«Αν σήμερα θεωρείσαι ήρωας, αύριο μπορεί να είσαι προδότης και μεθαύριο να σε κρεμάσουν. Και την επόμενη μέρα ίσως να στήσουν και το άγαλμά σου».
«The truth that killed», Γκεόργκι Μαρκόφ
Για τον Βούλγαρο αντιφρονούντα συγγραφέα Γκεόργκι Μαρκόφ, η διαδρομή αυτή δεν κράτησε λίγες μέρες, αλλά μισό αιώνα. Από περιζήτητος διανοούμενος και λογοτέχνης, ένα από τα αγαπημένα παιδιά του κομμουνιστικού καθεστώτος της χώρας του, μετατράπηκε γρήγορα σ΄ έναν από τους πιο δριμείς επικριτές του Τοντόρ Ζίβκοφ όταν αυτομόλησε στην Αγγλία το 1969.
Μέσα από τις ραδιοφωνικές εκπομπές του στο BBC, στην Deutche Well και στο Radio Free Europe (RFE), αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικές φωνές κατά του ολοκληρωτισμού. Χρησιμοποιώντας ως έναυσμα τις προσωπικές του εμπειρίες από την κομμουνιστική Βουλγαρία της περιόδου 1956-68, ο Μαρκόφ δεν έκρυψε ποτέ τη σχέση του με το σύστημα. Και ήταν αυτή η αφοπλιστική του ειλικρίνεια που προσέλκυσε τόσους πιστούς ακροατές στην πατρίδα του. Μια από τις σταθερές θεματικές του In Absentia Reports (η 15λεπτη εβδομαδιαία εκπομπή του στο RFE, που στη συνέχεια έγινε βιβλίο με τίτλο The Truth that killed), ήταν το ζήτημα της διαφθοράς, του νεποτισμού και της ανάδειξης των μετριοτήτων, «σύμπτωμα ενός φεουδαρχικού συστήματος προνομίων, βασισμένο στην ιδεολογική δουλοπρέπεια και στις προσωπικές διασυνδέσεις», όπως γράφει ο Ντιμίτρι Κενάροφ στο αμερικάνικο περιοδικό The Nation. Αλήθεια, πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα σήμερα;
Μέσα σε λίγα χρόνια, τα βιβλία και τα θεατρικά του έργα απαγορεύτηκαν στη Βουλγαρία και το όνομά του διεγράφη από όλα τα δημόσια αρχεία, ενώ ο ίδιος καταδικάστηκε ερήμην του σε έξι χρόνια φυλακή «για την εχθρική του στάση απέναντι στην καθεστηκυία τάξη της χώρας». Ο θάνατός του δεν άργησε να έρθει. Ο Μαρκόφ δολοφονήθηκε ένα απόγευμα του 1978 καθώς πήγαινε να παρκάρει το αυτοκίνητό του έξω από τα γραφεία του BBC στο Λονδίνο όπου δούλευε. Ενώ περπατούσε, αντιλήφθηκε ένα τσίμπημα στο πίσω μέρος του μηρού του. Όταν γύρισε είδε έναν άντρα να μαζεύει την ομπρέλα του από το πεζοδρόμιο, να απολογείται και να φεύγει. Λίγες ώρες αργότερα ανέβασε πυρετό και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου πέθανε τέσσερις μέρες μετά. Ο εκτελεστής του, σταλμένος από τις υπηρεσίες ασφαλείας της Βουλγαρίας, χρησιμοποίησε μια ομπρέλα είτε ως εκτοξευτήρα είτε ως αντιπερισπασμό για να «χτυπήσει» τον 49χρονο Μαρκόφ με σφαιρίδιο ρικίνης. Και έτσι η επισήμως άλυτη υπόθεση μέχρι σήμερα, έμεινε στην ιστορία ως "βουλγάρικη ομπρέλα". Και ο Μαρκόφ, αντί να μείνει χαραγμένος στη μνήμη μας ως «ο βούλγαρος Σολζενίτσιν», όπως τον χαρακτήριζαν πολλοί σύγχρονοί του, έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό ως το θύμα μιας από τις πιο μυστηριώδεις και θεαματικές δολοφονίες του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτό που σίγουρα άργησε πολύ να έρθει είναι η αποκατάσταση και η αναγνώριση του Μαρκόφ στη χώρα του. Σύμφωνα με τον Κενάροφ, μόλις τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αρχίσει να αναβιώνουν τα έργα του, μέσα από εφημερίδες αλλά και social media, λόγω των έντονων αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στη Βουλγαρία. Και εδώ και λίγες μέρες (από την Τρίτη), υπάρχει ένα άγαλμα στη Σόφια, για να μας θυμίζει τη θυσία του. Μια μπρούτζινη αναπαράσταση του συγγραφέα μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, που οι περισσότεροι ποτέ δε θα διαβάσουν (89% των νεαρών Βουλγάρων δεν γνωρίζουν το έργο του) με την επιγραφή: «οι ζωντανοί κλείνουν τα μάτια των νεκρών και οι νεκροί ανοίγουν τα μάτια των ζωντανών».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News