μια στάμπα που γυαλοκοπάει στο κίτρινο φως λες κι έχω ακράτεια σε συνδυασμό με αμάρα πουλιού (που κάνει το ψιλό του και το χοντρό του μαζί, το σίχαμα το πτερωτόν), και τρέχω όπως-όπως και χώνομαι στο κουβούκλιο, όπου και ανακαλύπτω ότι στα νώτα μου έχει γίνει η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, διότι οι γάζες που ’χα παραχώσει στα Τάρταρα τα εγχειρισμένα, στερεώνοντάς τες με ένα κάρο λευκοπλάστ, έχουν φύγει απ’ τη θέση τους, αφήνοντας τη λαβωματιά εκτεθειμένη.

Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει μια εβδομάδα κατά την οποία στον πόνο έρχεται να προστεθεί το καθημερινό άγχος ότι εκεί που περπατάω αμέριμνος θα διαπιστώσω ότι αιμορραγώ ασύστολα επί ώρα, κι ενώ όλα μου τα παντελόνια είναι μαύρα, ε, άμα βραχεί και το μαύρο φεγγρίζει – κι αναζητώ επιτακτικώς λύση, διότι ναι μεν το πηγαίνω το γράμμα και ορισμένες φορές παραδίδω και δέματα συστημένα, αλλά απ’ αυτό ως το να ματώνω όπως μάτωνε η Πέγκυ Ζήνα (που το τόνιζε στη λήγουσα, ‘ματωνώ’, λες και ήταν Γαλλικό) η απόσταση της ξεφτίλας είναι τεράστια.

Κι ωστόσο, ό,τι και να τις κάνω τις άτιμες τις γάζες, με όποιο πανούργο τρόπο και να τις κολλήσω, με το κάτσε-σήκω-ξανακάτσε-ξανασήκω (διότι έχει λήξει η άδεια μητρότητος κύστης κι έχω επιστρέψει στα επικατάρατα αμφιθέατρα με τα καθίσματα από ξύλο κατάλληλο μόνο για ηλεκτρική καρέκλα ή σταύρωση), η γάζα έχει φύγει απ’ το μερί κι έχει φτάσει στο σβέρκο.

«Μήπως πρόλαβε και μάλλιασε το πωπουδάκι, να το ξύριζες;» ρωτά η μάνα.

Πωπουδάκι. Το οροφοδιαμέρισμα πάνω-κάτω με εσωτερικό ασανσέρ. «Ρε μάνα, αφενός δεν είναι μούσι το κωλόμαλλο, κι αφετέρου, άντε και σου λέω αντρώθηκε κι έβγαλε και μουστάκι – με τέτοια χόντρα, πού να φτάσω να το ξυρίσω;»

«Αγάπη μου γλυκιά, θα σ’ το ξυρίσω εγώ!»

«Μάμα, σ’ αγαπώ, σε λατρεύω, αλλά αν φτάσουμε στο σημείο να μου ξυρίζεις και τον κώλο, ε, πάρτε διαζύγιο με τον Τάσο να παντρευτούμε κιόλας.»

Κι επειδή άμα της δώσω χρόνο θ’ αρχίσει να το σκέφτεται, της λέω: «Πρέπει να βρούμε κάτι που να μένει στη θέση του. Δεν γίνεται να κυκλοφορώ μες στα αίματα λες κι έχω περίοδο!»

Και τότε η φιλόστοργος μήτηρ τρώει την κατραπακιά της έμπνευσης, και μου λέει δειλά: «Μήπως, λέω μήπως, να δοκίμαζες κανένα σερβιετάκι;»

Κι ενώ η πρώτη μου παρόρμηση είναι ν’ αρχίσω τα μπινελίκια (Εγώ, τέτοιος άντρακλας που περπατώ και σείονται τα δέντρα και ραΐζουν τα πεζοδρόμια, να βάλω σερβιετάκι; Εσύ θα με βάλεις να ξυρίσω και μουστάκι!) όσο το σκέφτομαι, τόσο μου φαίνεται πως δεν είναι άσχημη η ιδέα. Αυτοκόλλητο έχει για να μένει στη θέση του, απορροφητικό είναι, και στο κάτω-κάτω δεν είναι να πεις ότι θα φοράω κολάν και κουραδοκόφτη να ξεπροβάλλει. Η όμορφή μου βράκα μια χαρά θα το κρύβει.

Βεβαίως, επειδή οι σερβιέτες είναι για τις δύσκολες μέρες του μήνα κι όχι για τις ακατόρθωτες μέρες του Μινώταυρου, ανακαλύπτω προς λύπη μου ότι τα λεπτά, κομψά, διακριτικά σερβιετάκια δε φτουράνε, εκτός αν τα κολλάω πέντε-πέντε σαν τα γραμματόσημα στο δέμα με την κάλτσα του φαντάρου. Οπότε και καταφεύγω στις παλιές, παραδοσιακές σερβιέτες, αυτές που ’ναι χοντρές σαν πυρότουβλα και η καθεμιά μπορεί να ρουφήξει την Κασπία, και βρίσκω την υγειά μου.

Όπου ξυπνώ, ξετσιμπλιάζομαι, πλένω τα δόντια μου, μπανιάρομαι διότι στα εκατόν πενήντα κιλά ο ιδρώτας σου κατατάσσεται στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, κι έπειτα, πριν φορέσω το καθαρό μου μποξεράκι νούμερο είκοσι Χ κι ένα L στο τέλος για ξεκάρφωμα, κολλάω φαρδιά-πλατιά στην πίσω ραφή μια σερβιετάρα υπέρδιπλη με φτερά σαν του κόνδορα, και περπατάω και πετάω.

Και περνούν οι μέρες, κι έχω επιστρέψει πλήρως στα καθήκοντά μου (id est: παρακολούθηση κλινικών στη διάρκεια των οποίων ονειροπολώ τη μέρα που θα γράψω το μπεστ σέλερ μου και θα μπορώ να παραγγέλνω σερβιέτες χειροποίητες Σανέλ, με το χαρακτηριστικό μοτίβο ρόμβων για εξτρά απορροφητικότητα), κι έρχεται και κλείνει η πληγή, ωστόσο όποιος καεί στον χυλό φυσάει και το γιαούρτι, οπότε εξακολουθώ να φορώ κάθε πρωί τη φτερωτή μου σωτηρία, μόνο που έχω γίνει λίγο απρόσεχτος στο κόλλημα, και καμιά φορά φεύγει απ’ τη θέση της, και κατηφορίζει προς τα κάτω και έμπροσθεν, καταλήγοντας σε θέση εξόχως άβολη, που όταν είναι η ώρα να τη βγάλω γίνεται ξεριζωμός και σπαραγμός.

Ώσπου ένα πρωί που έχω παρακοιμηθεί και θ’ αργήσω και δεν θα προλάβω να ονειροπολήσω στην ώρα μου, φοράω το παντελόνι βιαστικά, χωρίς να αντιληφθώ ότι η χθεσινή σερβιέτα σε κάποια φάση έχει πάρει δρόμο, έχει γλιστρήσει απ’ το άνοιγμα του βρακιού, κι έχει κολλήσει στο εσωτερικό του μπατζακιού, το οποίο είναι φαρδύ-φαρδύ για να μη σφίγγεται η μπούτα-ντονέρ – κι εγώ δεν έχω πάρει χαμπάρι.

Κι ανεβαίνω στο νοσοκομείο και ρίχνω κάτι ύπνους τρικούβερτους διότι τίποτε πιο νανουριστικό απ’ την ορθοπεδική που τώρα τη γράφουν με άλφα-γιώτα και ταράζομαι, κι όπως έχει έρθει το μεσημέρι και κατευθύνομαι στο κυλικείο για να τσακίσω κάτι τυρόπιτες εκλεκτές που έχουν μέσα μια κουτσουλιά τρίμμα φέτας και γύρω-γύρω πιο πολύ φύλλο κι από κυριακάτικη εφημερίδα, διαπιστώνω ότι οι συμφοιτητές και το προσωπικό του Παπανικολάου, λίγο αφότου με προσπερνά, ξεσπάει σε υστερικά γέλια. Αλλά επειδή την περασμένη Κυριακή είχε δημοσιευτεί μια συνέντευξή μου στον ‘Τελάλη της Άνω Αμασκάλης’ που κυκλοφορεί σε ογδόντα αντίτυπα μεταξύ των κατοίκων του χωριού για να μη στάζει η σκουπιδοσακούλα, λέω από μέσα μου ο ξιπασμένος, ‘Φαίνεται είδαν τη φωτογραφία μου, και γελάνε για να καλύψουν τη νευρικότητα που τους προκαλεί η συνύπαρξη μ’ έναν τέτοιον φωτοβόλο αστέρα της εγχώριας, παγκοσμίου και διαγαλαξιακής λογοτεχνίας’.

Και στήνομαι στην ουρά για φραπεδιά και κοροϊδόπιτα, και ξάφνου ακούω μια οικεία φωνή να λέει: «Πέτρο;»

Γυρνώ και βλέπω την Κυριακή, και κάνω τρελές χαρές για να κρύψω την άσβεστη ντροπή μου για το ότι μ’ έχει δει πλήρη δόξης, κι αφού τα χαζολέμε για λίγο, χαμηλώνει τη φωνή και ψελλίζει:

«Συγγνώμη κιόλας, αλλά – κάτι έχει κολλήσει στο παπούτσι σου.»

Και γυρνάω και βλέπω τη σερβιέτα φαρδιά-πλατιά να μου χαμογελά κάτω απ’ τη σόλα του αθλητικού, με μια στάλα αίμα στο κέντρο σαν από ξεπαρθένεμα αηδονιού.

Κι εδώ σταματώ, διότι αν εκτεθώ περαιτέρω, φοβάμαι ότι ο εαυτός μου θα μου κόψει την καλημέρα.
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News